• Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ρόδου έκρινε ένοχους τέσσερις κατηγορούμενους για απάτη με υπολογιστή, ξέπλυμα χρήματος και συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης, επιβάλλοντας ποινές φυλάκισης από 4 έτη και 3 μήνες έως 4 έτη και 6 μήνες, καθώς και χρηματική ποινή
Μια από τις πιο σύνθετες και χαρακτηριστικές υποθέσεις ηλεκτρονικού εγκλήματος που εκδικάστηκαν τα τελευταία χρόνια στη Δωδεκάνησο ολοκληρώθηκε με την ετυμηγορία του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου. Τέσσερις αλλοδαποί καταδικάστηκαν για τη συμμετοχή τους σε οργανωμένο κύκλωμα ηλεκτρονικών απατών, το οποίο μέσω συστηματικής δράσης και μεθόδων υψηλής τεχνογνωσίας κατάφερε να αποσπάσει δεκάδες χιλιάδες ευρώ από τραπεζικούς λογαριασμούς πολιτών. Η υπόθεση αποκάλυψε το εύρος της απειλής που συνιστούν οι ηλεκτρονικές απάτες, αλλά και τη διασύνδεση τέτοιων κυκλωμάτων με διεθνείς πρακτικές νομιμοποίησης εσόδων.
Η αρχή του κυκλώματος και η δράση στη Ρόδο
Το καλοκαίρι του 2021, το νησί της Ρόδου έγινε πεδίο δράσης ενός οργανωμένου κυκλώματος που στόχευσε συγκεκριμένα θύματα με σκοπό την παράνομη αποκόμιση χρημάτων. Οι κατηγορούμενοι, σε συνεργασία με άγνωστους μέχρι σήμερα συνεργούς, υπέκλεψαν με άγνωστο τρόπο τα στοιχεία πρόσβασης πολιτών στο e-banking της Alpha Bank.
Οι δράστες αξιοποίησαν συνδυασμό τεχνολογικών μεθόδων: εισήλθαν στους τραπεζικούς λογαριασμούς των θυμάτων με κλεμμένους κωδικούς χρήστη και συνθηματικά, ενώ παράλληλα εκμεταλλεύθηκαν τα SMS-OTP που αποστέλλονταν στα κινητά τηλέφωνα των πελατών. Μέσω αυτού του μηχανισμού, ενεργοποίησαν νέες συσκευές, πρόσθεσαν βιομετρικά στοιχεία και αύξησαν τα ημερήσια όρια μεταφορών, δημιουργώντας πλήρη έλεγχο στους λογαριασμούς.
Απόπειρες και επιτυχείς μεταφορές χρημάτων
Κατά το διάστημα από τις 19 Ιουλίου έως τις 3 Αυγούστου 2021, οι κατηγορούμενοι προχώρησαν σε σειρά ηλεκτρονικών συναλλαγών. Σε αρκετές περιπτώσεις οι τράπεζες αντέδρασαν εγκαίρως, μπλοκάροντας ή ακυρώνοντας τις μεταφορές, με αποτέλεσμα ποσά να επιστρέψουν στους λογαριασμούς των θυμάτων. Ωστόσο, σε άλλες περιπτώσεις οι κινήσεις ολοκληρώθηκαν επιτυχώς.
Η συνολική ζημία που υπέστησαν οι εγκαλούντες ανήλθε σε 56.456 ευρώ, ποσό που μεταφέρθηκε σε λογαριασμούς των κατηγορουμένων. Παράλληλα, η ομάδα αποπειράθηκε να υφαρπάξει επιπλέον 101.160 ευρώ, χωρίς όμως να το καταφέρει λόγω ακυρώσεων από τα συστήματα ασφαλείας των τραπεζών και ενστάσεων των πελατών.
Το δίκτυο των λογαριασμών και οι διεθνείς διασυνδέσεις
Η έρευνα αποκάλυψε ότι το κύκλωμα δεν περιοριζόταν στη Ρόδο. Σημαντικό τμήμα των χρημάτων διοχετεύθηκε σε λογαριασμούς που τηρούνταν σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, ενώ εντοπίστηκαν και απόπειρες μεταφοράς σε λογαριασμούς στο εξωτερικό, ειδικά στην Ταϊλάνδη.
Οι τρεις από τους τέσσερις καταδικασθέντες εμφανίζονται να έχουν διαδραματίσει ρόλο «λογαριασμών-υποδοχέων» (money mules), δηλαδή πρόσωπα που δέχονταν τα παράνομα κεφάλαια στους προσωπικούς τους λογαριασμούς, με σκοπό την περαιτέρω νομιμοποίησή τους μέσω καταθέσεων και αναλήψεων.
Αξιοσημείωτο είναι ότι σε διάστημα λίγων ημερών πραγματοποιήθηκαν καταθέσεις και μεταφορές πολλών χιλιάδων ευρώ στους ίδιους λογαριασμούς, γεγονός που ενίσχυσε τη θέση της κατηγορίας περί συστηματικής νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα.
Η κατηγορία της εγκληματικής οργάνωσης
Καθοριστική στη διαμόρφωση της ετυμηγορίας υπήρξε η απόδειξη ότι οι κατηγορούμενοι δεν ενήργησαν μεμονωμένα, αλλά συγκρότησαν οργανωμένη ομάδα με σαφές σχέδιο. Η μεταξύ τους συνεργασία, η κατανομή ρόλων και η συντονισμένη δράση σε διαφορετικές πόλεις και χώρες, στοιχειοθέτησαν τη σύσταση εγκληματικής οργάνωσης.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, οι τέσσερις αλλοδαποί ενώθηκαν μεταξύ τους προ της 16ης Ιουλίου 2021, προκειμένου να διαπράξουν απάτες μέσω υπολογιστών. Ο κοινός δόλος και η συστηματικότητα των ενεργειών τους επιβεβαίωσαν την πρόθεση μόνιμης εγκληματικής δράσης με σκοπό το οικονομικό όφελος.
Οι μάρτυρες και η δικαστική διαδικασία
Στην υπόθεση κατέθεσαν τρεις κάτοικοι Ρόδου, θύματα των δραστών, που περιέγραψαν πώς είδαν τους λογαριασμούς τους να αδειάζουν μέσα σε λίγα λεπτά και πως απώλεσαν 85.000 ευρώ. Η μαρτυρία τους κρίθηκε κομβική, καθώς τεκμηρίωσε το μέγεθος της ζημίας αλλά και τον αιφνιδιασμό που υπέστησαν οι πολίτες μπροστά στην ταχύτητα των ηλεκτρονικών επιθέσεων.
Οι ποινές που επιβλήθηκαν
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ρόδου έκρινε ενόχους και τους τέσσερις κατηγορούμενους. Ο πρώτος καταδικάστηκε σε φυλάκιση 4 ετών και 3 μηνών, ενώ στους υπόλοιπους τρεις επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 4 ετών και 6 μηνών. Επιπλέον, αποφασίστηκε η επιβολή χρηματικής ποινής ύψους 750 ευρώ.
Γερμανίδα τουρίστρια 51 ετών έχασε 1.620 ευρώ μετά από παρείσφρηση στην ηλεκτρονική επικοινωνία κράτησης καταλύματος
Τρίτος παρενέβη στην αλληλογραφία, ζητώντας πληρωμή σε τραπεζικό λογαριασμό με δικαιούχο «Samuel John», και άνοιξε προανάκριση.
Μια υπόθεση ηλεκτρονικής απάτης που έλαβε χώρα στην Κάρπαθο φέρνει και πάλι στο προσκήνιο την ευθραυστότητα των ψηφιακών συναλλαγών στον τουρισμό. Μία 51χρονη Γερμανίδα, ετοιμάζοντας τις διακοπές της, ακολούθησε οδηγίες που της δόθηκαν μέσα σε μια φαινομενικά νόμιμη συνομιλία και κατέβαλε 1.620 ευρώ σε τραπεζικό λογαριασμό τρίτου προσώπου.
Η καταγγελία της, οδήγησε σε προανακριτική διαδικασία, αποτελεί παράδειγμα του πώς η παγίδα στήνεται μέσα στην ίδια την ροή της επικοινωνίας και πώς η εμπιστοσύνη εκμεταλλεύεται την ελαφρά αβλεψία.
Το χρονικό της υπόθεσης
Τον Μάρτιο του 2025 η 51χρονη προχώρησε σε ηλεκτρονική επικοινωνία με σκοπό την κράτηση δωματίου σε κατάλυμα της περιοχής. Η συνομιλία εξελίχθηκε ομαλά μέχρι που, όπως κατήγγειλε αργότερα, τρίτο πρόσωπο παρενέβη στη ροή των μηνυμάτων, παρουσιάζοντας οδηγίες για την καταβολή προκαταβολής σε τραπεζικό λογαριασμό που φαινόταν νόμιμος αλλά ανήκε σε διαφορετικό δικαιούχο. Ακολουθώντας αυτές τις οδηγίες, η ταξιδιώτισσα προχώρησε σε πληρωμή 1.620 ευρώ. Όταν δεν έλαβε την αναμενόμενη επιβεβαίωση και διαπίστωσε ασυμφωνίες στα στοιχεία, αντιλήφθηκε ότι είχε πέσει θύμα απάτης και υπέβαλε ενόρκως την καταγγελία της στις 18 Σεπτεμβρίου 2025.
Η περιγραφή του περιστατικού αντανακλά μία γνωστή τακτική: ο δράστης ενσωματώνεται σε μια υπάρχουσα επικοινωνία και μιμείται τον τόνο και το περιεχόμενο του νόμιμου συνομιλητή, έτσι ώστε να μη κινήσει υποψίες. Στην προκειμένη περίπτωση, η αλλαγή καναλιού επικοινωνίας ή η χρήση εναλλακτικής διεύθυνσης αποστολής μηνυμάτων συνοδεύτηκε από νέες οδηγίες πληρωμής, με αποτέλεσμα το θύμα να θεωρήσει ότι επρόκειτο για νόμιμη και τελική απαίτηση του καταλύματος. Οι απατεώνες αξιοποιούν την πίεση χρόνου, την επιθυμία για γρήγορο κλείσιμο της κράτησης και την εμπιστοσύνη που αναπτύσσεται σε μια συνομιλία, για να κατευθύνουν το θύμα σε λανθασμένη συναλλαγή.
Η αντίδραση των αρχών και η προανάκριση
Μετά την κατάθεση, ξεκίνησε προανάκριση από τις αρμόδιες ελληνικές αρχές. Τα πρώτα στάδια της έρευνας περιλαμβάνουν τη συγκέντρωση της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας που προσκόμισε η καταγγέλλουσα, τη διασταύρωση των τραπεζικών στοιχείων και την επικοινωνία με το πιστωτικό ίδρυμα προκειμένου να διερευνηθούν δυνατότητες δέσμευσης ή επιστροφής ποσού. Παράλληλα, οι αρχές αναζητούν αν το ίδιο modus operandi έχει χρησιμοποιηθεί και σε άλλες περιπτώσεις, ώστε να εντοπιστούν ενδεχόμενα δίκτυα ή επαναλαμβανόμενοι δράστες.