• Το αποτέλεσμα της δίκης θα επαναπροσδιορίσει το εκλογικό τοπίο στην τοπική αυτοδιοίκηση • Η Ολομέλεια καλείται να αποφανθεί για την τύχη υποψηφιοτήτων με συμβατικές σχέσεις με ΟΤΑ • Τι κρίνεται, τι προτείνει η μειοψηφία, γιατί η απόφαση θα έχει επιπτώσεις σε όλη τη χώρα
Η υπόθεση του πρώην χωρικού αντιδημάρχου Ιαλυσού Ανδρέα Κόγγου φέρνει στην επιφάνεια ένα εκρηκτικό μείγμα νομιμότητας, συνταγματικών δικαιωμάτων και θεσμικής σταθερότητας. Μετά την απόφαση του Γ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας (Α1086/2025), το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της χώρας μεταφέρει την κρίση στην Ολομέλεια. Πέρα από την προσωπική έκβαση για τον ίδιο τον κ. Κόγγο, διακυβεύεται η συνταγματικότητα του άρθρου 10 του ν. 4804/2021, η ερμηνεία της έννοιας της «σε ισχύ» σύμβασης και η διάρκεια ενστάσεων που σχετίζονται με την εκλογιμότητα.
Αυτό δεν είναι απλώς ένα νομικό μπρα-ντε-φερ. Είναι η κορυφή ενός παγόβουνου που αγγίζει κάθε υποψήφιο στις τοπικές εκλογές, κάθε πολίτη με πολιτικές φιλοδοξίες και κάθε θεσμό που διαχειρίζεται τη δημοκρατική εκπροσώπηση στους δήμους.
Η υπόθεση: Το χρονικό της προσφυγής
Ο Ανδρέας Κόγγος, εξελέγη το 2023 ως δεύτερος σε ψήφους δημοτικός σύμβουλος Ιαλυσού με την παράταξη «ΕΝΑ – Ενωμένοι Αλλάζουμε – Μαζί για τη Ρόδο». Η εκλογή του ωστόσο δεν μακροημέρευσε. Η κ. Γιαντσίδου Κρυστάλλω του Παναγιώτη προσέβαλε το εκλογικό αποτέλεσμα και το Διοικητικό Πρωτοδικείο Ρόδου έκρινε ότι ο Κόγγος είχε κώλυμα εκλογιμότητας λόγω της επιχειρηματικής του σχέσης με τον Δήμο Ρόδου και συνδεδεμένα νομικά πρόσωπα.
Η εταιρεία στην οποία ήταν διαχειριστής είχε συναλλαγές με αξία άνω των 10.000 ευρώ το έτος των εκλογών – ποσό που υπερβαίνει το όριο που θέτει ο νόμος.
Η έννοια της «σε ισχύ» σύμβασης βρέθηκε στον πυρήνα της απόφασης. Το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, παρότι οι υπηρεσίες είχαν ολοκληρωθεί, η σύμβαση δεν είχε θεωρηθεί λήξασα επειδή η πληρωμή και ο διοικητικός τερματισμός επήλθαν εντός του 2023.
Οι νομικές αιχμές του Κόγγου
Ο αναιρεσείων απαντά με πολυμέτωπη νομική επιχειρηματολογία:
-Ερμηνεία της «σε ισχύ» σύμβασης: Υποστηρίζει ότι η υλοποίηση της παροχής συνιστά το ουσιαστικό τέλος της συμβατικής σχέσης, ανεξαρτήτως της λογιστικής ή γραφειοκρατικής πληρωμής. Οτιδήποτε άλλο είναι τεχνητό και τιμωρητικό.
-Αρχή της αναλογικότητας: Το κώλυμα, όπως εφαρμόζεται, οδηγεί σε αδικαιολόγητη αποστέρηση πολιτικών δικαιωμάτων χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η βαρύτητα της σχέσης.
-Ισότητα όπλων: Η συμμετοχή σε νομικά πρόσωπα του Δήμου – χωρίς καθοριστική επιρροή – δεν μπορεί να ισοδυναμεί με άμεση σύμβαση με τον ίδιο τον Δήμο.
Το νομοθετικό και θεσμικό διακύβευμα
Το άρθρο 10 του ν. 4804/2021 επιδιώκει να αποκόψει δεσμούς οικονομικής εξάρτησης μεταξύ υποψηφίων και Δήμων, ώστε να προληφθεί η διαπλοκή. Ωστόσο, η εφαρμογή του έχει δημιουργήσει ένα νομικό και πολιτικό αδιέξοδο:
• Υποψήφιοι αποκλείονται για ελάσσονος σημασίας συμβάσεις.
• Οι δικαστικές κρίσεις συχνά λαμβάνουν χώρα μήνες ή και χρόνια μετά τις εκλογές.
• Η πολιτική βούληση του εκλογικού σώματος ακυρώνεται αναδρομικά, οδηγώντας σε αβεβαιότητα και αποσταθεροποίηση.
Το νέο σκέλος της υπόθεσης: Η ερμηνεία του άρθρου 248
Πέρα από την ουσία της οικονομικής σχέσης, η απόφαση 1086/2025 ανοίγει ένα δεύτερο κρίσιμο πεδίο: Μπορεί κάποιος να ασκήσει ένσταση για το κώλυμα εκλογιμότητας σε οποιοδήποτε σημείο εντός της πενταετίας;
Η κρατήσασα άποψη στο Τμήμα λέει «όχι»: Ναι μεν αναγνωρίζεται η σοβαρότητα της υπόθεσης, αλλά η ένσταση πρέπει να ασκείται εντός εύλογου χρονικού πλαισίου, με ανώτατο όριο τις 60 ημέρες από την ανάρτηση της απόφασης επικύρωσης.
Αντίθετα, η μειοψηφία δέχεται την απρόθεσμη άσκηση ένστασης, θεωρώντας ότι οποιοσδήποτε νομιμοποιείται μπορεί να προβάλει τη συνδρομή κωλύματος όταν το αντιληφθεί, έστω και χρόνια αργότερα. Όμως, και η ίδια παραδέχεται ότι έτσι δημιουργούνται σοβαρές θεσμικές παρενέργειες:
• Πολιτική ομηρία αιρετών προσώπων.
• Εκβιαστικά σενάρια και «εργαλειοποίηση» ενστάσεων.
• Αδυναμία σταθερού προγραμματισμού για την τοπική αυτοδιοίκηση.
Η σύνδεση με τις υποθέσεις Καλοπήτα και Θωμάτου
Η υπόθεση Κόγγου είναι η τρίτη σε σειρά – έπεται των Καλοπήτα (615/2025) και Θωμάτου (616/2025). Το κοινό στοιχείο είναι ο χαρακτηρισμός της «σε ισχύ» σύμβασης και η επίδρασή της στην εκλογιμότητα.
Και στις τρεις περιπτώσεις, οι υποψήφιοι αποκλείστηκαν λόγω συμβάσεων που είτε είχαν λήξει ουσιαστικά είτε είχαν περιορισμένη σημασία. Το ΣτΕ καλείται να κρίνει:
• Πόσο κυριαρχεί η αντικειμενική έννοια της σύμβασης έναντι της πραγματικής επιρροής;
• Ποια είναι η γραμμή μεταξύ διαφάνειας και θεσμικού αυταρχισμού;
Ποιος αποφασίζει για το δικαίωμα του εκλέγεσθαι;
Ο συνταγματικός πυρήνας της υπόθεσης είναι ο εξής:
Μπορεί η πολιτεία, για λόγους διαφάνειας, να αποκλείει υποψηφίους, ακόμη κι αν δεν έχουν ουσιαστική εμπλοκή;
Αν η Ολομέλεια του ΣτΕ επικυρώσει την αυστηρή γραμμή του Τμήματος, θα δημιουργηθεί προηγούμενο:
Οποιοσδήποτε διατηρεί έστω και τυπική επαγγελματική σχέση με ΟΤΑ, κινδυνεύει να κηρυχθεί έκπτωτος – ακόμα κι αν εξελέγη με συντριπτική λαϊκή εντολή.
Αντίθετα, εάν υιοθετηθεί η άποψη της μειοψηφίας, τότε το δικαίωμα του εκλέγεσθαι θα προστατευτεί περισσότερο, αλλά ενδέχεται να προκύψουν δυσκολίες στη διατήρηση της ακεραιότητας της εκλογικής διαδικασίας.
Η απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ θα αποτελέσει πυξίδα για το εκλογικό δίκαιο των επόμενων ετών. Δεν πρόκειται μόνο για την εκλογή ενός δημοτικού συμβούλου, αλλά για την ισορροπία ανάμεσα στη νομιμότητα και στα πολιτικά δικαιώματα, μεταξύ διαφάνειας και λειτουργικότητας της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Ο Κόγγος, ο Καλοπήτας και ο Θωμάτος απλώς φέρνουν στο προσκήνιο ένα βαθύτερο πρόβλημα: Η ελληνική εκλογική έννομη τάξη καλείται να αποφασίσει αν και πώς μπορεί να συνδυάσει τη διαφάνεια με τη δικαιοσύνη, το πολιτικό δικαίωμα με την προστασία των θεσμών, τη νομιμότητα με τη λογική.
Η Ολομέλεια θα απαντήσει. Η κοινωνία παρακολουθεί.