Ρεπορτάζ

Απορρίφθηκαν οι αγωγές δύο θυμάτων καλοστημένης απάτης με ακίνητα εις βάρος τράπεζας

Με δύο αποφάσεις που εξέδωσε το Μονομελές Εφετείο Δωδεκανήσου απορρίφθηκαν οι αγωγές δύο ομογενών της Αυστραλίας, που έπεσαν θύματα μιας καλοστημένης απάτης με ακίνητα, κατά της «Alpha Bank Α.Ε.».
Με τις αγωγές τους διεκδικούσαν χρηματική αποζημίωση συνολικού ύψους 650.000 ευρώ από την τράπεζα, ως καθολικής διαδόχου της συγχωνευθείσας δι’ απορροφήσεως Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.» και μετά την απόρριψή τους υποχρεώνονται να της καταβάλουν και την δικαστική της δαπάνη ύψους 17.000 ευρώ για εκάστη εξ’ αυτών.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τις αγωγές, ενώ στην πορεία της ποινικής αξιολόγησης της υπόθεσης υπάλληλος της Εμπορικής Τράπεζας παραπέμφθηκε σε δίκη ενώπιον του κακουργιοδικείου ως συνυπαίτιος της απάτης που τελέστηκε από ιδιώτες οι οποίοι είναι ήδη κατηγορούμενοι.
Η υπόθεση αναμένεται πλέον να κριθεί και από τον Αρειο Πάγο.
Κάτοικος Αδελαΐδος Νοτίου Αυστραλίας, που κατάγεται από τη Ρόδο, υπέβαλε συγκεκριμένα µήνυση κατά τριών ατόμων, όταν διαπίστωσε ότι υφάρπαξαν µε απίθανα τεχνάσµατα ακίνητο ιδιοκτησίας της, ιδιαιτέρως µεγάλης αξίας, και συγκεκριµένα έναν αγρό εµβαδού 8.560 τ.µ. στη θέση «Κεπούλα» της Λαχανιάς.
Η ίδια µηνύτρια µαζί µε µια άλλη οµογενή υπέβαλε και δεύτερη µήνυση κατά του “κτηµατοµεσίτη” και ακόµη 3 ατόµων κατοίκων Γλυφάδας Αττικής.
Με όµοια συγκεκριµένα µεθοδολογία ο µεσίτης κατόρθωσε να υφαρπάξει από την περιουσία των δύο οµογενών και ένα ακίνητο εµβαδού 7.720 τ.µ. κείµενου στη θέση «Σαλαµίνα» της Λαχανιάς.
Εµφάνισε τους 3 κατοίκους της Αττικής ως ενδιαφερόµενους να αγοράσουν το ακίνητο αυτό που κατείχαν οι οµογενείς εξ’ αδιαιρέτου έναντι ποσού 200.000 ευρώ µε δανειοδότηση από την Εµπορική Τράπεζα.
Oι ενάγοντες επισημαίνουν στις αγωγές τους ότι από τους φερόμενους ως αγοραστές του ακινήτου, αλλά και άλλους συνεργούς με «εγκέφαλο» τον Μ. Μ. του Ι. και σε συνεργασία με υπαλλήλους της τράπεζας είχε στηθεί μια τεράστια επιχείρηση απάτης, η οποία απέφερε σ’ αυτούς κέρδη πολλών εκατομμυρίων ευρώ.
Ειδικότερα, σε ό, τι αφορά την περίπτωσή τους, αποκαλύφθηκε ότι ο κτηματομεσίτης σε συνεννόηση και συνεργασία με τους δύο υποτιθέμενους αγοραστές, εξύφαναν από κοινού σχέδιο εξαπάτησής τους με σκοπό την απόσπαση του ακινήτου τους και την είσπραξη του ποσού του δανείου που θα ενέκρινε η δανειοδότρια τράπεζα με απώτερο σκοπό όχι την πληρωμή του τιμήματος αλλά την ιδιοποίησή του.
Με την κατάρτιση και χρήση πλαστογραφημένων εγγράφων, εμφανίζονταν οι συνεργάτες του κτηματομεσίτη να έχουν υψηλά εισοδήματα από την εργασία τους, να δηλώνουν ανύπαρκτα «εισοδήματα» στην Εφορία μέσω φορολογικών δηλώσεων, να έχουν στην κατοχή τους υπηρεσιακές βεβαιώσεις από τους εργοδότες τους, να μην οφείλουν προς τρίτους κ.λ.π., με σκοπό τα έγγραφα αυτά να τα εμφανίζουν στο συγκεκριμένο κατάστημα της εν λόγω Τράπεζας, ώστε να «καλύπτουν» τις προϋποθέσεις δανειοδότησής τους από αυτήν, λαμβάνοντας και σχετική προέγκριση δανειοδότησης.
Ακολούθως, ο κτηματομεσίτης, ο οποίος διεύθυνε όλο το σχέδιο ως εμπνευστής και ενορχηστρωτής, προσέγγιζε τα υποψήφια θύματά του, γνωρίζοντας άριστα την τοπογραφία της Νότιας Ρόδου (Λαχανιά-Γεννάδι) και με το πρόσχημα και της δήθεν υπάρξεως «πελατών», οι οποίοι δήθεν ενδιαφέρονταν για την αγορά του, οι οποίοι προηγουμένως είχαν εξασφαλίσει το πιστοποιητικό φερεγγυότητας από την δανειοδότρια Τράπεζα παραπείθοντας και εξαπατώντας τα θύματά τους, προέβαιναν σε τυπικές αγοραπωλησίες στις οποίες εμφανιζόταν μόνο το δηλωθέν τίμημα της αντικειμενικής αξίας και όχι το πραγματικό, στο οποίο μάλιστα συμβόλαιο αναγραφόταν ότι το τίμημα θα καταβληθεί εκ προϊόντος δανείου που θα καταβληθεί από την τράπεζα εντός ορισμένης προθεσμίας.
Αφού υπογραφόταν το συμβόλαιο αγοραπωλησίας το κατέθεταν στην τράπεζα, η οποία ενέγραφε προσημείωση υποθήκης στον πωληθέν ακίνητο, εκδίδοντας μάλιστα σχετική δικαστική απόφαση με την παρουσία των φερομένων ως αγοραστών-συνεργών του κτηματομεσίτη και μετά την εγγραφή προσημείωσης στο πωληθέν ακίνητο και την προηγούμενη υπογραφή της πράξης ολοσχερούς εξοφλήσεως του τιμήματος από τον πωλητή, εκταμίευαν το ποσό του εγκριθέντος δανείου.
Το Μονομελές Εφετείο Δωδεκανήσου έκρινε ότι σε κάθε περίπτωση η προέγκριση ή η έγκριση ενός δανείου, δεν μπορεί αντικειμενικά να εκληφθεί ως «πιστοποιητικό φερεγγυότητας» των δανειοληπτών, το οποίο θα μπορούσε να εξασφαλίσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την εκπλήρωση του συμβατικού βάρους των αγοραστών να καταβάλουν σε αυτήν το συμφωνηθέν τίμημα, καθώς μετά τη λήψη του δανείου είναι αναγκαίο να μεσολαβήσει ένα διακριτό και ανεξάρτητο από κάθε είδους συμμετοχή της τράπεζας περιστατικό, ήτοι η εκούσια καταβολή του προϊόντος του δανείου ή μέρους αυτού στην πωλήτρια.
Η μη καταβολή του τιμήματος στα θύματα, όπως κρίθηκε, συνιστά εξάλλου γεγονός ανεξάρτητο της δανειοδότησης των αγοραστών του ακινήτου της και του ελέγχου της φερεγγυότητάς τους από τους υπαλλήλους της πιστώτριας τράπεζας, στην εξασφάλιση της ικανοποίησης της απαίτησης της οποίας αποκλειστικά κατατείνει, δεδομένου ότι την ίδια ανώμαλη εξέλιξη θα μπορούσε να έχει η μεταξύ των ως άνω αντισυμβαλλομένων αγοραπωλησία, ακόμη και αν το τίμημα δεν ήταν προϊόν δανείου αλλά προερχόταν από ίδια κεφάλαια των αγοραστών.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου