Τοπικές Ειδήσεις

Δικηγόρος κατηγορείται για απάτη με επενδύσεις στη Νότια Αφρική

Στο εδώλιο του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων κατηγορούμενος για απάτη κατ’ εξακολούθηση, από την οποία η προξενηθείσα ζημία και το αντίστοιχο περιουσιακό όφελος, υπερβαίνουν τα 120.000 ευρώ θα καθίσει την 4η Ιουνίου 2020 δικηγόρος, που υπηρετούσε στο νησί της Ρόδου.
Ο δικηγόρος είχε αφεθεί ελεύθερος με τον περιοριστικό όρο της καταβολής χρηματικής εγγύησης ύψους 3.000 ευρώ τον Ιούνιο του 2017, μετά την απολογία του.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι στην δίκη θα προβληθεί ένσταση για το ότι δεν έχει υποβληθεί εμπροθέσμως ως την 31η Οκτωβρίου 2019 δήλωση του άρθρου 464 του μηνυτή περί συνέχισης της δίωξης.
Ο πολιτικώς ενάγων, συντοπίτης του, ισχυρίστηκε στη μήνυση που υπέβαλε τον Μάρτιο του 2014 στην Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Ρόδου ότι ο κατηγορούμενος τον έπεισε με απατηλές υποσχέσεις από το έτος 2008 έως και το έτος 2012 να επενδύσει σημαντικά κεφάλαια στη Νότια Αφρική με υψηλό ποσοστό κέρδους. Διατείνεται αρχικώς ότι του έχει αποσπάσει ποσό που υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο ευρώ, ενώ σε κατάθεση που έδωσε ενώπιον της τακτικής Ανακρίτριας Ρόδου την 2α Ιουνίου 2017, περιόριζε την ζημία, που όπως υποστηρίζει υπέστη, στο ποσό των 600.000 ευρώ.
Στο πλαίσιο της έρευνας παρουσιάστηκαν παραστατικά για την αποστολή τμηματικώς χρημάτων σε ορισμένες εταιρείες της αλλοδαπής, στον κατηγορούμενο αλλά και σε αλλοδαπούς στη Μαδρίτη, στο Γιοχάνεσμπουργκ και στο Κέιπ Τάουν.
Πιο συγκεκριμένα ο πολιτικώς ενάγων υποστήριξε ότι το έτος 2008 είχε λάβει ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από ένα άγνωστο άτομο που του ζητούσε να συνεργαστούν για επενδύσεις στη Νότια Αφρική. Όπως ισχυρίζεται κατέφυγε στον κατηγορούμενο, που μιλά την αγγλική και επειδή είχε αποταμιεύσει κάποια χρήματα τον συμβουλεύτηκε για τη συγκεκριμένη επένδυση.
Ο κατηγορούμενος, όπως υποστηρίζει, του είπε ότι επρόκειτο για επένδυση σε real estate και ότι του φαινόταν προσοδοφόρα. Το 2009 εγκαταστάθηκε στο εξωτερικό και κρατούσε, όπως περιγράφεται στη μήνυση, επαφή με τον εστιάτορα από τον οποίο ζητούσε χρήματα για τη συμμετοχή του στην επένδυση. Υποστηρίζει ότι του είχε πει ότι θα συμμετείχε και ο ίδιος στην επένδυση και ότι του παρέδιδε χρήματα χωρίς να του δώσει κάποιο έγγραφο διότι τα κατέστρεφε.
Ο πολιτικώς ενάγων υποστηρίζει ακόμη ότι περί τα μέσα του 2009 ο κατηγορούμενος τού απεκάλυψε ότι δεν επρόκειτο για επένδυση σε real estate αλλά για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και όπως είπε δεν μπορούσε να απέχει διότι είχε ήδη επενδύσει πολλά.
Ισχυρίστηκε ότι ζήτησε από τον κατηγορούμενο να του αποστείλει όλα τα στοιχεία σε ηλεκτρονική μορφή σε ένα memory stick και ότι εκείνος του είπε ότι τα είχε καταστρέψει, φοβούμενος.
Ο πολιτικώς ενάγων διατείνεται ότι έχει στείλει χρήματα σε συνεργάτες του κατηγορούμενου στο Γιοχάνεσμπουργκ.
Ο ίδιος ο κατηγορούμενος απολογούμενος αρνήθηκε κατηγορηματικά τα όσα του αποδίδονται.
Πιο συγκεκριμένα υποστήριξε ότι το έτος 2004 είχε δανείσει στον μηνυτή το ποσό των 181.300 ευρώ για να τον διευκολύνει ταμειακά κι ότι το έτος 2008 του ανέθεσε να διεκπεραιώσει μια επένδυση με την μορφή του Trust στη Νότια Αφρική. Υποστηρίζει συγκεκριμένα ότι ο μηνυτής είχε διαθέσει για την απεμπλοκή του Trust από τις φορολογικές και ελεγκτικές υποχρεώσεις στο Γιοχάνεσμπουργκ ένα σημαντικό ποσό με τη συνδρομή δικηγόρου που έχει πλέον αποβιώσει.
Ο κατηγορούμενος ήρθε, όπως υποστηρίζει, σε επαφές με άτομα που του υπέδειξε ο πολιτικός ενάγων και αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για ένα καταπίστευμα που είχε δημιουργηθεί από κληρονομιά και αφορούσε επιχειρήσεις real estate. Oι λογαριασμοί του Trust ήταν δεσμευμένοι και οι διαχειριστές του αναζητούσαν επενδυτές οι οποίοι θα κατέβαλαν τα ποσά υποχρεώσεων στις αρχές της χώρας για να λειτουργήσει και συνεχεία θα συμμετείχαν στις εταιρείες ως μέτοχοι όσοι είχαν επενδύσει για την απεμπλοκή του.
Ο ίδιος ο κατηγορούμενος, όπως ισχυρίστηκε, διαπίστωσε στην πορεία ότι επρόκειτο για ξέπλυμα μαύρου χρήματος και ότι είχε ενημερώσει τον πολιτικό ενάγονται ότι δεν θα προχωρούσε η επένδυση. Υποστήριξε ωστόσο ότι ο τελευταίος δεν επιθυμούσε να απεμπλακεί και συνέχισε να αποστέλλει χρήματα στους διαχειριστές του Trust.
To 2012, όπως είπε, αντιλήφθηκε και ο ίδιος ότι δεν επρόκειτο να προχωρήσει οποιαδήποτε επένδυση.
Ο κατηγορούμενος τόνισε ότι δεν είχε καμία σχέση με την αποστολή του αρχικού μηνύματος από τους διαχειριστές του Trust πράγμα που ομολογεί και ο πολιτικός ενάγων, ενώ κατέστησε σαφές ότι με κανέναν τρόπο δεν τον εξαπάτησε αφού μάλιστα πολύ έγκαιρα τον είχε ενημερώσει για τους κινδύνους και την πορεία της υπόθεσής του.
Σε ό,τι αφορά τα χρήματα που του απέστειλε ο πολιτικός ενάγων υποστήριξε ότι πρόκειται για επιστροφή του δανείου που του είχε χορηγήσει και παρουσίασε προς απόδειξη σχετικό ιδιωτικό συμφωνητικό και συναλλαγματικές.
Ως συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορούμενου παρίσταται ο δικηγόρος κ. Δήμος Μουτάφης.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου