Ειδήσεις

Πόσο ελληνικός είναι ο «ελληνικός τουρισμός»;

του Αλέξανδρου Αγγελόπουλου

Θα ξεκινήσω επισημαίνοντας ότι δεν συμφωνώ με τις διθυραμβικές δηλώσεις περί αύξησης του τουριστικού ρεύματος στη χώρα μας, πρώτον γιατί στερούνται ποιοτικής ανάλυσης και άρα είναι εντελώς αναξιόπιστες, και δεύτερον γιατί δεν διασταυρώνονται επαρκώς, δεν επιμερίζονται και δεν καταλήγουν σε ασφαλή συμπεράσματα για το τελικό οικονομικό όφελος από την τουριστική δραστηριότητα στο σύνολο της χώρας.
Πλην της πολύπαθης Αθήνας και μικρών εξαιρέσεων, πληγήκαμε ανεπανόρθωτα.
Ο χειμώνας αναμένεται θερμός.
Η εισαγωγή αυτή κρίνεται απαραίτητη αν σκεφτεί κανείς ότι η «κτηνοτροφικής λογικής» καταμέτρηση ταιριάζει μεν απόλυτα στο μοντέλο που έχει υιοθετήσει η χώρα και ασπαστεί η προηγούμενη ηγεσία του υπουργείου, αλλά στερείται οράματος και πλάνου, όπως στερείται και ποιοτικών χαρακτηριστικών που κρίνονται απαραίτητα στη διαμόρφωση πολιτικής.
Πού είναι λοιπόν η Ελλάδα σε όλο αυτό και πώς την επαναφέρουμε στο προσκήνιο;
Ας τα πάρουμε με τη σειρά.
1. Το 2015 ήταν χρονιά ρεκόρ σε ότι αφορά τις προσφορές τιμής. Σε πολλές περιπτώσεις το κόστος φιλοξενίας των επισκεπτών μας ήταν υπερδιπλάσιο της τιμής πώλησης. Θυμίζει μεταναστευτικό περιορισμένης χρονικής διάρκειας. Ήρθαν για την τιμή, όχι για την Ελλάδα.
2. Ακόμη και σήμερα δεν έχει γίνει καταγραφή του αποτυπώματος της τουριστικής οικονομίας στην εθνική. Πόσοι κλάδου επηρεάστηκαν; Πώς; Τι άλλαξε στον τρόπο που βλέπουμε και αντιμετωπίζουμε τον κλάδο; Πόση σημασία δίνεται στην προστιθέμενη αξία του τουρισμού στην εθνική οικονομία; Πώς αλληλεπιδρά ο τουρισμός με τους λοιπούς κλάδους της οικονομίας; Εν συντομία, αν και οφείλουμε να αφήσουμε τις απαντήσεις για τον αναγνώστη, δεν μπορούμε ή δεν έχουμε απαντήσει στα παραπάνω. Πολύ περισσότερο που οι απαντήσεις διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή και από περίοδο σε περίοδο.
3. Ο αθάνατος και απόλυτα απαραίτητος πρωτογενής τομέας είναι στο επίκεντρο κάθε συζήτησης για εξαγωγές, αλλά δεν συνδέεται επαρκώς με τον τουρισμό, που είναι η κυρία εξαγωγική μας δραστηριότητα. Αποτέλεσμα είναι να μην παράγουμε ούτε αρκετά, ούτε με πρόγραμμα, ούτε τελικά με τρόπο τέτοιο που να διατηρεί το ισοζύγιο εισαγωγών- εξαγωγών σε υγιές επίπεδο.
Για να το εξηγήσουμε περαιτέρω: Για τουλάχιστον ένα εξάμηνο η χώρα υποδέχεται περίπου δύο φορές τον πληθυσμό της σε επισκέπτες. Για να συντηρήσουμε το μοντέλο φιλοξενίας μας εισάγουμε πρώτες ύλες σε ποσοστό που ξεπερνάει το 50% (δεν έχει καταγραφεί λεπτομερώς) των αναγκών μας. Απαιτείται μια σύνθετη φόρμουλα για να αποδείξει κάποιος ότι το τουριστικό μοντέλο συνεισφέρει στο σύνολο της οικονομίας, χωρίς διαρροές προερχόμενες από εισαγωγές που γίνονται για να εξυπηρετηθούν οι επισκέπτες της χώρας. Μήπως οφείλουμε να αυξήσουμε τα εγχώρια παραγόμενα;
4. Τα πολιτιστικά, πολιτισμικά και αποκλειστικά μας χαρακτηριστικά χάνονται στην ποσοτικοποίηση του τουρισμού μας.
Ανεπίτρεπτο!
Έπρεπε και πρέπει να συνδεθούν με ένα μοντέλο φιλοξενίας που να είναι στη βάση του ελληνικό. Οφείλουμε να κάτσουμε στο ίδιο τραπέζι με καλλιτέχνες, ιστορικούς, στοχαστές, γιατρούς, αλλά και τη νέα γενιά και να δώσουμε στον κόσμο έναν ελληνικό τουρισμό.
5. Η απασχόληση φεύγει από τα ελληνικά χέρια και πηγαίνει στα φτηνότερα. Μα και η τουριστική εκπαίδευση δεν υποστηρίζεται. Τότε για ποιον δουλεύει αυτό το μοντέλο για το οποίο είμαστε τόσο περήφανοι;
Με 30% ανεργία, η χώρα έπρεπε να στραφεί στα μοντέλα απασχόλησης που έχουν παρόν και μέλλον και να αναδείξει τις ευκαιρίες απασχόλησης σε κλάδους που, εν πρώτης, μπορεί να μην μοιάζουν τόσο «σέξι» όσο οι νέες τεχνολογίες, αλλά που, εν τέλει, συντηρούν ένα εξαιρετικό μοντέλο ευημερίας και καταπολεμούν στη ρίζα του το μοντέλο του πλουτισμού. Ο τουρισμός μπορεί να απασχολήσει άμεσα και έμμεσα πάνω από το 25% της παραγωγικής Ελλάδας, τροφοδοτώντας και τροφοδοτούμενος από πλείστους άλλους τομείς της οικονομίας.
Ξυλουργοί, τεχνικοί δικτύων, για παράδειγμα, είναι όλοι, εν γνώσει ή εν αγνοία τους, μέρος της τουριστικής αλυσίδας.
6. Τέλος, τα φυσικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας είναι μοναδικά.
Χωρίς την ελληνική φύση, δεν υπάρχει ελληνικός τουρισμός.
Συνεχίζουμε, πάραυτα, να “βιάζουμε” τη χώρα μας και να την εγκαταλείπουμε.
Διπλό έγκλημα.
Αλόγιστη σπατάλη φυσικής ενέργειας, εγκληματική διαχείριση απορριμμάτων, πολεοδομική αναρχία και αρχιτεκτονική ασυδοσία οδηγούν τη χώρα σε ξεγύμνωμα της Ελλάδας από εκείνα τα συνθετικά της που την κάνουν μοναδική, όμορφη και πλούσια, μέσα ή έξω από το ευρώ.
Ο ελληνικός τουρισμός κάποτε λεγόταν φιλοξενία, ήταν δικός μας και είχε εμάς στο κέντρο.
Χρέος μας να γυρίσουμε στα πρότυπα της φιλοξενίας και μιας ελληνικής οικονομίας που τη χρειάζεται γιατί είναι ο συνδετικός της κρίκος.

(*) Το άρθρο του Αλέξανδρου Αγγελόπουλου δημοσιεύτηκε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου