• Έγκριτοι νομικοί επισημαίνουν ότι ο φάκελος στηρίζεται κατ’ ουσίαν σε καταθέσεις κατηγορουμένων εις βάρος συγκατηγορουμένων τους, ενώ τα πραγματικά δεδομένα δεν αναδεικνύουν σαφές οικονομικό όφελος
Η πολύκροτη υπόθεση των «εικονικών γάμων» στη Ρόδο, με 17 κατηγορούμενους, 11 αλλοδαπούς και 6 ημεδαπούς, πορεύεται προς εκδίκαση με έναν ογκώδη αλλά νομικά επισφαλή φάκελο.
Η πορεία της δικογραφίας, οι διοικητικές αποφάσεις που προηγήθηκαν, οι αντιφατικές μαρτυρίες και κυρίως η χρήση απολογιών συγκατηγορουμένων ως κεντρικού αποδεικτικού υλικού, δημιουργούν σοβαρά ερωτήματα για τη βιωσιμότητα του κατηγορητηρίου.
Ως εκ τούτου, πηγές της υπεράσπισης εκτιμούν ότι στο ακροατήριο θα αναδειχθούν πλημμέλειες τέτοιες ώστε η υπόθεση να απομειωθεί αισθητά ως προς την έκταση και τη βαρύτητά της.
Το χρονικό και το πλαίσιο της κατηγορίας
Η δικογραφία σχηματίστηκε στις 31 Οκτωβρίου 2022 από την Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Ρόδου, έπειτα από πολυήμερη έρευνα και προανάκριση. Οι αρχές ισχυρίζονται ότι από το 2019 δρούσε κύκλωμα που μεσολαβούσε, έναντι αμοιβής, σε σύμφωνα συμβίωσης μεταξύ αλλοδαπών ανδρών, κυρίως Αιγυπτίων εργατών αλιείας, και Ελληνίδων, με σκοπό την εξασφάλιση αδειών διαμονής.
Κατά τη δικογραφία, στο επίκεντρο βρίσκονται μία 46χρονη ημεδαπή και ένας 49χρονος Αιγύπτιος, ενώ συγκατηγορούμενοι εμφανίζονται ένας 45χρονος Ρουμάνος, μία 62χρονη ομοεθνής του και σειρά νεότερων ημεδαπών γυναικών, καθώς και αλλοδαποί άνδρες ηλικιών 28 έως 40 ετών. Η αποτύπωση αυτή τροφοδοτεί τις κατηγορίες για απόπειρα υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης κατ’ εξακολούθηση, απόπειρα απάτης, παραβάσεις του Κώδικα Μετανάστευσης και κυρίως, συμμετοχή σε «συμμορία».
Τι λέει ο νόμος: το άρθρο 211Α ΚΠΔ και το όριο των «καθοριστικών»
καταθέσεων
Στην καρδιά της υπερασπιστικής επιχειρηματολογίας βρίσκεται το άρθρο 211Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το οποίο απαγορεύει η καταδίκη να στηρίζεται «αποκλειστικά ή σε καθοριστικό βαθμό» σε κατάθεση ή απολογία συγκατηγορουμένου, καθώς και σε μαρτυρία που αντλεί την πληροφόρησή της αποκλειστικά από συγκατηγορούμενο.
Η σημασία της διάταξης είναι κεφαλαιώδης: αν το δικαστήριο διαπιστώσει ότι κρίσιμα πραγματικά περιστατικά προκύπτουν αποκλειστικά από όσα λένε εις βάρος τρίτων οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι, το αποδεικτικό κύρος του φακέλου υποχωρεί δραματικά. Από το υλικό προκύπτει ότι οι «πυλώνες» της δικογραφίας είναι απολογίες και μαρτυρίες που «δείχνουν» ρόλους και διαδρομές χρημάτων, με ορισμένες κατηγορούμενες να αναφέρουν μικρές αμοιβές που τους δόθηκαν σε δύο στάδια, κατά τη σύναψη του συμφώνου και κατά την ολοκλήρωση της συνέντευξης στην αρμόδια υπηρεσία.
Η διάταξη του άρθρου 187 ΠΚ απαιτεί «οργάνωση με στοιχειώδη δομή» και σκοπό την τέλεση κακουργήματος ή πλημμελήματος με επιδίωξη οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους. Έγκριτοι νομικοί τονίζουν ωστόσο ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της νομολογιακής απαίτησης για πραγματική οργάνωση και συμφωνία προς τέλεση αξιόποινων πράξεων.
Αντιπαραβαλλόμενα με τη νομοθετική προϋπόθεση, τα στοιχεία του φακέλου δείχνουν κυρίως εξατομικευμένες υποθέσεις υποβολής αιτημάτων διαμονής, χωρίς ενιαίο μηχανισμό που να διασφαλίζει αποτέλεσμα και χωρίς αποτύπωση ιεραρχικής δομής, εντολών και καταμερισμού «ρόλων» με επαναληπτικότητα. Η ίδια η διοικητική έκβαση πολλών αιτημάτων (απορρίψεις) υποσκάπτει την εικόνα ενός αποτελεσματικού συστήματος που «παρήγαγε» οφέλη.
Η μαρτυρική ύλη: αντιφάσεις, αξιοπιστία και όρια αποδεικτικής δύναμης
Τέσσερις κατηγορούμενες «ομολόγησαν» συμμετοχή, περιγράφοντας μικρές αμοιβές καταβληθείσες σε δύο δόσεις, ενώ αναφέρονται και ρόλοι τρίτων (μεσολάβηση, διερμηνεία). Αυτές οι απολογίες και αναφορές σε «μεσολαβήσεις» αποτελούν τον βασικό κορμό της κατηγορίας. Ωστόσο, κατά την υπεράσπιση, πρόκειται ακριβώς για υλικό που προσκρούει στη ρήτρα του 211Α ΚΠΔ όταν επιχειρείται να χρησιμοποιηθεί ως καθοριστική βάση ενοχής εις βάρος άλλων.
Περαιτέρω, αναφέρονται ευθέως ζητήματα αξιοπιστίας συγκεκριμένων μαρτύρων, με επίκληση αντιφάσεων και βεβαρημένης προσωπικής κατάστασης, ακόμης και χρήσης ναρκωτικών, τα οποία κατά την υπεράσπιση επιβάλλουν αυξημένη επιφυλακτικότητα στην αποτίμηση των καταθέσεων τους. Το δικαστήριο, συνεπώς, θα κληθεί να σταθμίσει όχι μόνο το «τι» λέγεται, αλλά και το «ποιος» και «πώς» το λέει.
Η κατηγορία για «εκ κερδοσκοπίας» διευκόλυνση διαμονής προϋποθέτει αποτύπωση παράνομου οικονομικού οφέλους. Όμως οι δικογραφικές παραδοχές δείχνουν ότι τα χρήματα που κινήθηκαν αφορούσαν, στις περισσότερες περιπτώσεις, τυπικές αμοιβές για νομικές υπηρεσίες: σύνταξη φακέλων, υποβολή αιτήσεων, κατάθεση ενδικοφανών προσφυγών και δικαστικών δικογράφων. Υπάρχουν συγκεκριμένες μνείες: 400€ για σύνταξη φακέλου και λήψη «Μπλε Βεβαίωσης» με αριθμητικά στοιχεία, 200€ για ενδικοφανή προσφυγή, 500€ και 100€ για υπομνήματα και δίκες ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου, καθώς και μικρά ποσά για διαδικαστικές ενέργειες ανανέωσης ειδικών βεβαιώσεων νόμιμης διαμονής.
Ενδεικτικά, γίνεται λόγος για «Μπλε Βεβαιώσεις» με συγκεκριμένους αριθμούς και ημερομηνίες, στοιχεία που συνδέονται με τυπικές διοικητικές διαδικασίες για συμβιούντες με Ελληνίδες υπηκόους. Η ύπαρξη παραστατικών, αποδείξεων και επίσημων βεβαιώσεων ενισχύει την εκδοχή της νομιμότητας των αμοιβών και αποδυναμώνει τον ισχυρισμό συστηματικού «παράνομου κέρδους».
Η διοικητική εικόνα: απορρίψεις, επιτροπές μετανάστευσης και δικαστικός έλεγχος
Το υλικό της δικογραφίας καταγράφει ότι σε επίπεδο Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αιγαίου απορρίφθηκαν πέντε αιτήσεις Αιγυπτίων αλιεργατών που είχαν συνάψει σύμφωνα συμβίωσης με Ελληνίδες, ενώ εντοπίστηκαν έξι ακόμη σχετικά δικαιολογητικά. Το γεγονός αυτό αναδεικνύει ότι η υποτιθέμενη «μηχανή» δεν παρήγε συστηματικά αποτέλεσμα.
Παράλληλα, η διοικητική διαδρομή πολλών εμπλεκομένων συνεχίστηκε με ενδικοφανείς προσφυγές και δικαστικές προσβολές απορριπτικών αποφάσεων· σε αρκετές περιπτώσεις έγιναν δεκτές προσωρινές διαταγές ή αιτήσεις αναστολής, εκδόθηκαν ειδικές βεβαιώσεις νόμιμης διαμονής με συγκεκριμένα πρωτόκολλα και ισχύ, ενώ αλλού οι αιτήσεις ακύρωσης απορρίφθηκαν τελικώς, αποτυπώνοντας μια ετερόκλητη και όχι μονοδιάστατη εικόνα.
Το μωσαϊκό αυτό διοικητικών απορρίψεων, προσωρινών μέτρων και επιμέρους δικαστικών κρίσεων συνάδει περισσότερο με εξατομικευμένες υποθέσεις μεταναστευτικού δικαίου παρά με λειτουργία δομημένης εγκληματικής σύμπραξης που αποκόμιζε σταθερό οικονομικό όφελος.
Με αυτά τα δεδομένα, και ενόψει της προγραμματισμένης εκδίκασης, είναι βάσιμη η εκτίμηση ότι η υπόθεση θα «ξεφουσκώσει» ουσιωδώς ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Δωδεκανήσου την 22α Σεπτεμβρίου 2025, με πιθανή αναδιάταξη της βαρύτητας των αποδιδόμενων πράξεων και την αποδυνάμωση του κεντρικού αφηγήματος περί οργανωμένου κυκλώματος.