• H υδρολόγος – διδάσκουσα στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής μιλά για την επείγουσα ανάγκη μετασχηματισμού του υδατικού μοντέλου, την αλλαγή στρατηγικής στις mega επενδύσεις πχ Γκολφ Αφάντου, αλλά και για τη «σιωπηλή απειλή» της υφαλμύρωσης
Η κλιματική αλλαγή, η χρόνια υποβάθμιση των υδατικών υποδομών και η ασυμβίβαστη ανάπτυξη εντείνουν δραματικά το πρόβλημα της λειψυδρίας σε ολόκληρη τη χώρα ιδιαίτερα στα νησιά και τη νοτιοανατολική Ελλάδα. Η ερημοποίηση, η υφαλμύρωση των υπόγειων υδροφορέων, οι διαρροές έως και 50% στα δίκτυα ύδρευσης και η σπατάλη φυσικών πόρων στον τουριστικό και γεωργικό τομέα συνθέτουν ένα σκηνικό που δεν επιτρέπει εφησυχασμό.
Η υδρολόγος και διδάσκουσα στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, κα Ελισσάβετ Φελώνη, μιλά στη «δ» για την επείγουσα ανάγκη μετασχηματισμού του υδατικού μοντέλου της χώρας, επισημαίνοντας πως «δεν μιλάμε πλέον για θεωρητικές απειλές, αλλά για φαινόμενα που ήδη εξελίσσονται και σε αρκετές περιπτώσεις τείνουν να γίνουν μη αναστρέψιμα». Τονίζει την ανάγκη για εθνική στρατηγική με θεσμική συνοχή, επιστημονική τεκμηρίωση και πολιτική δέσμευση που υπερβαίνει τον εκλογικό ορίζοντα.
Την ώρα που στη Ρόδο προγραμματίζονται φαραωνικές επενδύσεις στον τουρισμό, με εμβληματικό το πρότζεκτ του Γκολφ Αφάντου, τα υδάτινα αποθέματα του νησιού βρίσκονται ήδη σε οριακή κατάσταση. Η κα Φελώνη δεν μασά τα λόγια της. «Ο τουρισμός του 21ου αιώνα δεν μπορεί να στηρίζεται στην υπερκατανάλωση φυσικών πόρων». Ξεκαθαρίζει πως χωρίς αυστηρές ρήτρες βιωσιμότητας, μετρήσιμους περιορισμούς στην κατανάλωση και υποδομές όπως δεξαμενές συλλογής βρόχινου νερού και χρήση ανακυκλωμένου νερού, η ανάπτυξη θα στραφεί μπούμερανγκ. Ακόμα πιο ανησυχητική είναι η «σιωπηλή απειλή» της υφαλμύρωσης, που απειλεί μόνιμα τους υπόγειους υδροφορείς, υποβαθμίζοντας την ποιότητα του πόσιμου νερού – φαινόμενο ήδη ορατό σε αρκετές περιοχές του νησιού.
Αναλυτικά η συνέντευξη:
• Κυρία Φελώνη, πόσο κοντά βρισκόμαστε σήμερα στο σενάριο της “ερημοποίησης” της Ελλάδας και ποια είναι τα βασικά στοιχεία που το επιβεβαιώνουν;
Το σενάριο της ερημοποίησης κα Παμπρή δεν είναι πια θεωρητικό – αφορά ήδη σημαντικά τμήματα της χώρας, ιδιαίτερα στη νότια και ανατολική Ελλάδα. Σύμφωνα με επίσημα δεδομένα, περίπου το 30% της ελληνικής επικράτειας αντιμετωπίζει υψηλό ή πολύ υψηλό κίνδυνο ερημοποίησης. Αυτό προκύπτει από τη διαρκή μείωση των βροχοπτώσεων, την αύξηση των ημερών καύσωνα και την εξάντληση των υδατικών πόρων. Σε πολλές περιοχές βλέπουμε ήδη υποβάθμιση των εδαφών, μείωση της γονιμότητας και υποχώρηση της γεωργικής δραστηριότητας. Η κατάσταση απαιτεί μακροπρόθεσμες στρατηγικές, και όχι μόνο αποσπασματικές παρεμβάσεις.
• Έως και το 50% του νερού χάνεται στο δίκτυο ύδρευσης. Είναι τόσο δύσκολη η αντιμετώπιση αυτών των διαρροών και μήπως τελικά το σενάριο της ενοποίησης των ΔΕΥΑ μπορεί να προσφέρει μακροπρόθεσμα καλύτερη διαχείριση του αγαθού του νερού;
Το γεγονός ότι σε πολλές περιοχές χάνεται ένα τόσο υψηλό ποσοστό νερού λόγω διαρροών είναι ενδεικτικό της χρόνιας υποεπένδυσης σε κρίσιμες υποδομές. Ωστόσο, η λύση δεν μπορεί να είναι η κατάργηση του ρόλου της τοπικής αυτοδιοίκησης ή μια κεντρική ενοποίηση που αγνοεί τις έντονες χωρικές ανισότητες της χώρας μας — τόσο στη διαθεσιμότητα υδάτινων πόρων όσο και στις ανάγκες κατανάλωσης. Αντιθέτως, αυτό που λείπει είναι ένας ενιαίος δημόσιος φορέας αποκλειστικά για τη διαχείριση του νερού, ο οποίος θα θέτει ενιαία πρότυπα, θα διασφαλίζει τη διαφάνεια, θα παρακολουθεί την κατάσταση των υποδομών και θα συντονίζει την κατανομή πόρων και τεχνογνωσίας. Κάτω από την «ομπρέλα» αυτού του κεντρικού φορέα, πρέπει να διατηρηθεί ο αποκεντρωμένος χαρακτήρας των τοπικών φορέων ύδρευσης, με ενίσχυση σε ανθρώπινο δυναμικό και τεχνική υποστήριξη, ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν στις τοπικές ανάγκες. Δεν είναι θέμα ενοποίησης, αλλά οργανωμένης, δίκαιης και αποτελεσματικής ενίσχυσης.
• Πώς εξηγείται το φαινόμενο να μειώνονται οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις, αλλά να αυξάνεται η κατανάλωση νερού για άρδευση;
Το φαινόμενο αυτό εξηγείται κυρίως από την αυξανόμενη πίεση που ασκούν οι υδροκλιματικές συνθήκες στην αγροτική παραγωγή. Πολλοί παραγωγοί εγκαταλείπουν ή περιορίζουν τη δραστηριότητά τους, καθώς η έλλειψη διαθέσιμου νερού καθιστά όλο και πιο δύσκολη τη διατήρηση της καλλιέργειας. Την ίδια στιγμή, η καθυστέρηση και η μείωση των φθινοπωρινών βροχοπτώσεων, σε συνδυασμό με τις υψηλές θερμοκρασίες ήδη από τις αρχές του καλοκαιριού, επιτείνουν τα φαινόμενα ξηρασίας και μειώνουν σημαντικά την υγρασία του εδάφους. Ως αποτέλεσμα, οι ανάγκες για άρδευση αυξάνονται, ακόμη και σε μειωμένες καλλιεργούμενες εκτάσεις, καθώς απαιτείται περισσότερο νερό για τη διατήρησή τους σε παραγωγική κατάσταση. Η αυξημένη κατανάλωση αρδευτικού νερού αντικατοπτρίζει αυτή τη δυσκολία προσαρμογής της γεωργίας σε ένα μεταβαλλόμενο και πιο ασταθές υδρολογικό καθεστώς. Το πρόβλημα εντείνεται από την κακή κατάσταση των αρδευτικών υποδομών: σε πολλές περιοχές, τα δίκτυα είναι απαρχαιωμένα και παρουσιάζουν απώλειες που ξεπερνούν το 60%, λόγω της διαχρονικής έλλειψης συντήρησης και των ανεπαρκών επενδύσεων.
• Στη Ρόδο τα επόμενα χρόνια έχουν προγραμματιστεί νέες ξενοδοχειακές πολιτείες με μεγαλύτερο πρότζεκτ αυτό της αξιοποίησης του Γκολφ Αφάντου. Είναι εφικτή μια τουριστική ανάπτυξη που να μην επιβαρύνει τα ήδη πιεσμένα υδάτινα αποθέματα; Ποιες πρακτικές ή υποδομές θα βοηθούσαν;
Η τουριστική ανάπτυξη στη Ρόδο είναι απόλυτα εφικτή, αλλά μόνο αν σχεδιαστεί εξαρχής με αυστηρές ρήτρες βιωσιμότητας και σεβασμό στους φυσικούς πόρους. Αυτό σημαίνει ότι οι νέες ξενοδοχειακές μονάδες, και ιδιαίτερα μεγάλα έργα όπως το Γκολφ Αφάντου, θα πρέπει να ενσωματώνουν σύγχρονα συστήματα ανακύκλωσης γκρίζου νερού, να αξιοποιούν νερό ‘β΄κατηγορίας’ για άρδευση και καθαριότητα, να υιοθετούν βιώσιμες υποδομές πρασίνου και να διαθέτουν δεξαμενές συλλογής βρόχινου νερού. Σε τέτοια μεγάλα έργα, απαραίτητο είναι να τεθούν αυστηρές προδιαγραφές για την κατανάλωση νερού ανά επισκέπτη, με τακτική, διαφανή παρακολούθηση και αυστηρό έλεγχο. Ο σύγχρονος τουρισμός του 21ου αιώνα δεν μπορεί να στηρίζεται στην υπερκατανάλωση φυσικών πόρων. Πιστεύω πως ήρθε η ώρα να εξετάσουμε τη θέσπιση ενός ειδικού πλαισίου που θα ρυθμίζει συνολικά τη διαχείριση του νερού στον τουριστικό τομέα, εξασφαλίζοντας έτσι την ισορροπία μεταξύ ανάπτυξης και προστασίας των υδάτινων αποθεμάτων.
• Στο νησί μας υπάρχουν περιοχές που η ποιότητα του πόσιμου νερού δεν είναι κατάλληλη. Είτε από τις καλλιέργειες, είτε από άλλες αιτίες. Πώς επηρεάζει η κλιματική αλλαγή τους υπόγειους υδροφορείς και εντείνει το φαινόμενο της υφαλμύρωσης;
Η κλιματική αλλαγή μειώνει τον ετήσιο εμπλουτισμό των υπόγειων υδροφορέων, καθώς έχουμε λιγότερες βροχοπτώσεις και χιονοπτώσεις και αυξημένη εξάτμιση. Όταν η ζήτηση συνεχίζει να αυξάνεται – είτε για άρδευση, είτε λόγω τουρισμού – τότε η άντληση ξεπερνά τα φυσικά όρια αναπλήρωσης. Αυτό δημιουργεί και τις συνθήκες σε νησιωτικές και παράκτιες περιοχές για το φαινόμενο της υφαλμύρωσης, το οποίο αποτελεί μια “σιωπηλή απειλή” – συχνά μη αναστρέψιμη. Χρειάζεται αυστηρή παρακολούθηση της στάθμης των υδροφορέων, με ενίσχυση του δικτύου παρακολούθησης (τεχνολογικά και αριθμητικά), αυστηρή νομοθεσία για την προστασία των υδροφορέων και ενίσχυση με τεχνητό εμπλουτισμό όπου αυτό είναι τεχνικά εφικτό.
• Οι μονάδες αφαλάτωσης θεωρούνται μονόδρομος για τα νησιά. Ποιες είναι οι προκλήσεις και τα οφέλη αυτής της λύσης;
Η αφαλάτωση είναι αναμφίβολα ένα κρίσιμο εργαλείο – όχι πανάκεια, αλλά αναγκαίο. Τα βασικά της οφέλη είναι η ανεξαρτησία από τη βροχόπτωση, η σταθερή παροχή και η βελτίωση της ποιότητας νερού. Όμως έχει προκλήσεις: υψηλό κόστος ενέργειας, ανάγκη για βιώσιμη διάθεση της άλμης και αυστηρές περιβαλλοντικές μελέτες. Αναμφίβολα, ο δρόμος προς βιώσιμη αφαλάτωση περνά μέσα από τη χρήση Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, και τη στρατηγική χωροθέτηση μονάδων με περιορισμένες επιπτώσεις στο θαλάσσιο περιβάλλον. Σε αρκετά νησιά η τεχνολογία υπάρχει – αυτό που λείπει είναι η ενορχηστρωμένη εφαρμογή σε κλίμακα.
• Το καλοκαίρι η χώρα «διψά». Και βεβαίως το ερώτημα έχει και πολιτική διάσταση τι περιθώριο έχει η Ελλάδα να μετασχηματίσει το υδατικό της μοντέλο πριν η κατάσταση γίνει μη αναστρέψιμη;
Η Ελλάδα έχει ακόμη περιθώρια να μετασχηματίσει το υδατικό της μοντέλο, όμως ο χρόνος πιέζει ασφυκτικά, καθώς τα προηγούμενα χρόνια δεν είχαμε αντιληφθεί ότι πρόκειται για εθνική πρόκληση, καθώς αποτελεί αναγκαία συνθήκη ανάπτυξης . Δεν μπορούμε πλέον να μιλάμε για αποσπασματικές παρεμβάσεις ή επιμέρους τεχνικά έργα που λειτουργούν περισσότερο ως ημίμετρα. Η υδατική διαχείριση χρειάζεται να αντιμετωπιστεί ως μείζον εθνικό ζήτημα, με στρατηγικό σχεδιασμό σε ορίζοντα τουλάχιστον εικοσαετίας, θεσμική συνοχή και επιστημονική τεκμηρίωση. Αυτό σημαίνει επανασχεδιασμό της γεωργικής πολιτικής με έμφαση στη βιώσιμη χρήση των υδάτων, στήριξη της καινοτομίας και των ψηφιακών λύσεων στη διαχείριση των πόρων, αναβάθμιση των δικτύων ύδρευσης και, το κυριότερο, έναν ισχυρό πολιτικό κορμό που αναλαμβάνει την ευθύνη του συντονισμού και της εφαρμογής πολιτικών που υπερβαίνουν τον ορίζοντα της τετραετίας. Αν αυτό δεν συμβεί τώρα, σε δέκα χρόνια δεν θα μιλάμε για προσαρμογή – αλλά για ζημιά μη αναστρέψιμη.