Για το πάγιο αίτημα όλων των τοπικών φορέων, που είναι η επαναφορά των μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ, μιλάει σε συνέντευξή του προς τη «δ», ο πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Ρόδου, κ. Κώστας Σπανός. Επιπλέον σχολιάζει την αντίδραση της αγοράς εν μέσω γεωπολιτικών εξελίξεων, ενώ μιλάει και για την ψηφιακή κάρτα εργασίας.
• Κύριε Σπανέ, κατά καιρούς επανέρχεται στον δημόσιο διάλογο το θέμα με την επαναφορά των μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ. Μάλιστα, είχε γίνει και μία συνάντηση από την Ομοσπονδία Εμπορικών Συλλόγων Δωδεκανήσου με αυτό το αντικείμενο (όπως και άλλες συναντήσεις). Βλέπουμε όμως ότι δεν.. κινείται τίποτα μέχρι σήμερα. Θα ήθελα το σχόλιό σας.
Η επαναφορά των μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ, ιδιαίτερα στα Δωδεκάνησα, αποτελεί πάγιο αίτημα όλων των φορέων από την ημέρα κατάργησής τους.
Από τότε έχουμε διανύσει μία μακρά διαδρομή.
Μία διαδρομή με πολλές αρνήσεις, αναβολές αλλά και πολύ επιμονή μέχρι να φτάσουμε στην πρώτη επίσημη αναφορά-σκέψη για την επαναφορά τους από την 1η Ιανουαρίου 2025 από τα πιο επίσημα χείλη, αυτά του πρωθυπουργού.
Πράγματι υπήρξε μία πρωτοβουλία από την Ομοσπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας Δωδεκανήσου, στην οποία παρευρέθηκαν και οι τέσσερεις κυβερνητικοί βουλευτές, έτσι ώστε να υπάρξει ανταλλαγή απόψεων και ενημέρωση επί του θέματος και τις ενέργειές που έχουν πραγματοποιηθεί σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, αλλά και να αναδείξουμε το θέμα με τεκμηριωμένα επιχειρήματα.
Είχαν προηγηθεί και άλλες συναντήσεις με άλλους φορείς για το θέμα, όπου σε κλίμα σύμπνοιας είχαμε συμφωνήσει ότι η επαναφορά των μειωμένων συντελεστών είναι ένα δίκαιο αίτημα που αφορά άμεσα στη βιωσιμότητα των νησιωτικών οικονομιών μας και δεν αποτελεί προνόμιο αλλά ανάγκη.
Από τις ενημερώσεις που είχαμε το κύριο ζήτημα ήταν η έλλειψη δημοσιονομικού χώρου για την εφαρμογή του μέτρου, αλλά κάπου υπήρχε και η αβεβαιότητα της πολιτικής βούλησης.
Δυστυχώς, μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει η απαραίτητη πολιτική βούληση σε κεντρικό επίπεδο για να ληφθεί η απόφαση αυτή, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν πλέον τα δημοσιονομικά περιθώρια, ανακοίνωση πλεονάσματος, για εφαρμογή των μειωμένων συντελεστών στη Δωδεκάνησο, αλλά και το θεσμικό πλαίσιο, ευρωπαϊκή οδηγία, που το επιτρέπει.
Η επαναφορά των μειωμένων συντελεστών δεν είναι απλώς ένα δημοσιονομικό ζήτημα, είναι ζήτημα επιβίωσης της νησιωτικής οικονομίας, ανταγωνιστικότητας των τοπικών επιχειρήσεων και ισότητας απέναντι στις ιδιαιτερότητες της νησιωτικότητας, αλλά και της ελάφρυνσης του τελικού καταναλωτή, που τόσο έχει πληγεί από την ακρίβεια τα τελευταία χρόνια.
Χρειάζεται συστηματική πίεση, συνεργασία όλων των φορέων και θεσμών με ενότητα στη φωνή μας, γιατί μόνο έτσι μπορούμε να πετύχουμε την επαναφορά ενός μέτρου που αποδεδειγμένα στήριζε τις τοπικές κοινωνίες.
Ως σύλλογος, δεν θα σταματήσουμε να στηρίζουμε ενεργά αυτή τη διεκδίκηση.
• Οι γεωπολιτικές εξελίξεις, οι πολεμικές συγκρούσεις αλλά και η διεθνής οικονομική κρίση έχουν επηρεάσει και τη χώρα μας. Πώς ανταποκρίνεται η αγορά; Η κυβέρνηση δεν δείχνει να στηρίζει τις επιχειρήσεις (από τις πιο μικρές έως τις μεγαλύτερες) με τα μέτρα που θα έπρεπε.
Οι γεωπολιτικές εξελίξεις και οι πολεμικές συγκρούσεις των τελευταίων ετών, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή, σε συνδυασμό με τη διεθνή οικονομική κρίση, έχουν δημιουργήσει ένα περιβάλλον αστάθειας και αβεβαιότητας.
Αν και η Ελλάδα βρίσκεται γεωγραφικά μακριά από τα κέντρα αυτών των συγκρούσεων, οι επιπτώσεις χτυπούν την οικονομία της με τρόπο άμεσο και ισχυρό.
Η ενεργειακή ακρίβεια, το αυξημένο κόστος πρώτων υλών, η μεταφορά αγαθών που γίνεται πιο δύσκολη και ακριβή και η ασταθής νομισματική πολιτική, διεθνώς, δημιουργούν ασφυκτικές συνθήκες για την ελληνική αγορά.
Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, η ραχοκοκαλιά της οικονομίας, είναι αυτές που πλήττονται περισσότερο και βρίσκονται σε αδιέξοδο βλέποντας την κερδοφορία τους να συρρικνώνεται και τη λειτουργία τους να απειλείται.
Παρά τις αντιξοότητες, η ελληνική αγορά προσπαθεί με πολύ κόπο να σταθεί στα πόδια της, καθώς επιχειρηματίες και εργαζόμενοι δείχνουν αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα.
Ωστόσο, δεν είναι δυνατόν να αντέξουν για πολύ, χωρίς ουσιαστική υποστήριξη από το κράτος.
Οι παρεμβάσεις της κυβέρνησης, σε πολλές περιπτώσεις, είναι αποσπασματικές, καθυστερημένες ή ανεπαρκείς.
Οι επιχειρήσεις χρειάζονται πραγματικά μέτρα στήριξης που δεν είναι αναγκαστικά επιδοματικού χαρακτήρα αλλά ουσιαστικού όπως, φορολογικές ελαφρύνσεις, πρόσβαση σε ρευστότητα, μείωση του γραφειοκρατικού φόρτου, σταθερό και δίκαιο φορολογικό περιβάλλον, στήριξη της απασχόλησης και στόχευση στις επενδύσεις και την καινοτομία.
Χωρίς τέτοιες παρεμβάσεις, ο κίνδυνος είναι διπλός: από τη μία, η οικονομία κινδυνεύει να χάσει ένα σημαντικό μέρος του παραγωγικού της ιστού· από την άλλη, αυξάνεται ο κοινωνικός κίνδυνος της ανεργίας, της φτωχοποίησης και της μαζικής απογοήτευσης, ιδιαίτερα στη νέα γενιά.
Η κρίση είναι μεν διεθνής, όμως η διαχείρισή της είναι και πρέπει να είναι εθνική υπόθεση.
Χρειάζεται προνοητικότητα, σχέδιο, στήριξη της υγιούς επιχειρηματικότητας, επένδυση στην καινοτομία και τη βιωσιμότητα, και πάνω από όλα πολιτική βούληση για στήριξη εκείνων που κρατούν όρθια την οικονομία. Οι πολιτικές πρέπει να είναι διορατικές και όχι ουραγός των γεγονότων.
Η αγορά μιλάει. Το ερώτημα είναι: θα ακούσει η Πολιτεία;
• Το λιανεμπόριο κινδυνεύει από το ηλεκτρονικό εμπόριο, το οποίο ανεβαίνει συνεχώς και κερδίζει έδαφος; Τα στοιχεία δείχνουν ότι ο καταναλωτής στη χώρα μας έχει αλλάξει συμπεριφορά.
Το ό,τι το λιανεμπόριο αλλάζει αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός.
Τελευταία μάλιστα μεταβάλλεται με τόσο ταχείς ρυθμούς που δημιουργεί κλυδωνισμούς σε ολόκληρο το εμπορικό οικοσύστημα.
Το ηλεκτρονικό εμπόριο σήμερα αντιστοιχεί στο 30% του συνολικού τζίρου του λιανεμπορίου και υπολογίζεται ότι μόνο στο νησί μας φθάνουν καθημερινά 2.500-3.000 δέματα με παραγγελίες από ηλεκτρονικά καταστήματα.
Εξαιρετικά σημαντικό μέγεθος!
Το ποσοστό αυτό αναμένεται να αυξηθεί και να ξεπεράσει το 50% στα επόμενα πέντε χρόνια, καθώς, οι καταναλωτές εξοικειώνονται, οι νεότερες γενιές αποκτούν αγοραστική δύναμη, οι πλατφόρμες εξελίσσονται, οι εφαρμογές στα κινητά πολλαπλασιάζονται και τα δίκτυα διανομής των προϊόντων βελτιώνονται και αυτοματοποιούνται με τη χρήση έξυπνων εργαλείων.
Το βλέπουμε να συμβαίνει σε άλλες αγορές του εξωτερικού και αργά ή γρήγορα το κύμα αυτό της αλλαγής της καταναλωτικής συμπεριφοράς θα έρθει και σε εμάς.
Το παρατηρούμε στον τρόπο λειτουργίας των πολυεθνικών επιχειρήσεων, όπου ήδη χρησιμοποιούν τα φυσικά τους καταστήματα όχι μόνο ως σημεία πώλησης αλλά και ως σημεία παραλαβής εμπορευμάτων για παραγγελίες που έχουν γίνει μέσα από τα ηλεκτρονικά τους καταστήματα.
Όμως τη μεγαλύτερη πρόκληση για όλες τις επιχειρήσεις, μικρές ή μεγάλες αποτελεί ο ανταγωνισμός και η πίεση από τις μεγάλες πλατφόρμες αγορών, κυρίως από την Κίνα.
Γίνονται προσπάθειες για την ανακοπή του κύματος των αγορών, αλλά η διείσδυσή τους μέσα από τα ευρωπαϊκά κέντρα διανομής είναι τόσο μεγάλη που δύσκολα θα μπορέσει να φέρει αποτελέσματα προκαλώντας «πονοκέφαλο» και προβληματισμό σε όλους.
Η τοπική αγορά λόγω του τουριστικού της προσανατολισμού παρουσιάζει ακόμη αντιστάσεις, αλλά ήδη υπάρχουν επιχειρήσεις που προσφέρουν υπηρεσίες ηλεκτρονικών αγορών και διανομής στους επισκέπτες μας και η εκτίμηση είναι, ότι θα πολλαπλασιαστούν στα επόμενα χρόνια καθώς ενισχύουν την εξυπηρέτηση και την εμπειρία του επισκέπτη.
Το λιανεμπόριο μεταβάλλεται, μεταμορφώνεται, εξελίσσεται, βρίσκει νέα κανάλια δραστηριοποίησης, προκαλεί κινδύνους αλλά δημιουργεί και ευκαιρίες.
Στην αγορά δεν μένουν πάντα οι πιο δυνατοί ή οι πιο μεγάλοι, αλλά οι πιο προσαρμοστικοί!
• Το λιανικό εμπόριο εντάχθηκε στους κλάδους που υποχρεωτικά εφαρμόζουν την ψηφιακή κάρτα εργασίας. Πώς βλέπετε να λειτουργεί στη Ρόδο; Είναι ένα μέτρο προς τη σωστή κατεύθυνση;
Καταρχάς θα πρέπει να αναφέρουμε ότι κάθε μέτρο που θωρακίζει θεσμικά τη σχέση δύο μερών και την προσδιορίζει με σαφή μετρήσιμα στοιχεία είναι κάτι θετικό.
Από εκεί και πέρα εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στην επιτυχία του κάθε μέτρου διαδραματίζουν, η συνεργασία των δυο μερών, οι προβλέψεις για τις ιδιαιτερότητες του κάθε επαγγέλματος, ο τρόπος εφαρμογής καθώς και, όταν αναφερόμαστε σε ψηφιακές εφαρμογές, η εύρυθμη λειτουργία του συστήματος.
Ήδη το μέτρο συμπληρώνει έναν χρόνο εφαρμογής και τα αποτελέσματα είναι ανάμεικτα.
Από τη μία έχουμε τη σαφή απεικόνιση των ωρών εργασίας, την προστασία των νομοταγών εργοδοτών από τον αθέμιτο ανταγωνισμό που προκαλεί η αδήλωτη εργασία και την ισότιμη μεταχείριση των εργαζομένων, ενώ από την άλλη έχουμε την εφαρμογή της να δημιουργεί μεγάλη πίεση, οικονομική και λειτουργική στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις.
Λειτουργική διότι και η νησιωτικότητα και η εποχικότητα διαμορφώνουν ειδικές συνθήκες εργασίας με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά απασχόλησης, όπως ανάγκη για διευρυμένα ωράρια, υπερωρίες λόγω δυσκολίας εύρεσης προσωπικού, ένταση εργασίας λόγω του συμπυκνωμένου εργασιακού χρόνου της σεζόν καθώς απαιτούν ιδιαίτερες προβλέψεις στις συμβάσεις εργασίας για να είναι συμβατές με τις νομοθετικές διατάξεις.
Οικονομική διότι αυξάνει το λειτουργικό κόστος της επιχείρησης, όχι τόσο στο μισθολογικό κομμάτι αλλά στο διαχειριστικό κόστος, προμήθεια και λειτουργία εξοπλισμού, κόστος παρόχου, καθώς η δωρεάν εφαρμογή του Υπουργείου δεν είναι ούτε εύχρηστη ούτε λειτουργική, κόστος λογιστηρίου κλπ, που επιβαρύνουν τις επιχειρήσεις σε 12μηνη βάση είτε αυτές είναι εποχιακές είτε όχι.
Επίσης δεν θα πρέπει να παραλείψουμε το υπερβολικό κόστος του προστίμου που θα κληθεί η επιχείρηση να καταβάλει σε περίπτωση παράβασης, ακόμη και για περιπτώσεις μη ορθής χρήσης, τυπικών παραλείψεων ή ακόμη και υπαιτιότητας του συστήματος διαβίβασης.
Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι η κάρτα εργασίας είναι ένα μέτρο προς τη θετική κατεύθυνση καθώς αυξάνει τη διαφάνεια, προστατεύει εργαζόμενους και εργοδότες, αυξάνει τη διείσδυση της ψηφιοποίησης αλλά η εφαρμογή στην πράξη έχει δείξει ότι επιδέχεται προσαρμογών, διορθώσεων, απλοποιήσεων, ευελιξίας. Έχουν γίνει κάποιες, χρειάζονται ακόμη περισσότερες, ώστε να απολαμβάνουν εργοδότες και εργαζόμενοι τα οφέλη χωρίς την υπερβολική ηλεκτρονική γραφειοκρατία.
Ειδικά σε αυτόν τον τομέα τα περιθώρια βελτίωσης είναι σημαντικά και επιβεβλημένα.