• Μια καλά οργανωμένη τηλεφωνική απάτη μέσω διαδικτυακής εφαρμογής στέρησε από ηλικιωμένη γυναίκα χρυσά κοσμήματα μεγάλης συναισθηματικής και οικονομικής αξίας • Οι αρχές διερευνούν τη δράση κυκλώματος που δρα μεθοδικά στο νησί
Το μεσημέρι της 20ής Οκτωβρίου 2025, μία 76χρονη συνταξιούχος από την Ιαλυσό Ρόδου έπεσε θύμα τηλεφωνικής απάτης που έφερε τα χαρακτηριστικά μιας μεθοδικά σχεδιασμένης εγκληματικής ενέργειας.
Η γυναίκα, ελληνικής υπηκοότητας, δέχθηκε τηλεφωνική κλήση μέσω της εφαρμογής Viber. Ο άγνωστος άνδρας στην άλλη άκρη της γραμμής προσποιήθηκε τον λογιστή της, επικαλούμενος την ανάγκη «καταγραφής» των κοσμημάτων της, ένα τέχνασμα που στοχεύει στη δημιουργία εμπιστοσύνης και σύγχυσης.
Η δράση του φερόμενου ως απατεώνα ήταν τόσο πειστική που κατάφερε να οδηγήσει την ανυποψίαστη γυναίκα σε προσωπική συνάντηση. Κατόπιν τηλεφωνικής συνεννόησης, η 76χρονη μετέβη έξω από τον ιερό ναό Αγίου Νικολάου στην Ιαλυσό, επί της οδού Δημοκρατίας, όπου παρέδωσε σε έναν άγνωστο άνδρα μια λευκή σακούλα που περιείχε ένα μπλε βελούδινο κουτί γεμάτο με τα χρυσαφικά της.
Ο δράστης παρέλαβε τα κοσμήματα, έφυγε πεζός και εξαφανίστηκε χωρίς να αφήσει ίχνη. Η γυναίκα αντιλήφθηκε την απάτη λίγη ώρα αργότερα, όταν προσπάθησε να επικοινωνήσει ξανά με τον λογιστή της και διαπίστωσε ότι είχε εξαπατηθεί.
Τα κοσμήματα που χάθηκαν
Το κουτί περιείχε πολύτιμα αντικείμενα μεγάλης οικονομικής και συναισθηματικής αξίας. Συγκεκριμένα: δύο χρυσούς σταυρούς, ένα μενταγιόν, δύο αλυσίδες, ένα κολιέ με σύμβολο καρδιάς, δύο ακόμη κολιέ, δύο βέρες, δύο δαχτυλίδια, ένα πλήρες σετ κοσμημάτων που αποτελούνταν από κολιέ, βραχιόλι, σκουλαρίκια και δαχτυλίδι, επιπλέον ένα βραχιόλι, μία χρυσή λίρα και μία χρυσή καρφίτσα. Η συνολική εκτιμώμενη αξία τους φθάνει περίπου τις 7.000 ευρώ.
Πέρα όμως από το χρηματικό μέγεθος, τα κοσμήματα αυτά αντιπροσώπευαν αναμνήσεις μιας ολόκληρης ζωής, οικογενειακά ενθύμια που είχαν περάσει από γενιά σε γενιά.
Οι καταθέσεις και η πορεία της έρευνας
Η 76χρονη κατέθεσε μήνυση κατά αγνώστων δραστών στο τοπικό αστυνομικό τμήμα Ρόδου, όπου περιέγραψε με λεπτομέρειες το περιστατικό. Οι αστυνομικές αρχές έχουν ήδη κινητοποιηθεί για τη διερεύνηση του τηλεφωνικού αριθμού και την ταυτοποίηση του δράστη, ενώ δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο συμμετοχής οργανωμένου κυκλώματος που δρα πανελλαδικά με παρόμοιες μεθόδους.
Παρόμοια περιστατικά έχουν καταγραφεί σε διάφορες περιοχές της χώρας, όπου οι απατεώνες χρησιμοποιούν εφαρμογές διαδικτυακής επικοινωνίας όπως το Viber και το WhatsApp, εκμεταλλευόμενοι την έλλειψη τεχνολογικής εξοικείωσης των ηλικιωμένων και την τάση τους να εμπιστεύονται πρόσωπα που εμφανίζονται ως «γνωστοί επαγγελματίες» ή συγγενείς.
Οι αρχές έχουν ζητήσει από το κοινό να επιδεικνύει ιδιαίτερη προσοχή σε παρόμοιες επικοινωνίες, να μην παραδίδει χρήματα ή αντικείμενα σε αγνώστους και να επικοινωνεί πάντα απευθείας με τα πρόσωπα που φέρονται να εμπλέκονται πριν προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια.
Η υπόθεση της Ιαλυσού εντάσσεται σε ένα αυξανόμενο κύμα απάτης που αξιοποιεί τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας για να εκμεταλλευτεί τα πιο ευάλωτα κοινωνικά στρώματα. Οι απατεώνες χρησιμοποιούν πειστικά σενάρια που βασίζονται στην ψυχολογία του θύματος: φόβος, εμπιστοσύνη, σύγχυση και πίεση χρόνου.
Ειδικοί στον κυβερνοέγκλημα τονίζουν ότι τέτοιες υποθέσεις απαιτούν συνδυασμό τεχνολογικής ιχνηλάτησης και κοινωνικής πρόληψης, ενώ επισημαίνουν πως οι ηλικιωμένοι πρέπει να ενημερώνονται τακτικά από συγγενείς και αρχές για τις νέες μεθόδους εξαπάτησης.
Πέρα από τα τεχνικά στοιχεία της υπόθεσης, η ιστορία της 76χρονης συνταξιούχου αποτελεί μια ανθρώπινη τραγωδία μικρής κλίμακας, που αποτυπώνει την ψυχρότητα με την οποία οι δράστες στοχεύουν στους πλέον ανυπεράσπιστους.
Η εμπιστοσύνη, που άλλοτε θεωρούνταν θεμέλιο των κοινωνικών σχέσεων, μετατρέπεται σε εργαλείο εκμετάλλευσης από αδίστακτους ανθρώπους που δρουν μεθοδικά και ψυχρά.