• Πιάνουν «δουλειά» οι φοιτητές με στόχο νέα ευρήματα
Η σκαπάνη παίρνει μπρος στην Κυμισάλα για τη συνέχιση της αρχαιολογικής έρευνας με στόχο να έρθουν στο φως ευρήματα από τα μυστικά που κρύβει η περιοχή. Η σχετική άδεια υπεγράφη εκ νέου από την αρμόδια διεύθυνση του Υπουργείου Πολιτισμού, στο πλαίσιο προγράμματος που «τρέχει» υπό το Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου σε συνεργασία με την ΕΦΑ Δωδεκανήσου, με υπεύθυνους αρχαιολόγους τους Μανώλη Στεφανάκη και Βασιλική Πατσιαδά. Σημειώνεται ότι οι έρευνες στην ευρύτερη περιοχή έχουν ξεκινήσει από το 2006 και φέτος δεν θα ξεπεράσουν τις 8 εβδομάδες. Σύμφωνα με την απόφαση θα κατατεθεί στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου κατάλογος των ονομάτων των συμμετεχόντων φοιτητών στην έρευνα.
Μετά το πέρας της ερευνητικής περιόδου θα κατατεθεί στη ΔΙΠΚΑ αναλυτική έκθεση αποτελεσμάτων, συνοδευόμενη από σχεδιαστική και φωτογραφική τεκμηρίωση. Αντίστοιχη έκθεση θα κατατεθεί και στη ΔΒΜΑ, εφόσον προκύψουν ευρήματα αρμοδιότητας της συγκεκριμένης Διεύθυνσης. Θα κατατεθεί, τέλος, στη ΔΙΠΚΑ και στη ΔΒΜΑ από ένα αντίγραφο οποιασδήποτε δημοσίευσης των πορισμάτων των μελετών.
Το 1919 η πρώτη ανασκαφή από τους Ιταλούς
Η Κυμισάλα είναι γνωστή ως αρχαιολογική θέση από τα τέλη του 19ου αι. Οι Ιταλοί διενέργησαν την πρώτη ανασκαφή το 1915, τα αποτελέσματα και τα ευρήματά της οποίας δημοσιεύτηκαν στο Annuario della Regia Scuola Archeologica di Atene το 1916.
Η πρώτη αυτή έρευνα αποτέλεσε σημαντικό οδηγό για κάθε νέα έρευνα, καθώς αποτύπωνε τις σημαντικότερες αρχαιότητες του χώρου, όπως για παράδειγμα τα εξαιρετικά μέχρι σήμερα σωζόμενα τείχη της ακρόπολης, τον ναό και πολλές άλλες θέσεις. Από το 2006 στην περιοχή διεξάγεται συστηματική αρχαιολογική έρευνα από το Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου και την ΚΒ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, υπό τη διεύθυνση των κ.κ. Μ. Στεφανάκη, και της αρχαιολόγου Δρ. Βασιλικής Πατσιαδά. Η έρευνα έχει καταδείξει ότι ο αρχαίος Δήμος των Κυμισαλέων ήταν εκτεταμένος: η έκταση που καλύπτουν οι μέχρι στιγμής εντοπισμένες αρχαιότητες ξεπερνά τα 10.000 στρέμματα ή 10 τετραγωνικά χλμ., πράγμα καθόλου περίεργο, αν αναλογιστεί κανείς πως ο Δήμος είχε τη δική του ακρόπολη, στον λόφο του Αγίου Φωκά, ο οποίος δεσπόζει στην περιοχή και φαίνεται να ελέγχει -οπτικά τουλάχιστον- 7 οικισμούς, που πρέπει να ανήκαν στη δικαιοδοσία του, στις θέσεις Βασιλικά, Νάπες, Χάρακας, Γλυφάδα, Μονοσύρια, Στελιές, Μαραμαρούνια και Καμπάνες. Ο Δήμος των Κυμισαλέων, φαίνεται πως κατοικείτο τουλάχιστον από τον 7ο αι. π.Χ. μέχρι και την Ύστερη Αρχαιότητα (4ος-6ος αι. μ.Χ.), όπως μαρτυρούν τόσο η ανασκαφική έρευνα στην κεντρική νεκρόπολη, όσο και τα κατά καιρούς σποραδικά αρχαιολογικά ευρήματα. Στην περιοχή έχουν καταγραφεί και πρωιμότερα κατάλοιπα, νεολιθικής εποχής και εποχής του Χαλκού, συγκεκριμένες όμως αρχαιολογικές θέσεις δεν έχουν ακόμη εντοπιστεί. Το ερευνητικό πρόγραμμα «Αρχαιολογική Έρευνα Κυμισάλας, Ρόδος» αποτελεί ουσιαστικά τη δεύτερη (μετά την ανασκαφή στο Ιερό του Ερεθιμίου Απόλλωνος- Θολός) συστηματική αρχαιολογική έρευνα που διενεργείται στην ύπαιθρο της Ρόδου.
Το Πανεπιστήμιο Αιγαίου και η ΚΒ’ ΕΠΚΑ, σε συνεργασία με τη Σχολή Αγρονόμων Τοπογράφων Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και τον Δήμο Ρόδου, εργάζονται αρμονικά με σκοπό τον καθαρισμό των εμφανών υπέργειων μνημείων, τον εντοπισμό περισσότερων μνημείων και αρχαιολογικών θέσεων, τη συστηματική ανασκαφή και τεκμηρίωση των σημαντικότερων από αυτά και, μεσοπρόθεσμα, την ανάδειξη του χώρου. Να σημειωθεί ότι η περιοχή δεν παρουσιάζει μόνο τεράστιο αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Οι αρχαιολογικές θέσεις του Δήμου των Κυμισαλέων βρίσκονται στο κέντρο της περιοχής «Ακραμίτης–Αρμενιστής–Ατάβυρος» που καλύπτει πάνω από 17 χιλιάδες εκτάρια, η οποία έχει ενταχθεί στο ευρωπαϊκό δίκτυο οικοτόπων «Natura 2000» (κωδικός GR 4210005) και προστατεύεται ως μνημείο της φύσης, καθώς, πέραν της ιδιαίτερης γεωμορφολογίας, του φυσικού κάλλους και του πυκνού δάσους πεύκης και κυπαρίσσου, συγκεντρώνει μοναδικά οικοσυστήματα άγριας πανίδας και χλωρίδας.