Κραυγή αγωνίας από τη βάση του Πυροσβεστικού Σώματος – Ανοιχτή επιστολή-καταπέλτης για την υποστελέχωση, τις καθυστερήσεις και τις αντιφάσεις των επιχειρησιακών σχεδιασμών
Σε μια σπάνια επίδειξη θεσμικής τόλμης, η Ένωση Υπαλλήλων Πυροσβεστικού Σώματος Δωδεκανήσου απέστειλε ανοιχτή επιστολή προς την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, καταγγέλλοντας με αιχμηρή γλώσσα τις χρόνιες ελλείψεις, την προχειρότητα στον σχεδιασμό και τις αδικίες σε βάρος των πυροσβεστών που υπηρετούν στα νησιά. Στην επιστολή που ακολουθεί, η Ένωση αποδομεί μία προς μία τις κυβερνητικές διαβεβαιώσεις και ζητά άμεσες, ρεαλιστικές λύσεις για την προστασία των πολιτών και την ενίσχυση του Σώματος στην πιο ευάλωτη και απομακρυσμένη περιοχή της χώρας.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της επιστολής, όπως κατατέθηκε στις 9 Ιουνίου 2025:
Ρόδος, 09.06.2025
Προς: 1. Υπουργό Κλιματικής Κρίσης και
Πολιτικής Προστασίας
Κοιν.: 1. Υφυπουργό Κλιματικής Κρίσης και
Πολιτικής Προστασίας
2. Αρχηγό Πυροσβεστικού Σώματος
3. Συντονιστή Επιχειρήσεων Βορείου,
Νοτίου Αιγαίου και Κρήτης
4. Διοικητή Περιφερειακών Πυροσβεστικών Πυροσβεστικών Υπηρεσιών Νοτ. Αιγαίου
5. Διοικητή Πυροσβεστικών Υπηρεσιών Νομού Δωδεκανήσου
6. Διοικητές Πυροσβεστικών Υπηρεσιών Νομού Δωδεκανήσου
7. Πολιτικά κόμματα
8. Βουλευτές Δωδεκανήσου
9. Π.Ο.Ε.Υ.Π.Σ.
11.ΜΜΕ
10. Μέλη της Ένωσής μας
Θέμα: Από την πολιτική ρητορεία στην ωμή πραγματικότητα: Η αλήθεια για τις Πυροσβεστικές Υπηρεσίες στα Δωδεκάνησα
Μετά λύπης αλλά και οργής, λάβαμε γνώση της πρόσφατης «απάντησης» του Υφυπουργού Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας κ. Ευάγγελου Τουρνά, αναφορικά με την ερώτηση που κατέθεσαν βουλευτές το ΚΚΕ στη Βουλή των Ελλήνων για τα προβλήματα των Πυροσβεστικών Υπηρεσιών, Κλιμακίων και υπαλλήλων στα Δωδεκάνησα. Οφείλουμε εξ αρχής να δηλώσουμε πως δεν πέσαμε από τα σύννεφα. Η γνωστή τακτική της υπεκφυγής, των γενικοτήτων, των αριθμών χωρίς αντίκρισμα και της ανούσιας ρητορείας, επαναλήφθηκε για ακόμη μία φορά.
Η απάντηση που δόθηκε, στερείται κάθε επαφής με την πραγματικότητα που βιώνουμε καθημερινά. Δεν πρόκειται για πολιτικό λόγο, πρόκειται για μία επιμελώς διατυπωμένη αποποίηση ευθυνών, μια κενή περιεχομένου απαγγελία που επιχειρεί να βαφτίσει το πρόβλημα ως επίτευγμα.
Επειδή όμως κουραστήκαμε να ακούμε «διαβεβαιώσεις» που δεν μεταφράζονται ποτέ σε πράξεις, και επειδή η ανοχή μας δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως αδυναμία, προχωρούμε στην αναλυτική παράθεση και αποδόμηση των απαντήσεων του Υφυπουργού, παράγραφο προς παράγραφο. Με στοιχεία, με αλήθειες και με την αυθεντία που μας προσδίδει η ίδια η υπηρεσιακή και κοινωνική πραγματικότητα των νησιών μας.
Γιατί όσο κι αν προσπαθούν κάποιοι να ωραιοποιήσουν την κατάσταση, η καθημερινότητα του πυροσβέστη δεν ωραιοποιείται, ούτε καλύπτεται πίσω από αριθμούς και υποσχέσεις.
1. Υπό το ανωτέρω πρίσμα και με αφορμή την υπ’ αριθ. 12107 Φ.702.15/28-02-2025 Διαταγή του Αρχηγείου Πυροσβεστικού Σώματος, με την οποία αναθεωρήθηκαν και επικαιροποιήθηκαν τα
Επιχειρησιακά Σχέδια Αντιμετώπισης Δασικών Πυρκαγιών σε όλη την Επικράτεια, συμπεριλαμβανομένης και της Δωδεκανήσου, εγείρονται σοβαροί προβληματισμοί. Διότι το εύλογο ερώτημα που τίθεται είναι, πώς ακριβώς υλοποιούνται στην πράξη αυτοί οι σχεδιασμοί, όταν δεν υφίσταται το αναγκαίο έμψυχο δυναμικό στα νησιά για να τους υποστηρίξει; Είναι επιχειρησιακά σχέδια με αντίκρισμα ή απλές ασκήσεις επί χάρτου;
Και τελικά, ποιος φέρει την ευθύνη για τη διαχρονική αναντιστοιχία μεταξύ σχεδιασμού και επιχειρησιακής πραγματικότητας; Οι συντάκτες των σχεδίων, που ίσως πιέζονται να παραγάγουν «τυπική συμμόρφωση» με τις εντολές; Ή μήπως το πρόβλημα είναι βαθύτερο, συστημικό και αφορά την πολιτική βούληση ή την ιεράρχηση προτεραιοτήτων σε βάρος των νησιωτικών περιοχών;
Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές πως ένας σχεδιασμός που στηρίζεται σε ανύπαρκτους ή ανεπαρκείς πόρους δεν είναι επιχειρησιακός σχεδιασμός αλλά διοικητική αυταπάτη. Και αν αυτό συνεχιστεί, τότε κάθε καλοκαίρι θα είμαστε θεατές της ίδιας επικίνδυνης επανάληψης, μέχρι η πραγματικότητα να επιβληθεί με τρόπο οδυνηρό.
2. Με αφορμή την επαναλαμβανόμενη επίκληση των Επιχειρησιακών Σχεδίων, όπου θεωρητικά προβλέπεται η δυνατότητα αμοιβαίας ενίσχυσης μεταξύ Πυροσβεστικών Υπηρεσιών, θα πρέπει να επισημανθεί, με κάθε ειλικρίνεια, ότι στην περίπτωση των Δωδεκανήσων η ενίσχυση αυτή παραμένει, ουσιαστικά, γράμμα κενό. Η πολυδιαφημισμένη «συνδρομή από όμορες Υπηρεσίες» στην πράξη σκοντάφτει στις αδιάψευστες πραγματικότητες της νησιωτικότητας, γεωγραφική απομόνωση, χρονοβόρες μετακινήσεις, περιορισμένα μέσα και καιρικές συνθήκες που συχνά καθιστούν οποιαδήποτε επιχειρησιακή ενίσχυση εκτός χρόνου και ουσίας. Κι όμως, αυτή η θεωρητική δυνατότητα χρησιμοποιείται με ευκολία ως πρόσχημα για να μην ενισχυθούν με μόνιμο προσωπικό οι Υπηρεσίες των Δωδεκανήσων, οι οποίες κάθε χρόνο καλούνται να ανταπεξέλθουν σε αυξημένες επιχειρησιακές ανάγκες, ειδικά κατά την τουριστική περίοδο, με ανεπαρκείς δυνάμεις.
Ενδεικτικό παράδειγμα η τραγική περίπτωση της πυρκαγιάς που εκδηλώθηκε στις 05-06-2025 και περί ώρα 19:48 στον ΧΥΤΑ της νήσου Μεγίστης (Καστελόριζο), όπου ανέδειξε με τον πιο αποκαλυπτικό τρόπο το διαχρονικό πρόβλημα της νησιωτικότητας όταν προκύπτουν έκτακτες καταστάσεις, όπως μία πυρκαγιά. Παρά τα όσα διακηρύσσονται σε θεωρητικό επίπεδο περί αμοιβαίας ενίσχυσης από όμορες Πυροσβεστικές Υπηρεσίες ή από άλλες Περιφερειακές Διοικήσεις, η πραγματικότητα απέδειξε πως τέτοιες προβλέψεις συχνά παραμένουν ανεφάρμοστες ευχές επί χάρτου. Καμία Πυροσβεστική Υπηρεσία από τα γειτονικά νησιά του Νομού, πόσο μάλλον από όμορους Νομούς ή Περιφέρειες, δεν κατάφερε να συνδράμει λόγω της πλήρους έλλειψης μεταφορικής διασύνδεσης, ενώ η μόνη διαθέσιμη συνδρομή ήρθε από τη Ρόδο και αυτό έπειτα από χρονοβόρες διαβουλεύσεις και ναύλωση πλοίου, με τις ενισχύσεις να φθάνουν στο Καστελόριζο σχεδόν 10 ώρες μετά την έναρξη του συμβάντος. Εάν η πυρκαγιά αυτή δεν είχε ξεσπάσει στον ΧΥΤΑ αλλά εντός κατοικημένης περιοχής, ποια θα ήταν η έκταση της καταστροφής και το κυριότερο, ποιος θα αναλάμβανε την ευθύνη και ποιος θα πήγαινε φυλακή; Είναι καιρός να πάψουμε να κρυβόμαστε πίσω από “επιχειρησιακά σχέδια” που δεν λαμβάνουν υπόψη τη γεωγραφική απομόνωση των μικρών νησιών και να θέσουμε σε προτεραιότητα την πραγματική ενίσχυση της επιχειρησιακής ικανότητας αυτών των περιοχών.
Η πραγματικότητα απαιτεί όχι ευχολόγια και αναφορές σε «δυνατότητες», αλλά πολιτική και διοικητική βούληση για ενίσχυση των νησιωτικών Πυροσβεστικών Υπηρεσιών, προτού οι θεωρίες κληθούν να αποτύχουν στην πράξη με ανυπολόγιστο κόστος.
3. Παρά τη διαδεδομένη εντύπωση στην κοινή γνώμη και τον δημόσιο λόγο ότι οι πυρκαγιές «σβήνονται από τα αεροσκάφη», η επιχειρησιακή πραγματικότητα είναι σαφής και αδιαμφισβήτητη, οι δασικές πυρκαγιές καταστέλλονται ουσιαστικά από το έδαφος, από τις επίγειες πυροσβεστικές δυνάμεις.
Τα εναέρια μέσα είναι αναγκαία, κρίσιμα και εντυπωσιακά στη δράση τους, όμως λειτουργούν υποστηρικτικά. Η ρίψη νερού ή αφρού από αέρος επιβραδύνει τη φωτιά και δημιουργεί συνθήκες για προσβολή της από το έδαφος. Χωρίς την άμεση επέμβαση και «κατάσβεση» από τις επίγειες δυνάμεις, η φωτιά αναζωπυρώνεται εύκολα μόλις στεγνώσει το έδαφος από τη ρίψη.
Σύμφωνα με αναφορές επιχειρησιακών διοικήσεων και μελέτες, όπως το πόρισμα Goldammer για τις μεγάλες πυρκαγιές του 2007 στην Ελλάδα, η ετήσια έκθεση του Ευρωπαϊκού Συστήματος Πληροφοριών για τις Δασικές Πυρκαγιές (EFFIS), τα εθνικά Επιχειρησιακά Σχέδια Δασοπυρόσβεσης, καταγράφεται
επανειλημμένα ότι η συντριπτική πλειονότητα των επιτυχημένων κατασβέσεων γίνεται με βάση την ταχύτητα προσέγγισης και δράσης των επίγειων ομάδων. Επιπλέον:
> Τα περισσότερα εναέρια μέσα μπορούν να επιχειρούν μόνο λίγες ώρες ανά ημέρα λόγω τεχνικών περιορισμών και καιρικών συνθηκών. Επιπλέον, σε ορεινά ή δασωμένα σημεία με καπνό ή κακές ορατότητες, συχνά δεν μπορούν να επιχειρήσουν με ασφάλεια.
> Ακόμη και οι συνεχείς ρίψεις νερού, χωρίς παρουσία επίγειων δυνάμεων να “κλείσουν” και να ασφαλίσουν το μέτωπο, δεν αποτρέπουν την εξάπλωση, ιδιαίτερα αν υπάρχει άνεμος ή ξερή βλάστηση.
> Ιδίως στα νησιά, όπως η Ρόδος, όπου η στελέχωση των Πυροσβεστικών Υπηρεσιών είναι ήδη ανεπαρκής, η έλλειψη επίγειων δυνάμεων δεν μπορεί να καλυφθεί ούτε με τα πλέον σύγχρονα εναέρια μέσα.
> Η εμπειρία δείχνει πως αν η φωτιά δεν περιοριστεί στο πρώτο δίωρο, τείνει να εξελιχθεί σε μεγάλης έκτασης πυρκαγιά. Σε εκείνο το κρίσιμο πρώτο διάστημα, οι τοπικές επίγειες δυνάμεις είναι ο καθοριστικός παράγοντας.
> Το λειτουργικό κόστος των εναέριων μέσων είναι τεράστιο (χιλιάδες ευρώ ανά πτήση/ώρα), ενώ συχνά η απόδοσή τους είναι περιορισμένη χωρίς κατάλληλη υποστήριξη από κάτω. Επένδυση σε ανθρώπινο δυναμικό, κατάρτιση και επίγεια μέσα αποδίδει πιο σταθερά και διατηρήσιμα αποτελέσματα.
Η αεροπυρόσβεση είναι εργαλείο, όχι πανάκεια. Χωρίς επαρκή, κατάλληλα εξοπλισμένα και εκπαιδευμένα επίγεια πληρώματα, η κατάσβεση είναι επισφαλής. Ειδικά σε περιοχές όπως η Δωδεκάνησος, όπου οι αποστάσεις, η νησιωτικότητα και η υποστελέχωση είναι υπαρκτά προβλήματα, η επένδυση στον επίγειο μηχανισμό δεν είναι απλώς αναγκαία, είναι μονόδρομος.
4. Με αφορμή την προκήρυξη 70 θέσεων για τη Σχολή Αξιωματικών και 260 για τη Σχολή Πυροσβεστών της Πυροσβεστικής Ακαδημίας για το ακαδημαϊκό έτος 2025-2026, γίνεται προσπάθεια να προβληθεί, ως “θετική εξέλιξη”, μια οριακή αριθμητική αύξηση σε σχέση με την προηγούμενη. Ωστόσο, πίσω από τη “μεγάλη εικόνα” που επιχειρείται να παρουσιαστεί, αποσιωπάται συστηματικά ένα κρίσιμο στοιχείο, ο αριθμός των αποχωρήσεων λόγω συνταξιοδότησης την ίδια περίοδο.
Είναι, λοιπόν, τουλάχιστον παραπλανητικό να μιλά κανείς για “ενίσχυση”, όταν ο αριθμός των αποχωρήσεων (μόνο από συνταξιοδοτήσεις) υπερβαίνει τον αριθμό των νέων εισακτέων — δηλαδή το Σώμα στην πράξη συρρικνώνεται ή στην “καλύτερη” περίπτωση, μένει στάσιμο σε αριθμό προσωπικού. Δεν λαμβάνονται υπόψη οι αυξημένες επιχειρησιακές απαιτήσεις, οι έκτακτες μεταθέσεις, τα καθήκοντα πολιτικής προστασίας και φυσικά το διαρκώς αυξανόμενο βάρος των δασικών πυρκαγιών.
Αντί, λοιπόν, να μιλήσουμε με ειλικρίνεια για τις πραγματικές ανάγκες στελέχωσης και να υπάρξει ένας σοβαρός σχεδιασμός προσλήψεων βάσει αποχωρήσεων και γεωγραφικών αναγκών, καταφεύγουμε σε αριθμητικά “τρικ” για να δώσουμε την ψευδαίσθηση βελτίωσης.
Η πραγματικότητα όμως στα νησιά και στις υποστελεχωμένες υπηρεσίες δεν καλύπτεται με ανακοινώσεις. Εκεί, τα νούμερα δεν λένε ψέματα.
Το ανθρώπινο δυναμικό δεν ανανεώνεται. Απλώς ανακυκλώνεται, με μεταθέσεις και μετακινήσεις που φορτώνουν διαρκώς τους ίδιους ανθρώπους, σε βάρος της επιχειρησιακής ετοιμότητας αλλά και της ψυχικής και σωματικής αντοχής τους.
5. Η τοποθέτηση του κ. Υφυπουργού περί της προκήρυξης για την πρόσληψη 137 Πυροσβεστών Δασικών Επιχειρήσεων (Π.Δ.Ε.) για το 2025 επιχειρεί να δημιουργήσει την εικόνα ενίσχυσης του Πυροσβεστικού Σώματος, ωστόσο απέχει σημαντικά από την πραγματικότητα που βιώνει η Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου.
Τα γενικόλογα αυτά στοιχεία αποκρύπτουν την αλήθεια ότι το Νότιο Αιγαίο παραμένει ο «φτωχός συγγενής» σε αριθμό μονάδων ΕΜΟΔΕ και στελεχών. Ενώ σε άλλες περιφέρειες συστάθηκαν και λειτουργούν πολλαπλές μονάδες (Βόρειο Αιγαίο 3 μονάδες, Ιόνια Νησιά 3 μονάδες), στο Νότιο Αιγαίο, που αντιμετωπίζει τις πιο απαιτητικές επιχειρησιακές συνθήκες λόγω γεωγραφικής διασποράς, έντονης τουριστικής επιβάρυνσης και υψηλού κινδύνου πυρκαγιών, υπάρχει μόνο μία μονάδα ΕΜΟΔΕ με έδρα τη Ρόδο, καλύπτοντας 13 περιφερειακές ενότητες και 33 δήμους.
Η πραγματική υπηρετούσα δύναμη Π.Δ.Ε. στο Νότιο Αιγαίο ανέρχεται μόλις σε 30 πυροσβέστες, αριθμός που όχι μόνο δεν επαρκεί αλλά καταδεικνύει και την εμφανή υποτίμηση των αναγκών της περιοχής. Αυτή η άνιση κατανομή (τελευταία σε αριθμό προσωπικού ανά την Επικράτεια) δημιουργεί σοβαρά κενά στην επιχειρησιακή ετοιμότητα, τα οποία αγνοούνται σκόπιμα από την επίσημη επικοινωνία.
Η πρόσληψη των 137 νέων Π.Δ.Ε., αντί να διοχετευθεί στην ενίσχυση της ήδη υποστελεχωμένης 11ης ΕΜΟΔΕ στη Ρόδο ή να οδηγήσει στην ίδρυση νέας μονάδας σε κρίσιμες περιοχές όπως η Κως, αντιμετωπίζεται με μια απαξιωτική σιωπή, αποδεικνύοντας ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες και οι πραγματικές ανάγκες της περιοχής.
Η πυρασφάλεια στο Νότιο Αιγαίο δεν μπορεί να βασίζεται σε επικοινωνιακά πυροτεχνήματα και αόριστες δεσμεύσεις. Απαιτείται άμεση, δίκαιη και στοχευμένη ενίσχυση που να ανταποκρίνεται στις πραγματικές συνθήκες και στον διαρκώς αυξανόμενο επιχειρησιακό φόρτο της περιοχής.
6. Παρά την επίκληση των διατάξεων των παραγράφων και άρθρων του ν. 3938/2011 (Α’61) σύμφωνα με τα οποία οι Πυροσβέστες Πενταετούς Υποχρέωσης που έχουν κριθεί επιτυχώς εντάσσονται αυτοδικαίως στο μόνιμο προσωπικό χωρίς νέα κρίση, η πραγματικότητα που βιώνουν δεκάδες πυροσβέστες παραμένει προκλητικά διαφορετική. Γιατί λοιπόν κρατούνται μέχρι σήμερα εγκλωβισμένοι σε καθεστώς πενταετούς υποχρέωσης όσοι ήδη εδώ και ένα χρόνο πληρούν τα κριτήρια; Ποιος αναλαμβάνει την ευθύνη για την αυθαίρετη καθυστέρηση της αυτονόητης και νόμιμης μονιμοποίησής τους; Πώς είναι δυνατόν το ίδιο το Κράτος να παραβιάζει τις δικές του μεταβατικές διατάξεις, ενώ ζητά από αυτούς τους ανθρώπους να ρισκάρουν καθημερινά τη ζωή τους; Μήπως τελικά ο σεβασμός στον νόμο ισχύει μόνο όταν βολεύει την πολιτική ρητορική; Και το κυριότερο πόσο ακόμα θα παίζουμε με τις ζωές και την επαγγελματική προοπτική ανθρώπων που εδώ και χρόνια σηκώνουν το βάρος της πολιτικής προστασίας αυτής της χώρας;
Φαίνεται πως η επίσημη επικοινωνία επιλέγει σκόπιμα να αποκρύπτει τα κρίσιμα αυτά στοιχεία, αποφεύγοντας να δώσει σαφείς απαντήσεις και ρίχνοντας νερό στο μύλο της παραπληροφόρησης. Αναμένουμε λοιπόν ξεκάθαρη ενημέρωση και όχι γενικόλογες αναφορές που αφήνουν πολλά αναπάντητα ερωτήματα.
7. Πώς γίνεται να πανηγυρίζεται η πρόσληψη 2.500 εποχικών πυροσβεστών, όταν για ολόκληρη τη Δωδεκάνησο, μια από τις πιο πυρόπληκτες και απομακρυσμένες περιοχές της χώρας, προβλέφθηκαν μόλις 75 θέσεις, εκ των οποίων έως τώρα δεν ‘έχουν καλυφθεί στο σύνολό τους. Ποιος θα αναλάβει την ευθύνη όταν οι υπόλοιπες θέσεις μείνουν κενές εν μέσω αντιπυρικής περιόδου επειδή κανένας επιλαχόν δεν θα επιθυμεί να καλύψει τα κενά που υπάρχουν στα Δωδεκάνησα;
Πώς εξηγείται ότι ένας πολίτης χωρίς ούτε μία ώρα εμπειρίας στο πυροσβεστικό έργο, αλλά με θητεία στις ειδικές δυνάμεις, στην τελευταία προκήρυξη πρόσληψης πυροσβεστών εποχικής απασχόλησης, συγκέντρωνε 50 μόρια, τα ίδια ακριβώς μόρια με έναν μάχιμο εποχικό πυροσβέστη με πέντε χρόνια προϋπηρεσίας (10 x 5 έτη) και μάλιστα στην ισοψηφία να έχει προβλεφθεί να προηγείται ο προερχόμενος από τις ειδικές δυνάμεις; Πόση αξία δίνεται τελικά στην πραγματική εμπειρία και πόση στην εντύπωση; Πόσο πιο ξεκάθαρα πρέπει να φωνάξουν οι αριθμοί για να ακουστούν;
Ποια λογική επιβάλλει στην τελευταία προκήρυξη για πρόσληψη, να υπάρχει το ηλικιακό όριο των 40 ετών για τους μάχιμους, ενώ για τους οδηγούς να επιτρέπεται πρόσληψη μέχρι τα 50 έτη, με την υποσημείωση μάλιστα ότι “εάν χρειαστεί” εκτελούν και μάχιμα καθήκοντα; Δηλαδή ένας πυροσβέστης εποχικής απασχόλησης με καθήκοντα μαχίμου θεωρείτε “γέρος” στα 41 χρόνια του για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο Πυροσβεστικό Σώμα, αλλά ένας πυροσβέστης εποχικής απασχόλησης κρίνεται ικανός για να εκτελεί τα καθήκοντα του “μάχιμος” ακόμη και στα 50 έτη του, αρκεί να έχει προσληφθεί ως οδηγός;
Είναι αυτή επιχειρησιακή λογική ή διοικητική σχιζοφρένεια; Και τέλος, πώς ακριβώς υπηρετείται το δημόσιο συμφέρον όταν με τέτοιες στρεβλώσεις πετιούνται εκτός μάχιμοι έμπειροι επαγγελματίες και καλούνται άπειροι να καλύψουν ζωτικής σημασίας επιχειρησιακά κενά;
8. Με αφορμή τις πρόσφατες ανακοινώσεις περί «αναβάθμισης» του Πυροσβεστικού Σώματος, μέσω της σύστασης ομάδων drone καθώς και της επικείμενης δημιουργίας ομάδων χειριστών ταχυπλόων, αισθανόμαστε την ανάγκη να εκφράσουμε την έντονη ανησυχία, αλλά και απογοήτευση μας, που δυστυχώς συμμερίζονται και το σύνολο των συναδέλφων μας.
Οι παραπάνω ενέργειες παρουσιάζονται ως πρόοδος, ενίσχυση και εκσυγχρονισμός των υπηρεσιών μας. Ωστόσο, αυτό που αποφεύγεται επιμελώς να ειπωθεί, είναι οι πυροσβέστες που ορίζονται καθημερινά στα πυροσβεστικά οχήματα ταυτόχρονα είναι ορισμένοι και ως χειριστές drone. Οι ίδιοι, εφόσον υλοποιηθεί και το επόμενο βήμα, θα επανδρώνουν και τα ταχύπλοα. Μιλάμε για ένα άτομο, την ίδια στιγμή να ορίζεται να εκτελέσει διπλά και τριπλά καθήκοντα.
Είναι αυτό αναβάθμιση; Ή μήπως άλλη μια μορφή διοικητικής υπεκφυγής, όπου πίσω από τεχνικούς όρους και θετικές έννοιες, αποκρύπτεται το γεγονός ότι το προσωπικό παραμένει το ίδιο και αποψιλωμένο, φορτωμένο με ακόμα περισσότερες απαιτήσεις;
Η κατάσταση αυτή όχι μόνο δεν ενισχύει ουσιαστικά το Σώμα, αλλά δημιουργεί επιπλέον λειτουργικά προβλήματα, υπονομεύει την επιχειρησιακή επάρκεια και εν τέλει, θέτει σε κίνδυνο τόσο την ασφάλεια των πολιτών όσο και των ίδιων των πυροσβεστών.
Αξιότιμε κ. Υπουργέ,
Είναι αδιανόητο, μέσα από μηδενιστικές τοποθετήσεις, να επιχειρείται η απαξίωση στο σύνολό τους, των εύλογων προβληματισμών και ανησυχιών μας. Είναι αδιανόητο, μέσω τέτοιου τύπου απαντήσεων, να επιχειρείται να παρουσιαστεί μία εικόνα τελειότητας, όπου όλα λειτουργούν άψογα και κάθε επισήμανση να αντιμετωπίζεται περίπου ως υπερβολή ή αποκύημα φαντασίας.
Στην πολυετή ενασχόλησή μας με τα κοινά έχουμε αποδείξει στην πράξη ότι δεν λειτουργούμε με γνώμονα τον εντυπωσιασμό ή την επιφανειακή αποδοχή των μελών μας. Αντιθέτως, με συνέπεια, σύνεση και θεσμική προσήλωση, διεκδικούμε με επιχειρήματα, με κοινή λογική και ηθικό κριτήριο, πάντα με μοναδικό γνώμονα το καλό και την ενίσχυση των Δωδεκανήσων. Δεν ζητάμε το ανέφικτο, ούτε υποκινούμαστε από σκοπιμότητες. Διεκδικούμε το δίκαιο και το εφικτό. Μια καλή αρχή για να υπάρξει πραγματική πρόοδος, θα ήταν να συμφωνήσουμε όλοι σε μια κοινή αφετηρία, ότι πράγματι υπάρχουν κενά, ελλείψεις και στρεβλώσεις. Από εκεί και πέρα, βήμα βήμα, με πνεύμα συνεργασίας και καλής πίστης, μπορούμε να συμβάλουμε όλοι, θεσμικά και ουσιαστικά, στην επίλυση των προβλημάτων.
Μέσα από τις πράξεις και τοποθετήσεις σας το σύντομο χρονικό διάστημα που ηγείστε του Υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, συμπεράναμε ότι αυτή η κοινή αρχή έχεις τις βάσεις να λάβει σάρκα και οστά, αφού στο πρόσωπό σας αναγνωρίσαμε και διακρίναμε το ήθος, τη θεσμική σοβαρότητα και την ειλικρινή πρόθεσή σας να αντιμετωπίσετε με υπευθυνότητα τα ζητήματα που σας τίθενται.
Απευθυνόμαστε πλέον προς εσάς με εμπιστοσύνη, ζητώντας να μελετήσετε προσεκτικά τους προβληματισμούς και τις ανησυχίες μας. Δεν επιδιώκουμε τίποτα περισσότερο από το αυτονόητο, τη δίκαιη αντιμετώπιση μιας ευαίσθητης περιοχής όπως τα Δωδεκάνησα, που επί δεκαετίες υφίστανται τις συνέπειες της γεωγραφικής απομόνωσης χωρίς την ανάλογη ενίσχυση σε προσωπικό και μέσα.
Ευελπιστούμε πως εσείς δεν θα ακολουθήσετε τον δρόμο της σιωπηρής αδράνειας των προκατόχων σας, αλλά θα σταθείτε στο ύψος των περιστάσεων, κάνοντας πράξη όσα μέχρι σήμερα ακουγόταν μόνο σε επίπεδο δηλώσεων, την ουσιαστική ενίσχυση των υπηρεσιών, την αποκατάσταση της αδικίας εις βάρος των εποχικών και πενταετούς υποχρέωσης πυροσβεστών και τελικά, την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης του προσωπικού στον θεσμό που υπηρετείτε.