• Το Εφετείο Δωδεκανήσου έκρινε ότι η επίδικη καταγγελία για «πλαστό PCR» ήταν αληθής και δικαιολογημένη, απορρίπτοντας αγωγή 300.000 ευρώ για συκοφαντική δυσφήμηση από διαγνωστική εταιρεία της Κω
Το Τριμελές Εφετείο Δωδεκανήσου, με μεταβατική έδρα στην Κω, δημοσίευσε μία εκτενή και λεπτομερή απόφαση, που δεν απαντά απλώς σε μια αστική διαφορά, αλλά καταπιάνεται με τον σκληρό πυρήνα της αλήθειας και της ευθύνης στον ιδιωτικό τομέα υγείας εν μέσω πανδημίας. Η υπόθεση που εξετάστηκε και κρίθηκε αφορά σε διαγνωστική εταιρεία με έδρα την Κω και έναν πολίτη, μόνιμο κάτοικο Αττικής και παραθεριστή της Πάτμου, ο οποίος βρέθηκε κατηγορούμενος για συκοφαντική δυσφήμηση επειδή τόλμησε να καταγγείλει επίσημα ένα PCR τεστ που –όπως ισχυριζόταν– εκδόθηκε χωρίς να έχει προηγηθεί εργαστηριακή ανάλυση του δείγματος.
Η εταιρεία ζητούσε 300.000 ευρώ ως αποζημίωση για ηθική βλάβη που υπέστη από τις καταγγελίες του πολίτη προς τους ιατρικούς συλλόγους, τον ΕΟΔΥ και το Υπουργείο Υγείας.
Ωστόσο, το Δικαστήριο όχι μόνο απέρριψε την αγωγή της, αλλά δικαίωσε πλήρως τον πολίτη, κρίνοντας ότι οι ισχυρισμοί του ήταν αληθείς, τεκμηριωμένοι και υποκινούμενοι από καθαρό αίσθημα κοινωνικής ευθύνης και όχι από πρόθεση προσβολής.
Το γεγονός που πυροδότησε την υπόθεση ξεκίνησε στις 7 Ιουλίου 2021. Ο πολίτης, που εκείνη την περίοδο βρισκόταν στην εξοχική του κατοικία στην Πάτμο, υποβλήθηκε, όπως υποστήριξε, σε μοριακό τεστ για κορωνοϊό στις 19:40, σε δομή της εταιρείας που λειτουργούσε πρόχειρα σε χώρο παραχωρημένο από τον Δήμο της Πάτμου, δίπλα στο λιμάνι της Σκάλας. Το τεστ ήταν αναγκαίο για την προγραμματισμένη εισαγωγή του στο Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο.
Ωστόσο, μόλις δύο ώρες αργότερα –και συγκεκριμένα στις 21:35, έλαβε το αποτέλεσμα του τεστ στο ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο. Ήταν αρνητικό, αλλά συνοδευόταν από μια εντελώς ακατανόητη ένδειξη: ως ώρα και ημερομηνία λήψης του δείγματος αναγραφόταν «08/07/2021, 09:00 π.μ.», δηλαδή η επόμενη ημέρα, και συγκεκριμένα ώρα κατά την οποία ο πολίτης θα έπρεπε να βρίσκεται ήδη στην Κω για να δώσει δείγμα. Η έκδοση του αποτελέσματος ήταν, επομένως, τουλάχιστον τεχνικά ανέφικτη.
Ο πολίτης υποστήριξε ότι με βάση τις οδηγίες που του είχαν δοθεί, τα δείγματα μεταφέρονταν από την Πάτμο στην Κω με πλοίο που αναχωρούσε στις 10:30 το πρωί της επομένης ημέρας, και το αποτέλεσμα θα εκδιδόταν το αργότερο σε 24 ώρες μετά την ανάλυσή του. Συνεπώς, το αποτέλεσμα που έλαβε στις 21:35 της ίδιας ημέρας, πριν το πλοίο ακόμη αναχωρήσει για Κω, δεν θα μπορούσε να βασίζεται σε επεξεργασμένο δείγμα.
Ο εναγόμενος επικοινώνησε άμεσα με το διαγνωστικό κέντρο στην Κω ζητώντας εξηγήσεις. Η απάντηση που έλαβε ήταν ότι, αν δεν ήταν ικανοποιημένος, μπορούσε να ζητήσει επιστροφή χρημάτων. Μπροστά στη σοβαρότητα της κατάστασης, ο πολίτης δεν περιορίστηκε σε προσωπικές διαμαρτυρίες. Αντίθετα, κινήθηκε θεσμικά: κατέθεσε καταγγελία στον Ιατρικό Σύλλογο Κω, στον Ιατρικό Σύλλογο Καλύμνου, στο Υπουργείο Υγείας και στη Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. Η καταγγελία του χαρακτήριζε το περιστατικό ως πιθανή απάτη και δημόσιο κίνδυνο, εν μέσω υγειονομικής κρίσης.
Η εταιρεία απάντησε αρχικά με ισχυρισμούς ότι ο πολίτης είχε υποβληθεί σε δύο τεστ την ίδια ημέρα –μία το πρωί και μία το απόγευμα– και το αποτέλεσμα αφορούσε στο πρωινό δείγμα. Κατέθεσε αποδείξεις πληρωμής, αποδείξεις αποστολής δειγμάτων με πλοίο και ένορκες βεβαιώσεις υπαλλήλων που επιβεβαίωναν τη «διπλή» δειγματοληψία. Παράλληλα, ισχυρίστηκε ότι η διαδικασία αποστολής και ανάλυσης ήταν πλήρως σύννομη.
Το Εφετείο, επανεκτιμώντας εξαντλητικά όλα τα αποδεικτικά μέσα, δεν πείστηκε από την εκδοχή της εταιρείας. Αρχικά, θεώρησε ως αντίθετη στη λογική και στην κοινή εμπειρία τη διενέργεια δύο μοριακών τεστ σε μία ημέρα από το ίδιο άτομο, με διαφορά λίγων ωρών, χωρίς κανένα νέο σύμπτωμα ή ιατρική αιτία. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι η μαρτυρία της υπαλλήλου που ισχυρίστηκε τη διπλή λήψη δεν ήταν αξιόπιστη και παρουσίαζε εσωτερικές αντιφάσεις και χρονικές ανακρίβειες.
Το βασικότερο, όμως, ήταν το ίδιο το χρονικό πλαίσιο: ήταν αδύνατο, όπως υπογράμμισε το Δικαστήριο, το δείγμα να είχε προλάβει να αποσταλεί στην Κω, να υποβληθεί σε μοριακή επεξεργασία και να παραχθεί αποτέλεσμα πριν καν φύγει το πλοίο από την Πάτμο. Η εταιρεία προσκόμισε μεν απόδειξη αποστολής δέματος με δείγματα στις 10:30 το πρωί, αλλά το όνομα του πολίτη δεν αναφερόταν πουθενά σε αυτή, και η ίδια η μάρτυρας της εταιρείας είχε καταθέσει ότι έστειλε το δείγμα στις 12:50 το μεσημέρι. Επρόκειτο για ένα κρίσιμο κενό που η εταιρεία δεν κατάφερε να καλύψει.
Ενδιαφέρον έχει και η έκθεση της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας που προσκομίστηκε από την ενάγουσα εταιρεία. Αν και δέχεται ότι ο πολίτης έδωσε δείγμα το πρωί και το αποτέλεσμά του εκδόθηκε κανονικά, αναγνωρίζει ότι η δειγματοληψία δεν έγινε από επαγγελματία υγείας, κατά παράβαση του άρθρου 65 του ν. 4812/2021. Η παραδοχή αυτή επιβεβαιώνει ότι υπήρξε τουλάχιστον παρατυπία στη διαδικασία.
Το Δικαστήριο ωστόσο επέμεινε στην ανεξαρτησία της κρίσης του. Δεν δέχτηκε ότι η έκθεση της ΕΑΔ αποτελεί αποδεικτικό εργαλείο που υπερκαλύπτει τις ελλείψεις της εταιρείας. Αντίθετα, κατέληξε ότι το μόνο τεστ που έγινε ήταν το απόγευμα της 7ης Ιουλίου και ότι το αποτέλεσμα που εκδόθηκε το ίδιο βράδυ δεν βασίστηκε σε καμία εργαστηριακή διαδικασία.
Ιδιαίτερη σημασία αποδίδει το Εφετείο στα κίνητρα του πολίτη. Όπως επισημαίνει στην απόφασή του, δεν αποδείχθηκε καμία πρόθεση εξύβρισης, δυσφήμησης ή βλάβης της φήμης της ενάγουσας εταιρείας. Αντιθέτως, ο εναγόμενος περιορίστηκε σε έγγραφες καταγγελίες προς αρμόδιες δημόσιες αρχές, χωρίς να προχωρήσει σε δημόσια διαπόμπευση, δημοσιεύσεις σε μέσα ενημέρωσης ή άλλα μέσα διασυρμού.
Η έφεση της εταιρείας απορρίφθηκε, κρίθηκε αβάσιμη και η ίδια καταδικάστηκε στην καταβολή 6.000 ευρώ για τα δικαστικά έξοδα του πολίτη.