• Από την ιδεολογική επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ να καταργήσει ένα δομικό αντιστάθμισμα έως την επίμοχθη προσπάθεια επαναφοράς σε ασταθές περιβάλλον • Mόνο η άμεση ανακατεύθυνση πόρων από το μεταφορικό ισοδύναμο μπορεί να χρηματοδοτήσει βιώσιμη μείωση 30% στους συντελεστές ΦΠΑ
Η φορολογική πολιτική στα νησιά δεν είναι λογιστική άσκηση. Eίναι πολιτική συνοχής, κοινωνικής δικαιοσύνης και ανταγωνιστικότητας. Για πάνω από δύο δεκαετίες, οι μειωμένοι συντελεστές ΦΠΑ λειτούργησαν ως θεσμοθετημένο αντίβαρο στο αυξημένο κόστος μεταφοράς και διαβίωσης, κατοχυρώνοντας στοιχειώδη ισοτιμία για νοικοκυριά και επιχειρήσεις του αρχιπελάγους.
Η ανατροπή ήρθε με πολιτική απόφαση. Στο πακέτο μεταρρυθμίσεων της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ προς τους ευρωπαϊκούς θεσμούς εντάχθηκε ρητά η κατάργηση των νησιωτικών εκπτώσεων ΦΠΑ «στο όνομα της δικαιοσύνης» και του «εξορθολογισμού» της βάσης του φόρου.
Η προσπάθεια αντιστάθμισης μέσω του μεταφορικού ισοδύναμου αποδείχθηκε ανεπαρκής, γραφειοκρατική και δημοσιονομικά δαπανηρή.
Σήμερα, μέσα σε περιβάλλον αβεβαιότητας και στενότητας, ο μόνος τρόπος να αποκατασταθεί η νησιωτική ισορροπία είναι καθαρός: κατάργηση του μεταφορικού ισοδύναμου και ανακατεύθυνση των πόρων του στην καθολική επαναφορά της μείωσης 30% στους συντελεστές ΦΠΑ των νησιών.
Η θέση αυτή δεν είναι σύνθημα στηρίζεται σε ιστορικά δεδομένα, επίσημα έγγραφα και τεκμηριωμένες παρεμβάσεις θεσμικών φορέων.
Η θεσμική λογική της 30% μείωσης και η ιστορική διαδρομή
Η έκπτωση 30% στους ισχύοντες συντελεστές ΦΠΑ στα νησιά του Αιγαίου εφαρμόστηκε την 1η Ιανουαρίου 1993, με την πλήρη εναρμόνιση της χώρας στο ευρωπαϊκό πλαίσιο ΦΠΑ. Δεν ήταν χαριστική πολιτική, αλλά θεσμοθετημένο αντιστάθμισμα στη νησιωτική επιβάρυνση, προεγγεγραμμένο ήδη στον αρχικό νόμο-πλαίσιο και υλοποιημένο με την ένταξη στο ενιαίο καθεστώς ΦΠΑ της ΕΕ. Η ιστορία του μέτρου, από την πρόβλεψη έως την εφαρμογή του, καταγράφεται ως μέρος της οργανικής σχέσης της νησιωτικής οικονομίας με την εθνική φορολογική αρχιτεκτονική, η οποία αναγνώριζε ότι χωρίς έκπτωση, οι τιμές στα νησιά θα αποσυνδέονταν από τα εισοδήματα και την ανταγωνιστικότητα του τουριστικού προϊόντος.
Η κατάργηση ήρθε πολύ αργότερα, ως επιλογή πολιτικής που απέρριψε την εξαίρεση θεωρώντας την «αδικία», παρά το γεγονός ότι η εξαίρεση υπήρξε ο μηχανισμός αποκατάστασης μιας άλλης, πολύ πραγματικής αδικίας: του κόστους απόστασης.
Από ιδεολογική στόχευση σε πολιτική πράξη
Το κρίσιμο ντοκουμέντο που έγειρε τη ζυγαριά βρίσκεται στο ίδιο το επίσημο πακέτο μέτρων της τότε κυβέρνησης προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2015. Στην ενότητα για τη μεταρρύθμιση του ΦΠΑ, μετά την περιγραφή της δομής των συντελεστών, αναφέρεται ρητά ότι, «στο πλαίσιο των προσπαθειών για προώθηση της δικαιοσύνης, η μεταρρύθμιση θα εξαλείψει τις εκπτώσεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων στα νησιά, και θα εξορθολογίσει τις απαλλαγές».
Η διατύπωση αυτή δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών: η κατάργηση των μειωμένων νησιωτικών συντελεστών δεν ήρθε ως «απαίτηση» τρίτων, αλλά ως ελληνική πολιτική πρόταση, ενταγμένη σε ένα συνολικό σχέδιο αύξησης εσόδων μέσω παραμετρικών παρεμβάσεων.
Η ιστορική μνήμη επιβεβαιώνεται και από την εγχώρια συζήτηση: σε κείμενα και δημόσιες παρεμβάσεις της περιόδου γίνεται σαφής αναφορά στην επιλογή αυτή ως μέρος μιας αφήγησης «φορολογικής δικαιοσύνης», με τον τότε υπουργό Οικονομικών να επικαλείται ακριβώς τα ίδια επιχειρήματα προς τους θεσμούς. Η φράση «As part of efforts to promote fairness, the reform will eliminate discounts including on islands…» δεσμεύει πολιτικά την πρόθεση και εξηγεί το ιδεολογικό υπόβαθρο της κατάργησης.
Η «αντιστάθμιση» που δεν λειτούργησε: τι είναι και πώς εφαρμόστηκε το μεταφορικό ισοδύναμο
Για να αμβλυνθούν οι συνέπειες, προκρίθηκε το μεταφορικό ισοδύναμο (Μ.Ι.). Η φιλοσοφία του ήταν να επιδοτηθεί η μεταφορά επιβατών και εμπορευμάτων ώστε το θαλάσσιο κόστος να προσεγγίζει το χερσαίο. Θεσμικά, η κυβέρνηση το παρουσίασε ως μόνιμη πολιτική νησιωτικότητας, με πιλοτική εφαρμογή από τον Ιούλιο 2018 στα νησιά που έως το τέλος του 2017 είχαν μειωμένους συντελεστές ΦΠΑ και με προϋπολογισμό 50 εκατομμύρια ευρώ για το δεύτερο εξάμηνο του 2018 και 150 εκατομμύρια ευρώ ετησίως από το 2019 για καθολική επέκταση. Τα ποσά αυτά θα καλύπτονταν από το εθνικό Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, με αναζήτηση πρόσθετων ευρωπαϊκών πόρων.
Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα του μέτρου αμφισβητήθηκε εξαρχής από τον πλέον αρμόδιο επιστημονικό και επαγγελματικό φορέα.
Το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος το χαρακτήρισε θετικό ως αρχή στήριξης, τόνισε όμως ρητά ότι «σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί οικονομικό αντιστάθμισμα στην κατάργηση των μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ», επισημαίνοντας ότι η εφαρμογή του είναι περίπλοκη και γραφειοκρατική, ότι αποκλείει μη μόνιμους κατοίκους και ότι δεν διασφαλίζεται η μετακύλιση του οφέλους στον τελικό καταναλωτή.
Όταν οι αριθμοί συγκρούονται με την πραγματικότητα
Το Μ.Ι. απορροφά πολύτιμους πόρους χωρίς να υποκαθιστά τη λειτουργία του ΦΠΑ στις τιμές ραφιού και στην καθημερινότητα. Τα 50 εκατ. του 2018 και τα 150 εκατ. ετησίως από το 2019 συνιστούν σημαντικό δημοσιονομικό βάρος που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ευθεία χρηματοδότηση της επαναφοράς των μειωμένων συντελεστών. Η διαπίστωση αυτή δεν είναι θεωρητική.
Σε περιφερειακό επίπεδο, στην κορύφωση της δημόσιας συζήτησης, ακούστηκε από επίσημα χείλη ένα ξεκάθαρο μήνυμα προς τον τότε πρωθυπουργό:
«Ακυρώστε το μεταφορικό ισοδύναμο και δώστε πίσω στα νησιά μας τους μειωμένους συντελεστές ΦΠΑ» είχε ζητήσει από το βήμα του 13ου Περιφερειακού Συνεδρίου Νοτίου Αιγαίου που πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 2018 στη Ρόδο, ο περιφερειάρχης Γιώργος Χατζημάρκος απευθυνόμενος στον τότε πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, που είχε επιχειρηματολογήσει με το αντιστάθμισμα του μεταφορικού ισοδύναμου.
Η φράση συμπύκνωσε την εμπειρία των τοπικών κοινωνιών που είδαν το Μ.Ι. να μην «γράφει» στις τιμές, ενώ ο χαμηλότερος ΦΠΑ έγραφε πάντα.
Γιατί το Μ.Ι. δεν μπορεί να αντικαταστήσει τον μειωμένο ΦΠΑ
Η απάντηση βρίσκεται στη φύση των δύο εργαλείων. Ο ΦΠΑ είναι οριζόντιος, αυτόματος και καθολικός: μειώνει απευθείας την τελική τιμή κάθε συναλλαγής σε αγαθά και υπηρεσίες, από το καλάθι του σούπερ μάρκετ έως την εστίαση και τη διαμονή. Το Μ.Ι., αντίθετα, είναι διαδικαστικά σύνθετο, προϋποθέτει αποδείξεις και συμψηφισμούς, αποκλείει τμήματα του πληθυσμού και δεν αγγίζει ευρύτατες κατηγορίες δαπανών, ιδίως εκείνες που διαμορφώνουν το τουριστικό προϊόν. Ακόμη και στις μεταφορές, η τελική μετακύλιση στον επιβάτη δεν είναι εξασφαλισμένη, καθώς μεσολαβούν εμπορικές πολιτικές και αδιαφάνειες στις αλυσίδες κόστους. Το ΟΕΕ είχε προειδοποιήσει έγκαιρα ότι όσα δεν είναι καθολικά και αυτοματοποιημένα, καταλήγουν να «χάνονται» πριν φτάσουν στον νησιώτη ή τον επισκέπτη.
Η δημοσιονομική εξίσωση: πώς βρίσκονται οι πόροι για τη μείωση 30%
Η χρηματοδότηση της επαναφοράς μπορεί να προκύψει από την πλήρη κατάργηση του Μ.Ι. και την ανακατεύθυνση των πόρων του. Η εξίσωση είναι καθαρή: αντί να επιδοτείται έμμεσα και με μεγάλες τριβές ένα κομμάτι του κόστους μεταφοράς, επιδοτείται ευθέως ολόκληρη η κατανάλωση στα νησιά μέσω της μείωσης του ΦΠΑ, που μειώνει την τιμή στην πηγή. Στο παρελθόν, όταν καταγράφονταν οι αποκλίσεις κόστους του Μ.Ι., περιφερειακοί θεσμοί και φορείς από το Νότιο Αιγαίο έως τα μικρά νησιά τόνιζαν ότι το μέτρο δεν έχει την ισχύ ενός οριζόντιου φόρου, ζητώντας επιστροφή στο αποδεδειγμένα λειτουργικό σύστημα του μειωμένου ΦΠΑ. Η ώριμη τεκμηρίωση που ζητήθηκε από το Υπουργείο Οικονομικών, με εκτίμηση δημοσιονομικού κόστους και οφέλους, έθεσε το ζήτημα ξανά στον πυρήνα της πολιτικής ατζέντας των νησιών.
Τι σημαίνει στην πράξη «μείωση 30%» για τιμές και υπηρεσίες
Η επαναφορά της ιστορικής μείωσης 30% στους συντελεστές ΦΠΑ στα νησιά, με βάση τη λογική εφαρμογής της περιόδου που ίσχυε ο θεσμός, μεταφράζεται σε άμεση πτώση του κανονικού συντελεστή από το 24% περίπου στο 17%, του μειωμένου από το 13% περίπου στο 9% και του υπερμειωμένου από το 6% περίπου στο 4%. Η αναγωγή είναι ενδεικτική, αποτυπώνει όμως το μέγεθος της παρέμβασης και το γιατί στις νησιωτικές οικονομίες η έκπτωση λειτουργούσε ως ανάσα ρευστότητας και ως εργαλείο τιμολόγησης που έφτανε στον καταναλωτή.
Επιπτώσεις στο προϊόν: από το καλάθι του ταξιδιώτη ως το «πακέτο» προορισμού
Η τουριστική οικονομία των νησιών δομείται πάνω σε χιλιάδες καθημερινές συναλλαγές. Η μείωση του ΦΠΑ αποτυπώνεται αθροιστικά στο κόστος διαμονής, στην εστίαση, στις τοπικές μετακινήσεις, στο λιανεμπόριο και στις εμπειρίες, άρα στο συνολικό «καλάθι» του ταξιδιώτη. Ακόμη και μικρές μειώσεις στις τελικές τιμές μπορούν να αυξήσουν τη διάρκεια διαμονής, να βελτιώσουν τον δείκτη ικανοποίησης, να ενισχύσουν το μέσο ημερήσιο έσοδο ανά επισκέπτη και να παρατείνουν την εποχικότητα.
Στον αντίποδα, το Μ.Ι. ούτε αγγίζει τον μη μόνιμο επισκέπτη όπως επισημάνθηκε ρητά, ούτε έχει τρόπο να εγγυηθεί ότι η όποια ενίσχυση ναύλων περνά στην τελική ζήτηση, με αποτέλεσμα το τουριστικό προϊόν να μην καρπώνεται μετρήσιμα οφέλη. Η κριτική του ΟΕΕ ήταν πρόδρομος αυτής της διαπίστωσης, καθώς τεκμηρίωσε ότι ο μηχανισμός δεν καλύπτει μη μόνιμους κατοίκους, δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος της τουριστικής δαπάνης.
Πέρα από την άμεση μείωση των τιμών, ο μειωμένος ΦΠΑ ενισχύει την επενδυτική όρεξη μικρομεσαίων επιχειρήσεων φιλοξενίας και εστίασης, καθώς βελτιώνει τα περιθώρια, μειώνει την ανάγκη για βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση και διευκολύνει την αναβάθμιση υπηρεσιών. Σε προορισμούς με υψηλό μεταφορικό κόστος πρώτων υλών, η μείωση του ΦΠΑ σε τρόφιμα και ποτά λειτουργεί ως φρένο ανατιμήσεων, άρα ως ασπίδα έναντι διεθνών διακυμάνσεων τιμών. Με άλλα λόγια, η φορολογική έκπτωση σε νησί λειτουργεί σε περισσότερα από ένα επίπεδα: κρατά ανταγωνιστική την τελική τιμή, σταθεροποιεί τις προμήθειες και δημιουργεί κίνητρο για καλύτερες επενδύσεις σε ποιότητα.
Κοινωνική δικαιοσύνη στην πράξη: ο ΦΠΑ ως πιο δίκαιο εργαλείο από στοχευμένες επιδοτήσεις
Η κατάργηση εξαιρέσεων στο ΦΠΑ προβλήθηκε το 2015 ως «μέτρο δικαιοσύνης». Στην πράξη, όμως, δικαιοσύνη για τα νησιά σημαίνει να πληρώνει ο κάτοικος και ο επισκέπτης όσο περίπου θα πλήρωνε στην ηπειρωτική Ελλάδα, παρά το πρόσθετο κόστος μεταφοράς και διανομής. Ο ΦΠΑ, ως οριζόντιος και αδιάκριτος μηχανισμός, επιτυγχάνει αυτή τη δικαιοσύνη καλύτερα από ένα σύνθετο σύστημα επιδοτήσεων μεταφορών, το οποίο προϋποθέτει κριτήρια, αποκλεισμούς και ενδεχόμενες στρεβλώσεις. Η ίδια η κυβερνητική δέσμευση του 2015 για κάλυψη στόχων μέσα από «παραμετρικά» μέτρα, αποτυπώνοντας τον στόχο αύξησης εσόδων από ΦΠΑ μέσω κατάργησης εκπτώσεων, δείχνει ότι η επιλογή δεν ήταν τεχνική αναγκαιότητα αλλά ιδεολογικό πρόταγμα.
Τι πρέπει να γίνει τώρα
Η λύση είναι μονοσήμαντη. Πρώτον, κατάργηση του μεταφορικού ισοδύναμου και πλήρης ανακατεύθυνση των σχετικών πιστώσεων στην κάλυψη του δημοσιονομικού κόστους από την επαναφορά της μείωσης 30% στους νησιωτικούς συντελεστές ΦΠΑ. Δεύτερον, οριζόντια εφαρμογή σε όλα τα νησιά, χωρίς γραφειοκρατικά φίλτρα και εισοδηματικά κριτήρια που ακυρώνουν τη στόχευση και την αποτελεσματικότητα. Τρίτον, θεσμική θωράκιση του μέτρου ως πολιτικής νησιωτικότητας, με σαφές χρονοδιάγραμμα και ρήτρα σταθερότητας, ώστε επιχειρήσεις και εργαζόμενοι να σχεδιάζουν με ορίζοντα. Τέταρτον, τεχνική παρακολούθηση της μετακύλισης του οφέλους στις τελικές τιμές, όχι όμως μέσω εξαντλητικής γραφειοκρατίας, αλλά με δειγματοληπτικούς ελέγχους και εργαλεία διαφάνειας στην αλυσίδα τιμολόγησης.
Σε πολιτικό επίπεδο, η χώρα οφείλει να αναμετρηθεί με την πραγματικότητα: η νησιωτικότητα δεν είναι εξαίρεση που πρέπει να εξαλειφθεί, είναι ιδιαιτερότητα που πρέπει να εξισορροπηθεί.
Το είχε πει με σαφήνεια ο περιφερειάρχης Νοτίου Αιγαίου κ. Γιώργος Χατζημάρκος, ζητώντας «να ακυρωθεί το μεταφορικό ισοδύναμο» και «να δοθούν πίσω οι μειωμένοι συντελεστές ΦΠΑ». Η φράση αυτή αποτυπώνει όχι ένα τοπικιστικό αίτημα, αλλά μια εθνική οικονομική λογική.