Ειδήσεις

Τουρισμός: Αντίδοτο στις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης η επέκταση της τουριστικής περιόδου

«Ανάχωμα» στις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης στον τουριστικό τομέα μπορεί να αποτελέσουν τόσο η επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου ως βασικό εργαλείο προσαρμογής που δημιουργεί ευκαιρίες όσο και η μετάβαση του τουριστικού τομέα σε ένα υπόδειγμα βιώσιμης και ανθεκτικής ανάπτυξης. Αυτό προτείνουν οι επιστήμονες που εκπόνησαν τη μελέτη για τις οικονομικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στον ελληνικό τουρισμό που έγινε για λογαριασμό του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ).

Ειδικότερα, η μελέτη υπολογίζει ότι οι απώλειες μπορεί να φτάσουν έως και τα 2,2 δισ. ευρώ ετησίως ενώ θα χάνονται περί τις 38.000 θέσεις πλήρους απασχόλησης τον χρόνο, με δεδομένο ότι η θερινή αιχμή σε παραδοσιακούς τουριστικούς προορισμούς της χώρας αναμένεται να συρρικνωθεί λόγω των ακραίων θερμοκρασιών που συνεπάγεται η κλιματική αλλαγή. Ωστόσο, με στοχευμένες παρεμβάσεις επιμήκυνσης της τουριστικής περιόδου και ανάπτυξης εναλλακτικών μορφών τουρισμού, είναι εφικτή η αντιστάθμιση των απωλειών και μια οριακή αύξηση του ΑΕΠ κατά 228 εκατ. ευρώ και 6.600 νέες θέσεις εργασίας ετησίως.

Κίνδυνος για τη βιωσιμότητα του ελληνικού τουρισμού
Η κλιματική αλλαγή και η αύξηση της συχνότητας εμφάνισης ακραίων καιρικών φαινόμενων αναδεικνύεται ως διαρθρωτική απειλή για την ελληνική οικονομία. Οι πιέσεις ενισχύονται επιπλέον και από τη διαρκή αύξηση της ζήτησης για το ελληνικό τουριστικό προϊόν. Κι αυτό διότι μπορεί μεν να ενισχύονται σημαντικά τα οικονομικά μεγέθη, ωστόσο η τουριστική δραστηριότητα συγκεντρώνεται κυρίως τους θερινούς μήνες γεγονός που επιφέρει σημαντικές επιπτώσεις στο παραγωγικό σύστημα, στις υποδομές και στο φυσικό περιβάλλον των περιοχών υποδοχής.

Η έντονη εποχικότητα, όπως και η γεωγραφική συγκέντρωση της τουριστικής δραστηριότητας οδηγούν στη διακοπτόμενη και μη σταθερή απασχόληση, στην ανεπάρκεια των υποδομών και των υπηρεσιών κατά τις περιόδους αιχμής, καθώς και στην άνιση κατανομή των οφελών σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο. Επιπλέον, όπως επισημαίνεται στη μελέτη «η ένταση της κλιματικής αλλαγής, που εκδηλώνεται μέσα από την αύξηση της μέσης θερμοκρασίας και της συχνότητας και έντασης των ακραίων κλιματικών φαινομένων μπορεί να περιορίσει τη βιωσιμότητα του ελληνικού τουρισμού, αλλοιώνοντας τα ποιοτικά του χαρακτηριστικά και κατ’ επέκταση τις αφίξεις και τις διαμονές στους τουριστικούς προορισμούς».

Μείωση διανυκτερεύσεων κατά 15,6%
Στο πλαίσιο της μελέτης, χρησιμοποιήθηκε ο Κλιματικός Δείκτης Τουρισμού (Tourism Climate Index – TCI) ο οποίος αποτελεί ένα διεθνώς αναγνωρισμένο εργαλείο αποτίμησης της καταλληλότητας του κλίματος για τουριστικές δραστηριότητες, λαμβάνοντας υπόψη παραμέτρους όπως η θερμοκρασία, η υγρασία, η ηλιοφάνεια, η βροχόπτωση και η ταχύτητα του ανέμου.

Οι μελετητές αξιοποιούν τα σενάρια πρόβλεψης της Τράπεζας της Ελλάδος, βασισμένα στον TCI, προκειμένου να εκτιμηθούν οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην εποχική κατανομή της τουριστικής ζήτησης. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα σενάρια, ορισμένες τουριστικές περιοχές της χώρας προβλέπεται να υποστούν σημαντική μείωση του TCI από υψηλά επίπεδα (TCI>80) σε οριακές κλιματικές συνθήκες (40<TCI<50) έως το 2070.

Όπως προέκυψε, η μείωση του TCI κατά 10 μονάδες το καλοκαίρι αναμένεται να περιορίσει τις διανυκτερεύσεις κατά 15,6%, ενώ αντίθετα αυτές αναμένεται να αυξηθούν όλες τις υπόλοιπες εποχές του χρόνου (10,7% την άνοιξη, 22,6% τον χειμώνα, και 27,8% το φθινόπωρο). Τα παραπάνω οδηγούν σε μείωση της συνολικής τουριστικής δαπάνης κατά 1,2 δισ. ευρώ το καλοκαίρι, και ενίσχυση κατά 1,5 δισ. ευρώ σε όλες τις υπόλοιπες εποχές.

Λαμβάνοντας υπόψη και τις πολλαπλασιαστικές επιδράσεις του τουρισμού με άλλους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, η μεταβολή στις κλιματικές συνθήκες στο συγκεκριμένο σενάριο μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια περίπου 2,2 δισ. ευρώ στο ελληνικό ΑΕΠ ανά έτος, με απώλεια περίπου 38.100 θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης και δημοσιονομικών εσόδων ύψους 306,7 εκατ. ευρώ.

Μάλιστα, σε επιμέρους περιοχές της Νότιας Ελλάδας οι επιπτώσεις μπορεί να είναι εντονότερες καθώς η μείωση του δείκτη TCI κατά τη θερινή περίοδο προβλέπεται σημαντικά εντονότερη, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Δυτική Πελοπόννησο όπου η εκτιμώμενη πτώση του TCI κατά τους καλοκαιρινούς μήνες αναμένεται να ξεπεράσει ακόμη και τις 15 μονάδες.

Κίνδυνοι αποεπενδύσεων
Η μείωση της ζήτησης για τουριστικό προϊόν, ιδίως κατά τη θερινή περίοδο, ενδέχεται να οδηγήσει σε μερική αδρανοποίηση υφιστάμενων τουριστικών υποδομών, περιορίζοντας τον βαθμό αξιοποίησης επενδυμένων κεφαλαίων και ασκώντας πτωτικές πιέσεις στις τιμές. Η συνακόλουθη μείωση των εσόδων, σε συνδυασμό με την αύξηση του λειτουργικού κινδύνου για τις τουριστικές επιχειρήσεις, μπορεί να οδηγήσει σε νέο κύκλο αποεπένδυσης και περαιτέρω συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας.

Τα ευρήματα της μελέτης εντείνουν την ανάγκη για στρατηγική επέκταση της τουριστικής περιόδου πέραν της θερινής αιχμής, με δεδομένο μάλιστα ότι, λόγω κλιματικής αλλαγής και ανόδου της θερμοκρασίας καθίσταται το κλίμα καταλληλότερο για τουρισμό και εκτός τουριστικής σεζόν. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ποσοτικής ανάλυσης, η ανακατανομή της τουριστικής ζήτησης εντός του έτους, αναμένεται να αντισταθμίσει πλήρως τις απώλειες που προβλέπονται για τη θερινή περίοδο, οδηγώντας ταυτόχρονα σε ήπια ενίσχυση των βασικών μακροοικονομικών μεγεθών. Ειδικότερα, εκτιμάται επιπλέον συμβολή της τάξης των 228 εκατ. ευρώ ετησίως στο ΑΕΠ, δημιουργία περίπου 6.600 θέσεων πλήρους απασχόλησης και ενίσχυση των δημοσιονομικών εσόδων κατά 53 εκατ. ευρώ.

Εναλλακτικές μορφές τουρισμού
Η επέκταση της τουριστικής περιόδου προϋποθέτει την ενίσχυση μορφών τουρισμού που παρουσιάζουν λιγότερο έντονη εποχικότητα και ενδεχομένως ηπιότερο περιβαλλοντικό αντίκτυπο. Σε αυτές συγκαταλέγονται ο πολιτιστικός, ο οικοτουρισμός, ο αθλητικός τουρισμός, ο τουρισμός πόλης (city break) και ο επαγγελματικός – συνεδριακός τουρισμός.

Κοινό χαρακτηριστικό των εναλλακτικών μορφών τουρισμού αποτελεί η δυνατότητά τους να αναπτυχθούν εντός του αστικού ή ημιαστικού ιστού και εκτός της θερινής αιχμής, συνεισφέροντας στην αποκλιμάκωση της τουριστικής πίεσης, στην καλύτερη αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού και στην ευρύτερη αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος.

Ο τουριστικός τομέας αποτελεί έναν από τους πλέον στρατηγικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας, συμβάλλοντας κατά περίπου 18% στο ΑΕΠ της χώρας και δημιουργώντας περισσότερες από 800.000 άμεσες και έμμεσες θέσεις εργασίας, λαμβάνοντας υπόψη και τις αλληλεπιδράσεις του με άλλους κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Η μελέτη του ΙΟΒΕ για τον τουρισμό εκπονήθηκε από τους Κωνσταντίνο Κόντο, Σύλβια Κουλούρη, Υακίνθη Πουντουράκη και τον Ηλία Ντεμιάν που είχε και τον συντονισμό της ερευνητικής ομάδας. Την επιστημονική επιμέλεια είχε ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ, καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Νίκος Βέττας.

Πηγή: ot.gr

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου