Στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων θα εκδικαστεί υπόθεση που αφορά στη δράση μιας από τις μεγαλύτερες και πιο οργανωμένες εγκληματικές οργανώσεις των τελευταίων ετών στη Ρόδο.
Βάσει του αριθ. 50/2025 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου, δεκαέξι συνολικά αθίγγανοι, κάτοικοι κυρίως του καταυλισμού Κορακόνερου στη Ρόδο αλλά και των Άνω Λιοσίων και Ζεφυρίου Αττικής, κατηγορούνται για ένταξη και συμμετοχή σε επιχειρησιακά δομημένη εγκληματική οργάνωση με διαρκή δράση, με βασικό σκοπό τις διαρρήξεις και τις διακεκριμένες κλοπές από κατοικίες και εργοτάξια.
Οι κατηγορούμενοι είναι δεκατρείς άνδρες και τρεις γυναίκες, ηλικίας από 18 έως περίπου 45 ετών.
Η σύνθεση της ομάδας μεταβαλλόταν συνεχώς, αλλά διατηρούσε σταθερή οργανωτική δομή. Από το αποδεικτικό υλικό προκύπτει ότι κάποια από τα μέλη είχαν οικογενειακές σχέσεις μεταξύ τους, ενώ ορισμένοι εντάχθηκαν στην εγκληματική οργάνωση σε μεταγενέστερο στάδιο.
Η δράση της ομάδας παρουσιάζει επαγγελματική μεθοδικότητα:
• Χρησιμοποιούσαν κλεμμένα οχήματα και πλαστές πινακίδες για να συγκαλύπτουν τις κινήσεις τους.
• Επικοινωνούσαν με ασυρμάτους που είχαν αφαιρέσει από εργοτάξια, για να αποφεύγουν εντοπισμό μέσω κινητής τηλεφωνίας.
• Επέλεγαν για τις διαρρήξεις αραιοκατοικημένες περιοχές εκτός πόλης, όπως Παστίδα, Σορωνή, Καλαβάρδα και Νότια Ρόδο.
• Εισέρχονταν σε μονοκατοικίες κατά προτίμηση, κατά την απουσία των ενοίκων, αφαιρώντας τιμαλφή, χρήματα, και ενίοτε χρηματοκιβώτια.
• Τα χαρακτηριστικά τους καλύπτονταν με κουκούλες, καπέλα και γάντια, για αποφυγή ταυτοποίησης μέσω DNA ή αποτυπωμάτων.
Η συνολική εκτιμώμενη λεία ξεπερνά τα 600.000 ευρώ και περιλαμβάνει:
• Κοσμήματα άνω των 550.000 ευρώ.
• Χρηματικά ποσά άνω των 50.000 ευρώ.
Τα κλοπιμαία μεταφέρονταν είτε σε κλεπταποδόχους στη Ρόδο, είτε στην Αττική με τη βοήθεια συγγενικών προσώπων, κυρίως γυναικών, που δεν είχαν απασχολήσει τις αρχές.
Η ομάδα δεν διέθετε έναν μόνο αρχηγό. Η ηγεσία και η εκτέλεση των επιχειρήσεων ήταν μοιρασμένη ανάμεσα σε βασικά μέλη, κυρίως άνδρες, που έπαιζαν κεντρικό ρόλο στον σχεδιασμό και την υλοποίηση των διαρρήξεων. Υπήρχε αυστηρή πειθαρχία, με σαφείς ρόλους κατά την κάθε “επιχείρηση”. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι όλοι οι κατηγορούμενοι δηλώνονται άνεργοι.
Το φθινόπωρο του 2023, η εγκληματική οργάνωση διχάστηκε σε δύο υποομάδες λόγω διαφωνιών για τη μοιρασιά των κλοπιμαίων. Οι δύο ομάδες συνέχισαν τη δράση χωριστά για μερικούς μήνες, με την κάθε μία να τελεί πλήθος διαρρήξεων. Ωστόσο, μέσα στο 2024, ενώθηκαν ξανά για νέες ενέργειες.
Η ταυτοποίηση βασίστηκε σε:
• DNA (γενετικό υλικό) από σκηνές εγκλήματος,
• δακτυλικά αποτυπώματα,
• υλικό από κάμερες ασφαλείας,
• καταθέσεις αυτοπτών μαρτύρων και παθόντων,
• κατασχεθέντα αντικείμενα σε χωράφια και αποθήκες.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι δύο από τους κατηγορούμενους φέρονται να ξεκίνησαν τη δράση τους ως ανήλικοι (πριν τη συμπλήρωση των 18 ετών), αλλά συνέχισαν και ως ενήλικοι. Το Δικαστικό Συμβούλιο αποφάσισε πως αρμόδιο για την εκδίκαση των πράξεων είναι το τακτικό ποινικό δικαστήριο, και όχι το Δικαστήριο Ανηλίκων, καθώς οι εγκληματικές πράξεις τελέστηκαν και στην ενήλικη φάση τους.
Στο εδώλιο του Κακουργιοδικείου δεκαέξι μέλη εγκληματικής οργάνωσης με πλούσια δράση σε διαρρήξεις και κλοπές
