• Η Εισαγγελική πρόταση υπήρξε επίσης αθωωτική, με το δικαστήριο να δέχεται ότι δεν υπήρξε ψευδής παράσταση ή δόλος από τον κατηγορούμενο, αλλά οικονομική δυσχέρεια και παρερμηνείες κατά την εκτέλεση του έργου
Μετά από μια πολυετή δικαστική διαδρομή, που ξεκίνησε από το 2014 και ολοκληρώθηκε με τη χθεσινή εκδίκαση σε δεύτερο βαθμό, το Τριμελές Εφετείο Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων (προεδρική διαδικασία) έκρινε ομοφώνως αθώο έναν εργολάβο, ελληνικής καταγωγής, ο οποίος είχε κατηγορηθεί για απάτη κατ’ εξακολούθηση, με συνολικό ποσό ζημίας και σκοπούμενου οφέλους άνω των 120.000 ευρώ.
Η απόφαση αυτή, που υιοθέτησε πλήρως και την αθωωτική πρόταση της Εισαγγελέως της έδρας, ήρθε να ανατρέψει την προηγούμενη κρίση του ίδιου δικαστηρίου, το οποίο σε πρώτο βαθμό είχε επιβάλει ποινή κάθειρξης επτά ετών, με ανασταλτικό αποτέλεσμα μέχρι την εκδίκαση της έφεσης.
Η υπόθεση είχε απασχολήσει εκτενώς τη Δικαιοσύνη και τα μέσα ενημέρωσης λόγω της φύσης του έργου, την αποπεράτωση μιας πολυτελούς βίλας στη Μύκονο, στην περιοχή Χουλάκια και των σοβαρών οικονομικών διαφορών που προέκυψαν ανάμεσα στον εργολάβο και τον αλλοδαπό ιδιοκτήτη της κατοικίας.
Το ιστορικό της υπόθεσης
Το 2012 ο αλλοδαπός ιδιοκτήτης ήρθε σε επαφή με δύο εργολάβους από τη Ρόδο, με σκοπό την ολοκλήρωση της πολυτελούς κατοικίας του στη Μύκονο. Το ακίνητο βρισκόταν ήδη σε στάδιο ολοκληρωμένου σκελετού από μπετόν αρμέ και τοιχοποιίας, ενώ το αντικείμενο της συμφωνίας αφορούσε στην αποπεράτωση των εσωτερικών και εξωτερικών εργασιών.
Σύμφωνα με τη μήνυση που κατατέθηκε αργότερα, οι εργασίες αρχικά προχωρούσαν με ικανοποιητικό ρυθμό, γεγονός που ενίσχυσε την εμπιστοσύνη του ιδιοκτήτη προς τους εργολάβους. Ωστόσο, από το φθινόπωρο του 2013 άρχισαν να δημιουργούνται εντάσεις, καθώς ο ιδιοκτήτης διαπίστωσε καθυστερήσεις που δεν αντιστοιχούσαν στα ποσά που είχε καταβάλει.
Παρά τη συμφωνημένη παράταση της παράδοσης του έργου έως τις 31 Μαρτίου 2014, ο ιδιοκτήτης κατά την αιφνιδιαστική επίσκεψή του στις 17 Ιανουαρίου 2014 διαπίστωσε, όπως υποστήριξε, ότι δεν είχαν πραγματοποιηθεί οι προβλεπόμενες εργασίες, παρά μόνο η τοποθέτηση των δαπέδων, ενώ είχε ήδη καταβάλει το ποσό των 62.548,80 ευρώ έναντι της τελευταίας δόσης.
Ο τοπικός υπεργολάβος, παρών τότε στο έργο, ανέφερε ότι δεν είχε πληρωθεί για εργασίες ύψους 50.000 ευρώ, γεγονός που οδήγησε στη διακοπή των εργασιών. Ο αλλοδαπός υποστήριξε πως είχε καταβάλει συνολικά 498.766 ευρώ, εκ των οποίων, σύμφωνα με τον ισχυρισμό του, μόνο ένα μέρος χρησιμοποιήθηκε για το έργο, ενώ τα υπόλοιπα διοχετεύθηκαν σε άλλες ανάγκες της εταιρείας του εργολάβου.
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου είχε απαλλάξει με βούλευμα τον συνεταίρο του κατηγορούμενου, κρίνοντας ότι δεν είχε ενεργό συμμετοχή στην υπόθεση. Ο βασικός εργολάβος, ωστόσο, οδηγήθηκε σε δίκη, καταδικάστηκε πρωτόδικα και στη συνέχεια άσκησε έφεση.
Οι θέσεις της 
υπεράσπισης και τα πραγματικά δεδομένα
Ο κατηγορούμενος, ήδη από την πρώτη στιγμή, είχε υποστηρίξει ότι όχι μόνο εκτέλεσε τις συμφωνημένες εργασίες αλλά και πρόσθετες, πέραν της αρχικής σύμβασης, χωρίς να έχει αποζημιωθεί για αυτές.
Επικαλέστηκε μάλιστα ότι σε ορισμένα σημεία της κατασκευής χρειάστηκε να κατεδαφίσει και να επανακτίσει τμήματα του έργου, προκειμένου να ικανοποιήσει επιθυμίες και αλλαγές του ιδιοκτήτη.
Κατά την ακροαματική διαδικασία στο Εφετείο, η υπεράσπιση, εκπροσωπούμενη από τους δικηγόρους κ.κ. Βασίλη Καβουριού και Θρασύβουλο Κονταξή, ανέπτυξε με λεπτομέρειες τα οικονομικά και τεχνικά δεδομένα, αποδεικνύοντας πως η εταιρεία του κατηγορουμένου λειτουργούσε κανονικά και δεν υπήρχε δόλος ή πρόθεση εξαπάτησης.
Ο ίδιος ο εργολάβος παραδέχθηκε ότι είχε αντιμετωπίσει προβλήματα ρευστότητας, τα οποία τον οδήγησαν στην έκδοση επιταγών προς υπεργολάβους, ωστόσο διευκρίνισε ότι η δυσκολία αυτή δεν σήμαινε αδυναμία ολοκλήρωσης του έργου.
Η Εισαγγελική πρόταση και το σκεπτικό της αθώωσης
Κατά τη χθεσινή συνεδρίαση, η Εισαγγελέας της έδρας εισηγήθηκε ρητά την απαλλαγή του κατηγορουμένου, υπογραμμίζοντας ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προέκυψε κανένα ψευδές γεγονός ή ψευδής παράσταση εκ μέρους του εργολάβου προς τον εντολέα του. Η Εισαγγελέας επεσήμανε ότι η εταιρεία του ήταν πράγματι ενεργή και υγιής την περίοδο εκείνη, ενώ οι οικονομικές καθυστερήσεις αφορούσαν προσωρινή δυσχέρεια ρευστότητας, κοινό φαινόμενο στον κατασκευαστικό κλάδο κατά τα χρόνια της οικονομικής κρίσης.
Τόνισε ακόμη ότι ο φερόμενος ως παθών είχε πλήρη ενημέρωση για την πορεία του έργου, μέσω τακτικών επισκέψεων και του επιβλέποντος μηχανικού του, άρα δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί δόλος ή παραπλάνηση.
Το δικαστήριο, υιοθετώντας στο σύνολό της την πρόταση της Εισαγγελίας, κατέληξε στην ομόφωνη αθώωση του κατηγορουμένου.
Η διαφορά ανάμεσα στα δύο μέρη αφορά εξάλλου καθαρά εμπορική και αστική αντιπαράθεση, όχι ποινικά κολάσιμη πράξη.
Ως συνήγοροι για την υποστήριξη της κατηγορίας παρέστησαν οι κ.κ. Γιώργος Μαυρομάτης και Στέλιος Κιουρτζής.
Η απόφαση του Εφετείου Δωδεκανήσου κλείνει ένα κεφάλαιο που διήρκεσε πάνω από δέκα χρόνια, με σοβαρές συνέπειες για τον επαγγελματικό και προσωπικό βίο του κατηγορούμενου.
 
	
	



















 
	 
	 
	 
	