• Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν απαιτούνταν νέα κλήση σε απολογία μετά την Ε.Δ.Ε., απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς περί παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης και πλημμελούς αιτιολογίας
Με την απόφαση 230/2025, το ΣΤ΄ Τριμελές Ακυρωτικό Τμήμα του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών απέρριψε αίτηση ακύρωσης ανώτερου αξιωματικού της Ελληνικής Αστυνομίας κατά της απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημόσιας Τάξης, η οποία είχε επικυρώσει πειθαρχικό πρόστιμο 100 ευρώ που του είχε επιβάλει ο Αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ. Η ποινή αφορούσε πλημμελή εκτέλεση καθηκόντων σχετικά με την ορθή καταχώρηση και έγκριση ωρών νυχτερινής απασχόλησης στο Α.Τ. Ρόδου κατά τα έτη 2016-2018.
Το ιστορικό της υπόθεσης
Η υπόθεση ξεκίνησε με διαταγή της Γενικής Περιφερειακής Διεύθυνσης Νοτίου Αιγαίου το 2019 για διενέργεια Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης (Ε.Δ.Ε.) με σκοπό τη διερεύνηση καταγγελιών περί λανθασμένης υποβολής καταστάσεων νυχτερινής απασχόλησης. Σύμφωνα με το πόρισμα της Ε.Δ.Ε. (21.8.2020), καταγράφηκαν σημαντικές αποκλίσεις 5.721 ώρες μη δεδουλευμένης νυχτερινής εργασίας και 989 ώρες δεδουλευμένης εργασίας που δεν είχαν καταχωρηθεί οι οποίες προκάλεσαν οικονομική ζημία στο Δημόσιο ύψους 17.174 ευρώ. Η ζημία αυτή αποκαταστάθηκε.
Το πόρισμα κατέληξε ότι οι παρατυπίες οφείλονταν σε αμέλεια και όχι δόλο, ενώ οι συνθήκες εργασίας (φόρτος και ευθύνες) συνεκτιμήθηκαν. Προτάθηκε η επιβολή κατώτερης πειθαρχικής ποινής, συγκεκριμένα προστίμου.
Το νομικό πλαίσιο
Η κρίση βασίστηκε στο π.δ. 120/2008 («Πειθαρχικό Δίκαιο Αστυνομικού Προσωπικού»), ιδίως στα άρθρα 13 παρ. 1 εδ. ε΄ και κα΄ που προβλέπουν την ποινή προστίμου για πλημμελή ή μη έγκαιρη εκτέλεση υπηρεσίας και για παραβάσεις υποχρεώσεων που απορρέουν από νόμους, κανονισμούς και διαταγές.
Σημαντική διάταξη ήταν το άρθρο 39 παρ. 1 περ. β΄ π.δ. 120/2008, που προβλέπει ότι, όταν η Ε.Δ.Ε. καταλήγει σε παράπτωμα που επισύρει κατώτερη πειθαρχική ποινή, η ποινή μπορεί να επιβληθεί χωρίς νέα κλήση σε απολογία, στηριζόμενη στο πόρισμα της Ε.Δ.Ε.
Οι ισχυρισμοί του αιτούντος
Ο αιτών υποστήριξε ότι:
• Δεν κλήθηκε σε απολογία μετά την ολοκλήρωση της Ε.Δ.Ε. και πριν την επιβολή της ποινής, γεγονός που παραβίασε το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης.
• Η πράξη επιβολής ποινής και η απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημόσιας Τάξης στερούνταν επαρκούς αιτιολογίας.
• Ελήφθη υπόψη διαταγή του 2007 που είχε αντικατασταθεί από μεταγενέστερη του 2018, άρα η νομική βάση ήταν εσφαλμένη για μέρος του χρονικού διαστήματος.
Η κρίση του Δικαστηρίου
Το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό περί παράβασης ουσιώδους τύπου. Έκρινε ότι η κλήση σε απολογία στο πλαίσιο της Ε.Δ.Ε. πληρούσε τις απαιτήσεις του νόμου και ότι, σύμφωνα με το άρθρο 39 παρ. 1 β΄ π.δ. 120/2008, δεν απαιτείται νέα κλήση όταν η Ε.Δ.Ε. καταλήγει σε επιβολή κατώτερης πειθαρχικής ποινής.
Ως προς την αιτιολογία, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τόσο το πόρισμα της Ε.Δ.Ε. όσο και οι αποφάσεις του Αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ. και του Γενικού Γραμματέα Δημόσιας Τάξης περιέγραφαν λεπτομερώς τα πραγματικά περιστατικά, την έκταση της παράβασης και τις συνθήκες τέλεσης, καθώς και τη στάθμιση του βαθμού υπαιτιότητας και της προηγούμενης διαγωγής.
Επίσης, η αναφορά στη διαταγή του 2007 δεν κρίθηκε ουσιώδης πλημμέλεια, καθώς το πόρισμα κάλυπτε όλη την εξεταζόμενη περίοδο και τα στοιχεία στοιχειοθετούσαν το παράπτωμα.
Το αποτέλεσμα
Η αίτηση ακύρωσης απορρίφθηκε στο σύνολό της. Το Δικαστήριο διέταξε την κατάπτωση του παραβόλου υπέρ του Δημοσίου και επιδίκασε δικαστική δαπάνη 214 ευρώ σε βάρος του αιτούντος.
Η 230/2025 αποτελεί σαφή επιβεβαίωση της δυνατότητας της Διοίκησης να επιβάλλει κατώτερες πειθαρχικές ποινές χωρίς νέα κλήση σε απολογία όταν η Ε.Δ.Ε. έχει τηρήσει τις εγγυήσεις του δικαιώματος ακρόασης. Επίσης, υπενθυμίζει ότι ο ακυρωτικός έλεγχος επί πειθαρχικών αποφάσεων περιορίζεται στη νομιμότητα και την επάρκεια της αιτιολογίας, χωρίς να υποκαθιστά την ουσιαστική κρίση των πειθαρχικών οργάνων.