Ειδήσεις

ΙΤΕΠ – Πόσο κοστίζει ο πόλεμος στα ελληνικά ξενοδοχεία

Βαρίδι αποδεικνύεται για τον εγχώριο κλάδο η αύξηση του κόστους αγοράς τροφίμων και η ενέργεια. Αποκαλυπτική έρευνα του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων. Μείζον θέμα η έλλειψη προσωπικού.

Μεγάλο ήταν πλήγμα που δέχθηκαν τελικά οι ελληνικές ξενοδοχειακές επιχειρήσεις εξαιτίας της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία τον περασμένο Φεβρουάριο, με βάση τις επιπτώσεις σε επίπεδο κόστους λειτουργίας των μονάδων, όπως αυτές αποτυπώθηκαν σε έρευνα που εκπόνησε το Ινστιτούτο Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ) για λογαριασμό του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΞΕΕ).

Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, μέρος της οποίας παρουσιάστηκε στο πλαίσιο της 10ης Γενικής Συνέλευσης του ΞΕΕ, το κόστος της αγοράς τροφίμων – ποτών και το κόστος της ενέργειας την περίοδο έναρξης της πολεμικής σύγκρουσης μεταξύ των δύο χωρών αντιστοιχούσαν σε ποσοστό πάνω από το 50% του τζίρου των ξενοδοχείων.

Σύμφωνα με την έρευνα συγκυρίας του ΙΤΕΠ, το κόστος αγοράς τροφίμων και ποτών ως μέσο ποσοστό επί του τζίρου των ξενοδοχείων διαμορφώθηκε στο 17,5%, αυξημένο κατά 23,9% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, τη στιγμή που το κόστος της ενέργειας (ηλεκτρικό, καύσιμα) ως ποσοστό επί του τζίρου των ανοικτών ξενοδοχείων το τρίμηνο Δεκεμβρίου 2021 – Φεβρουαρίου 2022 ανήλθε σε 37% από 18,7%.

Την ίδια στιγμή, το ΙΤΕΠ σε διαφορετική μελέτη του σκιαγράφησε την επιβάρυνση που είχαν τα ξενοδοχεία σε επίπεδο λειτουργίας εξαιτίας του πληθωρισμού, που συμπαρέσυρε και τις τιμές τροφίμων και ειδών πρώτης ανάγκης, και του υψηλού ενεργειακού κόστους. Συγκεκριμένα, η μεταβολή κόστους ενέργειας τον περασμένο Οκτώβριο διαμορφώθηκε στο συν 102,1% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2019, τη στιγμή που η αντίστοιχη αύξηση σε επίπεδο αγοράς προϊόντων έφτασε στο ανώτατο όριό της τον Αύγουστο και διαμορφώθηκε στο 45,8% συγκριτικά με τον Αύγουστο του 2019.

Σύμφωνα με στοιχεία του ΙΤΕΠ, το κόστος ενέργειας τον Ιούνιο του 2022 σημείωσε άνοδο 52,4% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2019, ενισχύθηκε περαιτέρω τον Ιούλιο και διαμορφώθηκε στο 56,9% για να αυξηθεί περαιτέρω στο 94,3% τον Αύγουστο. Τον Σεπτέμβριο η μεταβολή του κόστους ενέργειας έφτασε στο 100,2% για να κλείσει στον Οκτώβριο στο συν 102,1% σε σχέση με το 2019.

Ως προς τη μεταβολή του κόστους αγοράς προϊόντων, καταγράφηκε άνοδος 34,9% τον Ιούνιο σε σχέση με το 2019, για να ενισχυθεί περαιτέρω στο 36% τον Ιούλιο και να φτάσει στο peak, στο 45,8%, τον Αύγουστο. Το δίμηνο Σεπτεμβρίου – Οκτωβρίου το ενεργειακό κόστος αποκλιμακώθηκε κατάτι και διαμορφώθηκε στο 43,3% τον Σεπτέμβριο και στο 41,2% τον Οκτώβριο.

Η έλλειψη προσωπικού
Μείζον θέμα για την εύρυθμη λειτουργία των ξενοδοχείων ήταν και κατά τη φετινή σεζόν η απουσία προσωπικού. Ως προς την έλλειψη εργαζομένων, λοιπόν, σύμφωνα με έρευνα του ΙΤΕΠ, το 23% του οργανογράμματος ενός ξενοδοχείου παρέμεινε κενό, με τον συνολικό αριθμό των θέσεων απασχόλησης που δεν καλύφθηκαν να ανέρχεται σε 60.225.

Πάντως, τα ξενοδοχεία τη φετινή τουριστική σεζόν κατάφεραν να προσεγγίσουν τουλάχιστον σε επίπεδο πληρότητας τα επίπεδα του 2019. Στην κατεύθυνση αυτή, με βάση στα στοιχεία που προέκυψαν από έρευνα του ΙΤΕΠ για το διάστημα από τον Μάιο έως και τον Οκτώβριο, η μέση πληρότητα στα ανοιχτά ξενοδοχεία από 49,1% τον Μάιο έφτασε στο peak της τον Αύγουστο, στο 86,5%, για να διαμορφωθεί τον Οκτώβριο στο 53%. Δυνατοί μήνα για τις επιχειρήσεις ήταν επίσης ο Ιούλιος και ο Σεπτέμβριος, για τους οποίους καταγράφηκε πληρότητα 81,2% και 76,9% αντίστοιχα.

Αντίστοιχα, η μέση τιμή διάθεσης δίκλινου δωματίου τον Αύγουστο, στην αιχμή της σεζόν, έφτασε στα 136 ευρώ από 82 ευρώ τον Μάιο και 131 ευρώ τον Ιούλιο για να μειωθεί στα 108 ευρώ τον Σεπτέμβριο και να φτάσει στα 89 ευρώ τον Οκτώβριο. Την ίδια στιγμή, πάντως, το 75% των ξενοδόχων που διατηρούν μονάδες 1 και 2 αστεριών δήλωσε ότι επιθυμεί ή/και προτίθεται να προβεί σε αναβάθμιση του καταλύματός του σε ανώτερη κατηγορία.

Ιδιαίτερης σημασίας αποδείχθηκε και η σύνδεση του ξενοδοχειακού κλάδου με τον πρωτογενή τομέα. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, το 88% της συνολικής δαπάνης για προμήθεια τροφίμων και ποτών προορίζεται για ελληνικά προϊόντα και τo 36% κατευθύνεται σε προμήθειες από την τοπική αγορά (εντός νομού) και το 52% σε προϊόντα από την υπόλοιπη χώρα.

Πηγή euro2day.gr

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου