Τοπικές Ειδήσεις

A-τυπος και υπογραμμός: Hλιε, τρισήλιε, που περνάς ψηλά…

Στη ροδιακή γη, αναπαύεται από χθες ο Δημήτρης Κρεμαστινός, ο καθηγητής, ο υπουργός, ο γιατρός, ο αντιπρόεδρος της Ελληνικής Βουλής, ο βουλευτής, ο «Τζίμης» όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι του. Και είναι πολλοί…
Η Ρόδος, η Χάλκη, τα Δωδεκάνησα, δεν θρηνούν μόνο την απώλεια του πολιτικού Δημήτρη Κρεμαστινού, θρηνούν την απώλεια του Ανθρώπου, του Γιατρού της καρδιάς τους -κυριολεκτικά και μεταφορικά- που δεν αρνήθηκε ποτέ την βοήθειά του σε όποιον την ζήτησε. Και είναι πολλοί…
Στο θησαυροφυλάκιο της ζωής η πραγματική μας περιουσία είναι οι αληθινοί φίλοι, είναι τα ειλικρινή συναισθήματα, είναι η αγάπη, η εκτίμηση. Ο Δημήτρης Κρεμαστινός “έφυγε” πλούσιος από αγάπη, έδωσε την μεγάλη μάχη στην εντατική με τις ευχές των αγαπημένων προσώπων του και των φίλων του να τον συντροφεύουν και να προσδοκούν για ένα θαύμα μέχρι την τελευταία στιγμή. Και είναι πολλοί…
Οι ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν, λόγω του κορωνοϊού, δεν έδωσαν την ευκαιρία σε όλους εκείνους τους ανθρώπους που στάθηκε δίπλα τους, είτε ως γιατρός, είτε ως ακαδημαϊκός, είτε ως πολιτικός, είτε ως φίλος, να είναι κοντά του στο τελευταίο του ταξίδι, να τον αποχαιρετίσουν όπως θα του άξιζε και όπως θα επιθυμούσαν. Και είναι πολλοί…
Ο Δημήτρης Κρεμαστινός, πέρασε στην αθανασία και είναι βέβαιον ότι η εμβληματική μορφή του θα διατηρηθεί αναλλοίωτη στη μνήμη και στις καρδιές μας.
Αποχαιρετούμε τον «Κύριο Καθηγητή» με τους αγαπημένους του στίχους:
Ήλιε, μεγάλε ανατολίτη μου, χρουσό σκουφί του νου μου, αρέσει μου στραβά να σε φορώ, πεθύμησα να παίξω, όσο να ζεις, όσο να ζω κι εγώ, για να χαρεί η καρδιά μας. Καλή ’ναι τούτη η γης, αρέσει μας, σαν το σγουρό σταφύλι στον μπλάβο αγέρα, Θε μου, κρέμεται, στο δρόλαπα κουνιέται και την τσιμπολογούν τα πνέματα και τα πουλιά του ανέμου· ας την τσιμπολογήσουμε κι εμείς, να δροσερέψει ο νους μας!
Αναμεσός στα δυο μελίγγια μου, στο μέγα πατητήρι, το τραγανό σταφύλι λαχπατώ κι ο γαύρος μούστος βράζει, κι όλη γελάει κι αχνίζει η κεφαλή μες στην ολόρθη μέρα. Μαΐστρες πέταξεν η γης, φτερά, για το μυαλό κουνήθη κι η μαυρομάτα ανάγκη μέθυσε και το τραγούδι αρχίζει; Απάνωθέ μου ο λάβρος ουρανός και κάτωθε η κοιλιά μου, σα γλαροπούλα απά στη θάλασσα, κι αφροδροσολογάται· αρμύρα γιόμωσαν τ’ αρθούνια μου, κι αντιχτυπούν στις πλάτες γοργά γοργά τα κύματα και παν, και πάω κι εγώ μαζί τους. Ήλιε, τρισήλιε, που περνάς ψηλά και χαμηλά αγναντεύεις, ένα σκουφί θαλασσινό θωρώ, του καστροκαταλύτη, ας το κλοτσήσουμε, να παίξουμε, να δούμε ως πού θα πάει! Έχει ο καιρός μαθές γυρίσματα, το ριζικό ’χει ρόδες, κι ο νους του ανθρώπου κάθεται αψηλά και τις στρουφογυρίζει· άιντε, και κλότσο ας δώσουμε της γης, να πάει την κατρακύλα!
Νίκος Καζαντζάκης, Οδύσσεια

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου