Τοπικές Ειδήσεις

«Συνεταιριστική Τράπεζα, πέντε χρόνια μετά… Αξίζει να λειτουργήσει ξανά;»

Γράφουν οι:

Κυριαζής Μιχαήλογλου
Οικονομολόγος, Executive MBA
Μaster στη Διοίκηση Επιχειρήσεων, κατ. Τραπεζική
και Χρηματοοικονομική

Μιχάλης Παπαγεωργίου
Δικηγόρος, Υπ. Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου Νομικής Αθηνών-Επ. Συνεργάτης Wolfson College Cambridge University

Πέντε χρόνια μετά το απότομο κλείσιμο της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου στο ερώτημα κατά πόσο άραγε αξίζει το κόπο να οραματιστούμε την σύνθεση και την σύσταση ενός νέου τοπικού χρηματοπιστωτικού φορέα ανάπτυξης και ενδυνάμωσης της τοπικής μας οικονομίας, η αυθόρμητη απάντηση είναι θολή και μελαγχολική, γεμάτη επιφυλάξεις. Ωστόσο μπορεί να κρύβει ορισμένες αισιόδοξες και ουσιαστικές προοπτικές που δεν πρέπει να παραμεριστούν.
Σε ένα κρίσιμο οικονομικό περιβάλλον, που η τραπεζική αγορά περνά δύσκολες στιγμές και μαζί της νομοτελειακά παρασύρεται και κλονίζεται η κάθε προσπάθεια επανεκκίνησης και αναδιάρθρωσης της τοπικής οικονομίας προς όφελος της κοινωνίας και των νησιών μας, δεν είναι δυνατόν να μην ανατρέξει υποστηρικτικά κανείς στο γεγονός ότι στον ευρωπαϊκό χώρο, ο θεσμός των συνεταιριστικών τραπεζών, αποτελεί καταλυτικό παράγοντα περιφερειακής ανάπτυξης και καθοριστική βάση υγειών συνθηκών στον τραπεζικό ανταγωνισμό. Αξίζει μάλιστα κανείς να ανατρέξει στα επίσημα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης Συνεταιριστικών Τραπεζών τα οποία είναι αποκαλυπτικά. Ένας στους πέντε ευρωπαίους πολίτες είναι μέλος μίας από τις περίπου τρεις χιλιάδες συνεταιριστικές περιφερειακές/τοπικές Τράπεζες, με πελατολόγιο που ανέρχεται σχεδόν στους 210 εκατομμύρια ιδιώτες και επιχειρήσεις και απασχολώντας συνολικά γύρω στους 720 χιλιάδες εργαζόμενους. Μάλιστα σε χώρες με τελείως διαφορετικά μεταξύ τους δημοσιονομικά χαρακτηριστικά, όπως η Γαλλία, Φινλανδία, Γερμανία και Ολλανδία, το συνεταιριστικό τραπεζικό σύστημα κατέχει πάνω από το 30% του εγχώριου τραπεζικού κεφαλαίου και κίνησης. Πάρα τους αυστηρούς ελέγχους, όρους και προϋποθέσεις που έχουν θεσμοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τις επιμέρους εγχώριες Κεντρικές Τράπεζες η επενδυτική συνεργατικότητα, η κοινωνική αλληλεγγύη και η στοχευμένη ενίσχυση της περιφερειακής βιώσιμης ανάπτυξης αποτελούν κανονιστικές αρχές για την διαμόρφωση της ενιαίας εσωτερικής αγοράς. Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα κατά το σχεδιασμό της «μετά την κρίση» εποχής δεν πρέπει να μείνει φοβικά πίσω σε αναπτυξιακές πρωτοβουλίες παρασιτώντας παθητικά ως μόνιμος «φτωχός συγγενής» αλλά να υιοθετήσει ενεργητικές στρατηγικές διαμόρφωσης ενός νέου παραγωγικού ελκυστικού αποκεντρωμένου αναπτυξιακού μοντέλου. Οτιδήποτε άλλο θα μας οδηγήσει σύντομα και πάλι σε δημοσιονομική κατάρρευση επιβεβαιώνοντας την ανικανότητα του εσωτερικού κρατικού και επενδυτικού μηχανισμού να αναπτυχθεί ορθολογικά, αποτελεσματικά και νομότυπα.
Στην προσδοκία αυτής της νέας πραγματικότητας λοιπόν, δεν μπορεί να μην αναλογισθεί κανείς πως θα ήταν διαφορετικά τα πράγματα για την επανεκκίνηση των αναπτυξιακών προοπτικών της περιοχής, αν υπήρχε σε ζωή και στο τόπο μας μια Συνεταιριστική Τράπεζα, ισχυρή και ανοικτή στη κοινωνία με άξονα και σκοπό τη τοπική ανάπτυξη. Πολύ περισσότερο βέβαια για τις νεώτερες γενιές που εισέρχονται στην αγορά και βιώνουν από κάθε επαγγελματικό μετερίζι την κρίση και τις δυσμενείς τραπεζικές συνθήκες που υπάρχουν, διαπιστώνοντας αξεπέραστα εμπόδια, αποτρεπτικά για την πραγμάτωση των φιλοδοξιών και των οραμάτων τους για ένα καλύτερο αύριο.
Με αυτές τις σκέψεις ωστόσο, από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί παρά με περίσκεψη να ανασκοπήσει ο καθένας ότι πέρασαν κιόλας πέντε χρόνια από τότε που ανακοινώθηκε η αναστολή της άδειας λειτουργίας της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου. Πέντε χρόνια που πέρα ότι δεν ήταν αρκετά για να δοθούν σαφείς απαντήσεις για τα αίτια του «λουκέτου», αναδεικνύουν ταυτόχρονα ότι υπήρξε μεγάλη απώλεια ενός θεσμικού εργαλείου της αγοράς στην υπηρεσία της θωράκισης της ευημερίας της κοινωνίας, της εξυπηρέτησης δηλαδή αυτού που ονομάζεται «δημόσιο συμφέρον».
Κατά κοινή ομολογία, το κλείσιμο της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου αποτέλεσε ένα τεράστιο πλήγμα για την τοπική κοινωνία και χαρακτηριστικό αυτού είναι ότι μέχρι και σήμερα δεν έχει γεφυρωθεί το χάσμα που προέκυψε στις χρηματοδοτήσεις των τοπικών επιχειρήσεων. Αποτέλεσμα είναι η τοπική οικονομία να αγωνίζεται να κρατήσει τις αναπνοές της και να μην μπορεί να σηκωθεί και αναπτυχθεί, παρόλο που τα Δωδεκάνησα κάθε τόσο αποδεικνύουν ότι διαθέτουν όλα τα εχέγγυα για να είναι εκ νέου πρωταγωνιστικός παράγοντας στην πολυπόθητη όχι μόνο εγχώρια αλλά συνολική εξωστρεφή ανάπτυξη της χώρας.
Μετά από μία εκ βάθους οικονομική ανάλυση σε όσα στοιχεία έχουν εξεταστεί μέχρι σήμερα, και σε όσα έχουν γίνει γνωστά υπό το φως της δημοσιότητας και οδήγησαν στο κλείσιμο της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου, μπορεί εύκολα να εξαχθεί το συμπέρασμα ακόμα και από μη ειδικούς οικονομολόγους, ότι κανένα από αυτά δεν συνιστούσε συνεκτικό συστατικό στοιχείο του συνεταιριστικού χαρακτήρα της τράπεζας, που ως τέτοιο να αποτελεί ένα εγγενές τροχοπέδη αναστολής για την εκ νέου λειτουργία ενός τέτοιου φορέα. Καθώς τα κύρια προβλήματα που αντιμετώπισε το ίδρυμα και οδήγησαν την ΤτΕ να αποφασίσει το μοιραίο κλείσιμο για όλη την Δωδεκανησιακή κοινωνία, έγκεινται σε παράγοντες που εύκολα μπορούν να ξεπεραστούν ή και να αποτραπούν. Τα κυριότερα αίτια που αναφέρθηκαν για την αναστολή της αδείας της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου, σύμφωνα με την ΤτΕ, αφορούσαν στην εταιρική διακυβέρνηση που εφαρμοζόταν, την πιστοδοτική πολιτική, το δανειακό χαρτοφυλάκιο της, το σύστημα εσωτερικού ελέγχου, τη χαμηλή ρευστότητα, τις εποπτικές προβλέψεις επί των καταχωρημένων δανείων και τα στοιχεία του Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας (ΔΚΕ).
Παράγοντες δηλαδή που ανεξάρτητα σε ποιο βαθμό ο καθένας τους υπήρχε και επηρέασε, σε κάθε περίπτωση αναδεικνύουν ότι δεν είναι αθεράπευτοι και ανεπανόρθωτοι αλλά αντίθετα μπορούν να είναι πάντοτε προβλέψιμοι και αντιμετωπίσιμοι, εφόσον διασφαλίζονται βέβαια με νομικές απόλυτες καταστατικές δικλείδες και οι ουσιαστικές βάσεις μίας απόλυτα ορθολογικής διαχείρισης. Καταστατικές άλλωστε δικλείδες όχι μόνο για το σταθερά και ευλαβικά βιώσιμο ενός πιστωτικού ιδρύματος, αλλά και ως ρήτρες μέσω των οποίων δεν θα προβάλλονται μόνο διαδικαστικά νομιμοφανή εξωτερικά στοιχεία αλλά κυρίως τα εσωτερικά συνεκτικά στοιχεία και οι λειτουργικοί σκοποί που πρέπει αενάως και απροσώπως να υπηρετεί ένας συνεταιριστικός οργανισμός, στην κοινωνική διάσταση που οφείλει να έχει.
Πιο συγκεκριμένα, και άσχετα με τον αναγκαίο παραδειγματισμό μας από τα όποια «τραυματικά» προηγούμενα στη χώρα και στον ιδιαίτερο τόπο μας, με βάση τις σύγχρονες θεωρητικές κατευθύνσεις και εφαρμογές των συνεταιριστικών τραπεζικών θεσμών σε όλη την αναπτυγμένη Ευρώπη που θέλουμε να είμαστε πλήρη μέλη, από την συνθετική οπτική του οργανωτικού Ευρωπαϊκού Δημόσιου Δίκαιου και της εκτελεστικής Οικονομικής ανάλυσης του Συνεταιριστικού μοντέλου ανάπτυξης αξίζει να επισημανθούν, κατανοηθούν και να συνειδητοποιηθούν προς το ευρύτερο κοινό κάποια δομικά στοιχεία για την οποιαδήποτε νέα προοπτική.
Στον κανονισμό της Ε.Ε. 1435/2003 που αφορά το Καταστατικό Ευρωπαϊκής Συνεταιριστικής Εταιρείας, οι συνεταιρισμοί είναι οντότητες «με ιδιαίτερες λειτουργικές αρχές που είναι εντελώς διαφορετικές από εκείνες των άλλων οικονομικών φορέων. Σε αυτές περιλαμβάνονται η αρχή της δημοκρατικής διάρθρωσης και ελέγχου και η διανομή των καθαρών κερδών της οικονομικής χρήσης με βάση την ισότητα. …». Οι συνεταιρισμοί είναι μια ειδική μορφή επιχείρησης, της οποίας το επιχειρησιακό πρότυπο παρουσιάζει ουσιαστικά δομικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά, τα οποία είναι εντελώς διαφορετικά από εκείνα των επιχειρήσεων, των οποίων οι μετοχές διατίθενται δημόσια. Επομένως, θεωρείται αναπόφευκτο ότι οι συνεταιριστικές ιδιομορφίες θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη κατά την ανάπτυξη μελλοντικών πρωτοβουλιών στον τομέα της εταιρικής διακυβέρνησης.
Ενδεικτικά, το κίνητρο για την ιδιότητα μέλους προέρχεται κυρίως από τις υπηρεσίες που θα προσφέρονται από το συνεταιρισμό παρά από την απόδοση του κεφαλαίου που θα επενδύεται. Η παροχή συγκεκριμένων υπηρεσιών στα μέλη είναι ένας από τους κύριους λόγους για τη δημιουργία και τη λειτουργία των συνεταιρισμών. Άλλοι βέβαια στόχοι μπορούν να είναι η προώθηση της συμμετοχής των μελών στις οικονομικές δραστηριότητες, όπως π.χ. η δημιουργία των απαραίτητων οικονομιών κλίμακας για τα μεμονωμένα μέλη με τη συγκέντρωση των πόρων τους. Αυτή η επιδίωξη μπορεί να υπονοήσει ότι οι Συνεταιριστικές Τράπεζες δεν προσανατολίζονται στην κεφαλαιαγορά ή ότι η μεγιστοποίηση του κέρδους δεν είναι ο βασικός τους στόχος. Όμως, φυσικά ένας συνεταιρισμός δεν μπορεί να λειτουργήσει κάτω από το κόστος ή ακόμα και χωρίς οποιοδήποτε περιθώριο επενδυτικού κέρδους. Οι συνεταιρισμοί πρέπει να λειτουργούν επικερδώς και καινοτόμα για να επιβιώσουν αλλά με σημείο αναφοράς τις προτεραιότητες των μελών τους.
Κατά συνέπεια, η εταιρική διακυβέρνηση των συνεταιριστικών τραπεζών επικεντρώνεται λιγότερο στις οικονομικές αξιώσεις των μελών, αλλά εστιάζει κυρίως στην ικανοποίηση της απαίτησης για σωστές, άμεσες και πλήρεις υπηρεσίες ανταποκρινόμενες στις ιδιαίτερες ανάγκες της τοπικής αγοράς.
Ένα άλλο κύριο χαρακτηριστικό των συνεταιριστικών τραπεζών, το οποίο συνδέεται με τον τρόπο υλοποίησης των συγκεκριμένων συνεταιριστικών στόχων είναι ότι έχουν μέλη και όχι απλά μετόχους. Η θέση των συνεταιριστικών μελών είναι εντελώς διαφορετική από αυτή των μετόχων μιας εγγεγραμμένης ανώνυμης εταιρίας. Η ιδιότητα του μέλους στοχεύει στην δημιουργία μίας μακροπρόθεσμης συμμετοχικής σχέσης με την συνεταιριστική τράπεζα. Τα μέλη των συνεταιριστικών τραπεζών, συμμετέχουν γενικά στις δραστηριότητες της τράπεζας και ασκούν επιρροή μέσα από μια διπλή ιδιότητα «μέλους-επενδυτή» και «πελάτη-χρήστη». Συνεπώς, οι συνεταιριστικές τράπεζες πρέπει να είναι προσαρμοσμένες στις ανάγκες των μελών τους προωθώντας συγκεκριμένη πελατειακή πολιτική και παρέχοντας το δικαίωμα λόγου στα μέλη τους, στη χάραξη της επιχειρησιακής πολιτικής.
Τα δημοκρατικά ιδεώδη αποτελούν την ιδιότυπη βάση της εταιρικής διακυβέρνησης των συνεταιρισμών. Παρόλα αυτά, οι συνεταιρισμοί έχουν μια ειδική αντίληψη του δημοκρατικού μοντέλου. Ο κανόνας «ένα άτομο – μια ψήφος» παρέχει τη μέγιστη προστασία για τη δημοκρατική συμμετοχή όλων των μελών ενός συνεταιρισμού η οποία ωστόσο χρήζει ειδικότερων εγγυήσεων και καλόπιστης ευελιξίας ώστε να ανταπεξέλθει η συνεταιριστική τράπεζα στον ανταγωνισμό και την αποτελεσματική της συμμετοχή στην κοινή τραπεζική και συναλλακτική αγορά. Εξασφαλίζει τη δίκαιη αντιπροσώπευση των συμφερόντων όλων των μεμονωμένων μελών, τα οποία θα ήταν μειονότητα στις εγγεγραμμένες ανώνυμες εταιρίες όπου η εφαρμόζεται η αρχή «μία μετοχή – μία ψήφος». Δεδομένου ότι το δικαίωμα ψήφου δεν εξαρτάται από το ποσόν του επενδυμένου κεφαλαίου, δεν υπάρχουν μέτοχοι πλειοψηφίας που θα μπορούσαν να ελαττώσουν το βάρος της επίδρασης των άλλων ψήφων και με αυτόν τον τρόπο να περιορίσει τον έλεγχο της πλειοψηφίας των μελών. Έτσι, κατά τη λήψη επιχειρησιακών αποφάσεων οι Δ/ντές θα πρέπει να ικανοποιήσουν τις ανάγκες όσο το δυνατό περισσότερων μελών και στον ίδιο βαθμό, αναφερόμενοι απευθείας σε αυτούς.
Η δημοκρατική συμμετοχή των μελών στη γενική συνέλευση εξασφαλίζει μάλιστα αποτελεσματικά την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των μελών ως ιδιοκτητών και των συμβουλίων και διευθυντών ως διαχειριστών των συνεταιριστικών τραπεζών.Τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των συνεταιρισμών, που περιγράφονται ανωτέρω, δομικά αποτρέπουν πιθανές καταστάσεις σύγκρουσης συμφερόντων όσον αφορά τα εκτελεστικά όργανα και με αυτόν τον τρόπο ελέγχουν τις διοικητικές αποφάσεις αυτών. Ο κίνδυνος σύγκρουσης συμφερόντων είναι περιορισμένος εξαιτίας του μοντέλου «ένα άτομο- μία ψήφος» αλλά και της απαγόρευσης άντλησης βραχυπρόθεσμου κεφαλαιακού κέρδους, έχοντας ως μόνο στόχο τη συνεχή και μακροπρόθεσμη ανάπτυξη του συνεταιρισμού.
Στις συνεταιριστικές τράπεζες, υπάρχει και μια δεύτερη διάσταση της εταιρικής διακυβέρνησης αυτής του εθνικού συνεταιριστικού αποκεντρωμένου επενδυτικού τραπεζικού δικτύου. Στις περισσότερες μάλιστα ευρωπαϊκές χώρες, οι συνεταιριστικές τράπεζες οργανώνονται σε τραπεζικά δίκτυα, τα οποία αποτελούνται συνήθως από δύο-τρία επίπεδα περιλαμβάνοντας: τις τοπικές τράπεζες, τις περιφερειακές τράπεζες και τα εθνικά ιδρύματα, μεταξύ των οποίων και μια κεντρική τράπεζα.
Η εταιρική διακυβέρνηση (δομή ιδιοκτησίας και ανάθεσης εξουσιών) μέσα στο συνεταιριστικό δίκτυο είναι αντίστροφη από την αντίστοιχη των ομίλων ανωνύμων εταιριών. Η κεφαλαιακή δομή αυτών επιτρέπει στη μητρική εταιρεία να ελέγχει τις θυγατρικές της. Συνεπώς, η μητρική εταιρεία έχει το βέτο και ασκεί τον έλεγχο μέσα στον όμιλο. Αντίθετα στο συνεταιριστικό θεσμικό πλαίσιο η κατανομή εξουσίας και ελέγχου προέρχεται από τη βάση ώστε να εξασφαλίζεται ότι οι τοπικές ανάγκες λαμβάνονται υπόψη σε κάθε απόφαση πολιτικής που λαμβάνεται σε κεντρικό επίπεδο. Με το πρότυπο ιεραρχίας «αντίστροφων πυραμίδων», η βάση, σε τοπικό επίπεδο, εξουσιοδοτεί και ελέγχει τα ανώτερα όργανα. Τα μέλη των τοπικών τραπεζών εκλέγουν τα μέλη των διοικητικών οργάνων των δευτεροβάθμιων ή τριτοβάθμιων ιδρυμάτων, συμβάλλοντας στο εκδημοκρατισμό ενός κομβικού πυλώνα του εθνικού και ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος και επακόλουθα στην αναδιαμόρφωση των ευρύτερων κανόνων της χρηματοπιστωτικής αγοράς υπέρ των πολιτών και δυναμικότερων επενδυτών.
Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα Δωδεκάνησα έχουν ανάγκη από ένα δικό τους υγειές χρηματοπιστωτικό φορέα που θα μπορεί να προσαρμοστεί στα τοπικά δεδομένα και να στηρίξει έμπρακτα και με ασφάλεια όλα του τα μέλη αλλά κυρίως την ευρύτερη επιχειρηματική αγορά και εν γένει την κοινωνία. Αυτό μπορεί αποφασιστικά να υλοποιηθεί αξιοποιώντας το ήδη υφιστάμενο κανονιστικό πλαίσιο και την δυναμική της τοπικής αγοράς. Με μόνη ελπίδα, ότι διδασκόμενοι από το παρελθόν δύναται να αποφευχθούν τα όποια συγκυριακά ή μη σφάλματα και να μπορέσει ο οργανισμός να προσφέρει ουσιαστικά στην ανάπτυξη της περιοχής μας.
Όσον αφορά το χρονικό έναυσμα μίας νέας αρχής, καταδεικνύεται πως οι σημερινές προκλήσεις αποτελούν την ιδανικότερη αφορμή για την αναγέννηση της «δικής μας» νέας Τράπεζας καθώς όλοι ελπίζουμε ότι οι δύσκολες οικονομικές συγκυρίες έχουν σταδιακά έστω παρέλθει και πως η οικονομία της χώρας μπορεί να αρχίσει να σταθεροποιείται με αυτοπεποίθηση και τα Δωδεκάνησα οφείλουν πρώτα να προβούν στο επόμενο βήμα αποτελώντας πρότυπο για τον κινητήριο μοχλό της περιφερειακής ανάπτυξης της χώρας κάτω από ευρωπαϊκά σύγχρονα ιδεώδη και κανόνες. Θα το τολμήσουμε λοιπόν, ή υποτιμώντας τις πραγματικές μας δυνατότητες θα εθελοτυφλήσουμε και θα απολέσουμε μια τόσο σημαντική ευκαιρία για τον τόπο μας;

 

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

  • Ευθυμίου Ελυθέριοε    08.12.2018 19:51

    Για τη ΔΑΝΕ υπήρξαν κατηγορίες για τη Τράπεζα Δωδεκανήσου ποιες είναι οι κατηγορίες και οι ατασθαλίες…
    Το κλείσιμο της τράπεζας Δωδεκανήσου αποφασίστηκε κεντρικά για να σωθεί η Alfa Bank…
    Οι Ελλαδίτες θυσίασαν τη Τράπεζα Δωδεκανήσου για να δώσουν ανάσα πρόσκαιρη στην Alfa bank ….
    Χρέος όλων μας είναι να απαιτήσουμε την αναβίωση της τράπεζας Δωδεκανήσου και όχι να ιδρύσουμε νέα
    Με αυτή τη προοπτική οφείλουμε να δεσμεύσουν όλους όσους θα θελήσουν να ζητήσουν τη ψήφο μας στις προσεχείς εκλογές…
    Θα επανέλθω για να εκφράσω τις σκέψεις και απόψεις μου για τις διαδικασίες και τις πρωτοβουλίες που πρέπει να αναληφθούν…

  • Parasxos Paraskeyas    08.12.2018 15:52

    ΔΑΝΕ ναυτιλιακη λαικης βασης, ΤΡΑΠΕΖΑ συνεταιριστικη, γιατι δεν κανετε και μια αεροπορικη εταιρεια λαικης βασης να τριτωση ? Πηγαν καλα οι προηγουμενες ,θελουμε και αλλες

Σχολιασμός άρθρου