Ο κατηγορούμενος αρνήθηκε την κατοχή αρχαίων αντικειμένων και ισχυρίστηκε ότι παραπλάνησε τον συγκατηγορούμενό του δείχνοντάς του φωτογραφίες από μουσεία, για να του αποσπάσει χρήματα λόγω της εξάρτησής του από ναρκωτικές ουσίες
Ελεύθερος αφέθηκε, με ομόφωνη απόφαση της Ανακρίτριας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης και του Εισαγγελέως Υπηρεσίας, ο 50χρονος Ροδίτης, ο οποίος συνελήφθη πρόσφατα στο πλαίσιο μεγάλης αστυνομικής επιχείρησης για την εξάρθρωση δύο οργανωμένων κυκλωμάτων αρχαιοκαπηλίας με δράση στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Μετά την απολογία του, του επιβλήθηκαν οι περιοριστικοί όροι της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα και της υποχρεωτικής εμφάνισης μία φορά κάθε μήνα στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής του.
Κατά την απολογία του, ο κατηγορούμενος αρνήθηκε κάθε κατηγορία για κατοχή ή διακίνηση αρχαίων αντικειμένων. Υποστήριξε πως ουδέποτε είχε στην κατοχή του αρχαία νομίσματα και απέδωσε την εμπλοκή του στην υπόθεση σε δικές του ενέργειες που είχαν ως σκοπό την εξαπάτηση του συγκατηγορούμενού του. Όπως ανέφερε, λόγω της τοξικοεξάρτησής του, προσπάθησε να αποσπάσει χρήματα ισχυριζόμενος ότι μπορούσε να μεσολαβήσει για την πώληση αρχαιοτήτων. Παραδέχθηκε μάλιστα ότι οι φωτογραφίες των αρχαίων νομισμάτων που του είχε επιδείξει, προέρχονταν από υλικό μουσείου, τις οποίες παρουσίασε ως γνήσια εμπορεύσιμα αντικείμενα, χωρίς ποτέ να διαθέτει τα ίδια τα αντικείμενα.
Η σύλληψη στο πλαίσιο μεγάλης αστυνομικής επιχείρησης
Η υπόθεση που οδήγησε τον 50χρονο ξανά ενώπιον της Δικαιοσύνης συνδέεται με την πρόσφατη εξάρθρωση δύο εγκληματικών οργανώσεων που είχαν αναπτύξει πολύπλευρη δράση στον τομέα της παράνομης διακίνησης αρχαιοτήτων. Η επιχείρηση, που πραγματοποιήθηκε ταυτόχρονα σε είκοσι διαφορετικές περιοχές της χώρας αλλά και στο Μόναχο, αποτέλεσε καρπό μακρόχρονης έρευνας των ελληνικών και διεθνών αρχών.
Ο 50χρονος εντοπίστηκε στη Ρόδο και συνελήφθη έπειτα από σχετική εισαγγελική παραγγελία. Στο σπίτι του στην περιοχή Αφάντου πραγματοποιήθηκε έρευνα από την ΕΛ.ΑΣ.. Σύμφωνα με την αστυνομία, το ανακριτικό υλικό περιλάμβανε φωτογραφίες αρχαιολογικών αντικειμένων και αποτυπώσεις συνομιλιών που καταδεικνύουν εμπλοκή του κατηγορούμενου σε συναλλαγές σχετικές με αρχαιότητες.
Οι διωκτικές αρχές φέρεται να είχαν τον 50χρονο υπό παρακολούθηση λόγω της προγενέστερης εμπλοκής του σε υποθέσεις αρχαιοκαπηλίας. Σύμφωνα με την ΕΛ.ΑΣ., είχε και πάλι αναλάβει ρόλο μεσάζοντα, φέρνοντας σε επαφή ενδιαφερόμενους αγοραστές με προμηθευτές παράνομων αρχαιολογικών ευρημάτων. Το κύκλωμα στο οποίο φέρεται να συμμετείχε αριθμούσε συνολικά 36 μέλη, από τα οποία τα 32 συνελήφθησαν στην Ελλάδα.
Οι οργανώσεις λειτουργούσαν με αυστηρή ιεραρχική δομή και παρουσία στο εξωτερικό, κυρίως σε οίκους δημοπρασιών στη Γερμανία και στις ΗΠΑ. Οι συνομιλίες μεταξύ των εμπλεκομένων γίνονταν με χρήση κωδικοποιημένων λέξεων, ενώ η μεταφορά των αντικειμένων πραγματοποιούνταν με ειδικά διαμορφωμένα οχήματα.
Η προηγούμενη υπόθεση και η απόφαση του Εφετείου Πατρών
Την ίδια εβδομάδα, και συγκεκριμένα την Παρασκευή, ο ίδιος κατηγορούμενος παρουσιάστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών, για παλαιότερη υπόθεση στην οποία είχε εμπλακεί πριν από σχεδόν μία δεκαετία. Η υπόθεση αφορούσε δικογραφία που είχε σχηματιστεί το 2015, στην οποία εμφανιζόταν να έχει εμπλοκή σε κύκλωμα με 93 καταγεγραμμένες λαθρανασκαφές και διακίνηση αντικειμένων αρχαιολογικής σημασίας.
Κατά τη διάρκεια της δίκης, ο 50χρονος είχε αρνηθεί οποιαδήποτε συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, υποστηρίζοντας ότι ενεργούσε κατ’ εντολήν τρίτων και πως οι επαφές του αφορούσαν απλώς εξυπηρετήσεις γνωστών του.
Το δικαστήριο τον έκρινε τελικώς αθώο για το αδίκημα της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση, καταδικάζοντάς τον όμως σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών, με τριετή αναστολή, για άλλες επιμέρους πράξεις.
Ως συνήγορος του παρίσταται ο δικηγόρος κ. Μανώλης Βλάχος.
Παλαιό υπόβαθρο και γνώριμος των διωκτικών αρχών
Ο 50χρονος, γεννημένος στη Γερμανία, κατοικεί μόνιμα στη Ρόδο εργαζόταν ως οδηγός ταξί. Ωστόσο, είναι ήδη γνωστός στις αρχές για την εμπλοκή του σε υποθέσεις που σχετίζονται με την παράνομη διακίνηση αρχαιοτήτων. Η πρώτη σοβαρή έρευνα εις βάρος του είχε πραγματοποιηθεί πριν από δέκα περίπου χρόνια, όταν φέρεται να είχε διαμεσολαβήσει στην απόπειρα πώλησης αρχαίων νομισμάτων και χρυσών αντικειμένων μεγάλης αρχαιολογικής αξίας.
Κατά τις τότε έρευνες είχε διαπιστωθεί ότι οι συναλλαγές γίνονταν με τη χρήση «νεκρών» τηλεφωνικών αριθμών, οι οποίοι ενεργοποιούνταν προσωρινά και χρησιμοποιούνταν μόνο για προκαθορισμένες επικοινωνίες. Οι συναντήσεις γίνονταν σε απομονωμένα σημεία της Ρόδου και της ηπειρωτικής Ελλάδας. Το ίδιο οργανωτικό μοντέλο διαφαίνεται και από την πρόσφατη υπόθεση, με τον 50χρονο να επανεμφανίζεται ως μεσάζων, χωρίς να είναι αυτός ο κάτοχος των αντικειμένων αλλά φερόμενος ως διαπραγματευτής.
Συνεχίζονται οι έρευνες για τα διεθνή σκέλη
Η υπόθεση θεωρείται από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις εξάρθρωσης κυκλωμάτων αρχαιοκαπηλίας των τελευταίων δεκαετιών. Οι αρχές δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην παρακολούθηση των χρηματοροών και στη χαρτογράφηση του τελικού προορισμού των αρχαιολογικών αντικειμένων, με στόχο την αποκάλυψη συνεργατών του κυκλώματος σε διεθνές επίπεδο.
Προτεραιότητα για τις ελληνικές διωκτικές αρχές αποτελεί ο εντοπισμός φυσικών προσώπων στο εξωτερικό –κυρίως δημοπρατών, διαμεσολαβητών και συλλεκτών– που φέρονται να γνώριζαν την παράνομη προέλευση των αρχαιοτήτων και να συμμετείχαν στο ξέπλυμα των πολιτιστικών αγαθών. Τα αρχαιολογικά ευρήματα που κατασχέθηκαν έχουν παραδοθεί στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης, προκειμένου να ελεγχθούν και να αξιολογηθούν ως προς την προέλευση, την ηλικία και την πολιτιστική τους σημασία.
Η υπόθεση του 50χρονου Ροδίτη δεν κλείνει με την απολογία και την προσωρινή του απελευθέρωση. Οι αρχές συνεχίζουν τις έρευνες, και η τελική εκδίκαση αναμένεται να ρίξει φως σε μια υπόθεση που αποκαλύπτει τα κενά, αλλά και τις αντοχές, της ελληνικής πολιτείας στην προστασία της πολιτιστικής της κληρονομιάς.