Ρεπορτάζ

Απόφαση–σταθμός του Συμβουλίου της Επικρατείας για τις ανανεώσεις αδειών διαμονής αλλοδαπών

• Το ΣτΕ ξεκαθαρίζει ότι ο έλεγχος της διετούς απουσίας αλλοδαπών εκτείνεται σε ολόκληρη τη δεκαετία ισχύος της άδειας διαμονής
• Δίνει απάντηση σε αντικρουόμενη νομολογία και επηρεάζει χιλιάδες αιτήσεις πολιτών τρίτων χωρών με δεκαετείς άδειες του παλαιού καθεστώτος

Με την υπ’ αριθ. 1155/2025 απόφασή του, το Δ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, σε επταμελή σύνθεση, έδωσε οριστική λύση σε κρίσιμο νομικό ζήτημα που στα τελευταία χρόνια είχε προκαλέσει αντιφατικές αποφάσεις των διοικητικών πρωτοδικείων της χώρας. Το ζήτημα αφορούσε τη χρονική περίοδο στην οποία πρέπει να εξετάζεται η προϋπόθεση της μη συνεχούς απουσίας άνω των δύο ετών από τη χώρα, όταν αλλοδαποί κάτοχοι δεκαετούς άδειας διαμονής –εκδοθείσας βάσει του ν. 3386/2005– ζητούν ανανέωση σε τριετή άδεια με βάση το άρθρο 138 παρ. 3β του ν. 4251/2014.
Το ΣτΕ έκρινε ότι η Διοίκηση οφείλει να ελέγχει τη συνδρομή της αρνητικής αυτής προϋπόθεσης σε όλο το χρονικό διάστημα της δεκαετούς άδειας που ανανεώνεται, και όχι μόνο στην τελευταία πενταετία πριν από την αίτηση, όπως ισχύει για το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος.
Η κρίση αυτή αποτελεί νομολογιακό οδηγό και αναμένεται να επηρεάσει χιλιάδες περιπτώσεις αιτούντων που βρίσκονται σε ανάλογη θέση.
Η υπόθεση που οδήγησε στην πρότυπη δίκη
Η αφετηρία της υπόθεσης βρίσκεται στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Ρόδου, το οποίο με την απόφαση 29/2024 υπέβαλε στο ΣτΕ προδικαστικό ερώτημα κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 ν. 3900/2010. Ο αιτών, πολίτης Αλβανίας, γεννηθείς το 1975, είχε λάβει το 2012 δεκαετή άδεια διαμονής με ισχύ έως τον Μάρτιο του 2022. Πριν από τη λήξη της, υπέβαλε αίτηση ανανέωσης για τριετή άδεια με σκοπό την άσκηση ανεξάρτητης οικονομικής δραστηριότητας.
Η Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αιγαίου απέρριψε την αίτηση, κρίνοντας ότι ο ενδιαφερόμενος είχε απουσιάσει από την Ελλάδα από τον Ιανουάριο 2013 έως τον Μάιο 2018, δηλαδή για περισσότερο από πέντε έτη, υπερβαίνοντας το όριο της διετούς συνεχούς απουσίας. Παράλληλα, διατάχθηκε η οικειοθελής αναχώρησή του εντός 25 ημερών.
Το Πρωτοδικείο, αναγνωρίζοντας ότι υπήρχαν δύο αντίθετες τάσεις στη νομολογία (άλλες αποφάσεις έκριναν ότι ο έλεγχος αφορά όλη τη δεκαετία και άλλες ότι περιορίζεται στην τελευταία πενταετία), έθεσε το ζήτημα στο ΣτΕ, ώστε να υπάρξει ενιαία απάντηση.
Το νομικό πλαίσιο  και η σύγκρουση  ερμηνειών
Η παλαιά δεκαετής άδεια διαμονής θεσπίστηκε με τον ν. 3386/2005 και τροποποιήθηκε το 2008 με τον ν. 3731/2008. Προέβλεπε δυνατότητα ανανέωσης, υπό την προϋπόθεση ότι η διαμονή δεν είχε διακοπεί με απουσία άνω των δύο συναπτών ετών.
Ο ν. 4251/2014 εισήγαγε νέο καθεστώς, μεταφέροντας την Οδηγία 2003/109/ΕΚ για τον «επί μακρόν διαμένοντα», με πενταετή συνεχόμενη νόμιμη διαμονή ως βασικό κριτήριο. Για τους κατόχους των παλιών δεκαετών αδειών προβλέφθηκαν μεταβατικές διατάξεις: η ανανέωση να γίνεται καταρχήν με υπαγωγή στον επί μακρόν (άρθρο 138 παρ. 3α). Εάν όμως οι προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούνται, τότε παρέχεται η δυνατότητα τριετούς άδειας (άρθρο 138 παρ. 3β), υπό όρους που περιλαμβάνουν τη μη συνεχή απουσία άνω των δύο ετών.
Το ερμηνευτικό ζήτημα ήταν εάν το χρονικό διάστημα εξέτασης αυτής της διετούς απουσίας περιορίζεται στην τελευταία πενταετία, όπως συμβαίνει στον επί μακρόν, ή αν καλύπτει όλη τη δεκαετία της άδειας που ανανεώνεται.
Η κρίση του ΣτΕ
Το ΣτΕ αποφάνθηκε ότι τα δύο εδάφια της παραγράφου 3 του άρθρου 138 θεσπίζουν διακριτά καθεστώτα με διαφορετικά χρονικά όρια και διαφορετικές λογικές.
Για την ανανέωση σε επί μακρόν (εδάφιο 3α) εφαρμόζεται το πενταετές κριτήριο, ενώ για την τριετή ανανέωση (εδάφιο 3β) πρέπει να ελεγχθεί αν ο αλλοδαπός διέκοψε τη διαμονή του με απουσία άνω των δύο συνεχών ετών καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετούς άδειας.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η διατήρηση αυτής της αυστηρότερης προϋπόθεσης εξυπηρετεί τον σκοπό της νομοθεσίας, δηλαδή τον έλεγχο της πραγματικής σύνδεσης του αλλοδαπού με την Ελλάδα. Αν ο νομοθέτης επιθυμούσε να περιορίσει τον έλεγχο μόνο στην τελευταία πενταετία, θα το είχε προβλέψει ρητά.
Παράλληλα, απέρριψε τον ισχυρισμό περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, υπογραμμίζοντας ότι τα δύο καθεστώτα (επί μακρόν και τριετής ανανέωση) δεν είναι συγκρίσιμα, αφού έχουν διαφορετικούς όρους και παρέχουν διαφορετικά δικαιώματα.
Οι συνέπειες της απόφασης
Η απόφαση του ΣτΕ λειτουργεί ως δεσμευτική απάντηση για τα διοικητικά δικαστήρια σε εκκρεμείς και μελλοντικές υποθέσεις. Η νομολογία ενοποιείται πλέον γύρω από τον κανόνα ότι για την τριετή ανανέωση δεκαετούς άδειας διαμονής ελέγχεται όλη η περίοδος της δεκαετίας.
Αυτό σημαίνει ότι πολίτες τρίτων χωρών που είχαν λάβει δεκαετείς άδειες και επιθυμούν ανανέωση πρέπει να αποδείξουν ότι δεν υπήρξε ούτε μία συνεχόμενη απουσία άνω των δύο ετών μέσα σε όλο το δεκαετές διάστημα. Σε αντίθετη περίπτωση, η αίτηση απορρίπτεται και μπορεί να συνοδεύεται από διαταγή επιστροφής.
Η υπόθεση επιστρέφει στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Ρόδου για την περαιτέρω εκδίκασή της, όμως η γενική κατεύθυνση έχει ήδη δοθεί από το ανώτατο ακυρωτικό.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου