Ρεπορτάζ

Αναβιώνει η πολύκροτη υπόθεση παρατραπεζικής δραστηριότητας πρώην διευθυντή της Πειραιώς που συγκλόνισε τη Ρόδο

• Στο Τριμελές Εφετείο Δωδεκανήσου επί Κακουργημάτων με προεδρική διαδικασία η υπόθεση του πρώην διευθυντή υποκαταστήματος της Τράπεζας Πειραιώς, με πρωτόδικη κάθειρξη 18 ετών και ζημία 1.804.392,44 ευρώ

Η υπόθεση που για χρόνια τροφοδότησε συζητήσεις, καταγγελίες και έναν επίμονο φόβο στους αποταμιευτές για το τι μπορεί να συμβεί όταν η εμπιστοσύνη μετατρέπεται σε εργαλείο εξαπάτησης, επιστρέφει στο προσκήνιο. Στις 19 Ιανουαρίου 2026, μετά από διαδοχικές αναβολές, αναβιώνει ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου επί Κακουργημάτων, με προεδρική διαδικασία, η έφεση που άσκησε πρώην διευθυντής του υποκαταστήματος της Τράπεζας Πειραιώς στη Ρόδο, ο οποίος πρωταγωνίστησε σε υπόθεση παρατραπεζικής δραστηριότητας στο νησί.
Στο επίκεντρο βρίσκεται η έφεση του κατηγορουμένου, ο οποίος πρωτοδίκως καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης 18 ετών. Η έφεση έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα υπό περιοριστικούς όρους, γεγονός που σημαίνει ότι, έως την εκδίκαση και την τελική απόφαση σε δεύτερο βαθμό, ο κατηγορούμενος παραμένει εκτός φυλακής αλλά με αυστηρούς κανόνες παρουσίας και μετακίνησης.
Η πρωτόδικη απόφαση και η φράση που έμεινε από την έδρα
Στην πρωτόδικη κρίση, το δικαστήριο δεν αναγνώρισε ελαφρυντικά. Μάλιστα, είχε επισημανθεί από έδρας ότι ήταν η πρώτη φορά που το δικαστήριο δεν μπορούσε να βρει στήριγμα για την αναγνώριση ελαφρυντικών, μια διατύπωση που αποτυπώνει την αυστηρότητα με την οποία αντιμετωπίστηκαν οι πράξεις όπως αυτές αποδόθηκαν στον κατηγορούμενο.
Η ανασταλτική δύναμη της έφεσης συνοδεύεται από συγκεκριμένες υποχρεώσεις. Ο κατηγορούμενος υποχρεούται να εμφανίζεται 2 φορές κάθε μήνα στο αστυνομικό τμήμα του τόπου κατοικίας του και του έχει επιβληθεί απαγόρευση εξόδου από τη χώρα.
Τα αδικήματα για τα οποία κρίθηκε ένοχος
Ο κατηγορούμενος κρίθηκε ομοφώνως ένοχος πρωτοδίκως για σειρά αδικημάτων κακουργηματικού χαρακτήρα. Η κρίση αφορούσε πλαστογραφία με την ειδικότερη μορφή της κατάρτισης κατ’ εξακολούθηση, με συνολική ζημία και αντίστοιχη ωφέλεια άνω των 120.000 ευρώ, πλαστογραφία με την ειδικότερη μορφή της νόθευσης κατ’ εξακολούθηση επίσης άνω των 120.000 ευρώ, απάτη κατ’ εξακολούθηση με περιουσιακή ζημία και αντίστοιχο περιουσιακό όφελος άνω των 120.000 ευρώ, νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα, καθώς και απάτη με υπολογιστή κατ’ εξακολούθηση, από την οποία η ζημία και το αντίστοιχο όφελος υπερέβαιναν επίσης τις 120.000 ευρώ.
Η ζημία 1.804.392,44 ευρώ και το χρονικό της δράσης 2012 έως 2015
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν αποδοθεί στην υπόθεση, το ύψος της ζημίας στο διάστημα από 2 Φεβρουαρίου 2012 έως και 19 Ιουνίου 2015 φέρεται να ανέρχεται στο ποσό των 1.804.392,44 ευρώ. Πρόκειται για ποσό που από μόνο του εξηγεί γιατί η υπόθεση αντιμετωπίστηκε ως βαρύνουσα και γιατί οι καταγγελίες άνοιξαν πολλαπλά μέτωπα.
Καθοριστικό είναι επίσης ότι, όπως είχε αποκαλύψει η «δημοκρατική», οι υποθέσεις που απασχόλησαν την Εισαγγελία ήταν 14. Στο ακροατήριο κατέθεσαν 19 μάρτυρες, ενώ τα θύματα που αποζημιώθηκαν από την τράπεζα δεν εμφανίστηκαν στη δίκη, ένα στοιχείο που έχει τη δική του ανάγνωση. Από τη μία, η αποζημίωση μπορεί να λειτουργεί ως πρακτική αποκατάσταση. Από την άλλη, η απουσία στο ακροατήριο συχνά αφαιρεί από μια υπόθεση το ζωντανό ανθρώπινο ίχνος, εκείνο που μεταφέρει στο δικαστήριο την ψυχολογία της εξαπάτησης και τον αντίκτυπο στην καθημερινότητα.
Οι 3 φερόμενοι τρόποι υπεξαίρεσης και η οικονομία της εξαπάτησης
Στην καρδιά της υπόθεσης βρίσκεται η περιγραφή 3 διαφορετικών μεθοδεύσεων μέσω των οποίων φέρεται να ιδιοποιήθηκε χρήματα πελατών.
Η πρώτη μεθόδευση, σύμφωνα με τις καταγγελίες, βασίστηκε σε πελάτες που είχαν απόλυτη εμπιστοσύνη στο πρόσωπό του. Φέρεται να τους έπειθε να ανανεώνουν προθεσμιακές καταθέσεις, προσφέροντας επιτόκια πέρα από όσα προέβλεπαν τα επενδυτικά προγράμματα. Στην ίδια εκδοχή, τους εφοδίαζε με πλαστούς τίτλους προθεσμιακών καταθέσεων και πλαστά βιβλιάρια καταθέσεων συνδεδεμένα με αυτούς. Το κρίσιμο στοιχείο εδώ είναι η κατασκευή μιας εικόνας κανονικότητας μέσω εγγράφων, ώστε οι καταθέτες να πιστεύουν ότι η κατάθεσή τους βρίσκεται εκεί που πρέπει. Παράλληλα, φέρεται να κάλυπτε τις υπεξαιρέσεις με αναλήψεις και μεταφορές χρημάτων σε άλλους λογαριασμούς, δημιουργώντας μια σκιά συναλλαγών που δυσκολεύει την άμεση ανίχνευση.
Η δεύτερη μεθόδευση, όπως έχει αποδοθεί, φαίνεται να αξιοποίησε κοινωνικές σχέσεις εκτός τραπεζικού χώρου. Κυρίως άτομα με τα οποία είχε αναπτύξει δεσμούς σε αθλητικό σύλλογο όπου είχε διατελέσει πρόεδρος, φέρεται να πείστηκαν να του εμπιστευθούν καταθέσεις για επένδυση σε ομόλογα δήθεν του εξωτερικού με εξωπραγματικές αποδόσεις. Η δραστηριότητα αυτή, σύμφωνα με τις καταγγελίες, έγινε εκτός τράπεζας, αν και συναντήσεις φέρεται να πραγματοποιούνταν και στο γραφείο του. Η διπλή αυτή συνθήκη, εκτός τραπεζικού πλαισίου αλλά με τραπεζικό περιβάλλον, δημιουργεί μια γκρίζα ζώνη που σε επίπεδο κοινωνικής εμπιστοσύνης λειτουργεί ισχυρά, καθώς ο χώρος του γραφείου παραπέμπει σε θεσμικό κύρος ακόμη και όταν η πράξη δεν είναι θεσμική.
Σε αυτή τη δεύτερη εκδοχή εντάσσονται και οι μεταχρονολογημένες επιταγές 6μηνης διάρκειας, από λογαριασμό του σε άλλη τράπεζα, στις οποίες φέρεται να ενσωμάτωνε τον τόκο, ως μέσο εξασφάλισης προς τα πρόσωπα που του εμπιστεύονταν χρήματα.
Σε 3 περιπτώσεις που έχουν γίνει γνωστές, οι επιταγές αυτές ήταν ακάλυπτες. Ο ίδιος, πριν αποκαλυφθεί το σκάνδαλο και ξετυλιχθεί το κουβάρι των καταγγελιών, φέρεται να είχε δικαιολογήσει το γεγονός επικαλούμενος σοβαρή ασθένεια από την οποία δήθεν έπασχε.
Η τρίτη μεθόδευση προέκυψε, σύμφωνα πάντα με τις καταγγελίες, από καταγγελία ξενοδόχου. Στο πλαίσιο των ρευστοποιήσεων καταθέσεων και του φόβου για την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος περί τα τέλη Ιουνίου, φέρεται να έπεισε τον ξενοδόχο, που επέμενε στο σπάσιμο προθεσμιακής κατάθεσης σε ευρώ, να επενδύσει τα χρήματά του σε επενδυτικό πρόγραμμα με μεγάλες αποδόσεις στο εξωτερικό. Εδώ το περιβάλλον της εποχής παίζει κομβικό ρόλο. Όταν η κοινωνία βρίσκεται σε κλίμα αβεβαιότητας, η υπόσχεση μιας υψηλής απόδοσης και μιας υποτιθέμενης διεθνούς διασφάλισης γίνεται πιο πειστική, ειδικά αν μεταφέρεται από πρόσωπο με θεσμικό ρόλο.
Η αντίφαση που «καίει» το αφήγημα, από μάρτυρας κατηγορίας σε πρωταγωνιστή καταγγελιών
Από τα πιο συγκλονιστικά στοιχεία της υπόθεσης, όπως έχει καταγραφεί, είναι ότι ο κατηγορούμενος είχε υπάρξει κύριος μάρτυρας κατηγορίας σε άλλο τραπεζικό σκάνδαλο που εκτυλίχθηκε στο κεντρικό υποκατάστημα της Λαϊκής Τράπεζας στη Ρόδο και είχε συγκλονίσει το νησί. Η ιστορία αυτή προσθέτει μια έντονη αντίφαση που δύσκολα περνά απαρατήρητη, καθώς ένας άνθρωπος που παρουσιάστηκε τότε ως πρόσωπο που συνέδραμε στην κάθαρση, αργότερα βρίσκεται να κατηγορείται ότι ακολούθησε πρακτικές ακόμη πιο επιβαρυντικές.
Η δημόσια αίσθηση που γεννάται από αυτή την αντίφαση είναι βαθιά πολιτική με την κοινωνική έννοια του όρου. Τροφοδοτεί την υποψία ότι οι μηχανισμοί ελέγχου είτε δεν επαρκούν είτε ενεργοποιούνται επιλεκτικά. Και ταυτόχρονα δείχνει πόσο εύκολα ένα τραπεζικό πρόσωπο μπορεί να μετακινηθεί από τον ρόλο του μάρτυρα στην εικόνα του πρωταγωνιστή, χωρίς να έχει υπάρξει εγκαίρως ένα αποτελεσματικό φίλτρο πρόληψης.
Η απολογία και το επιχείρημα της πίεσης για αποτελέσματα
Απολογούμενος, ο κατηγορούμενος είχε υποστηρίξει ότι όταν τοποθετήθηκε διευθυντής υπήρχε μεγάλη πίεση να αποδείξει την αξία του και ταυτόχρονα απαίτηση της διεύθυνσης της τράπεζας να κρατήσει όλους τους πελάτες και να τους αυξήσει. Περιέγραψε περιβάλλον έντονου ανταγωνισμού επιτοκίων και προσφορών μεταξύ τραπεζών, ισχυριζόμενος ότι το έργο του δεν ήταν εύκολο.
Στο πιο χαρακτηριστικό σημείο, όπως έχει αποδοθεί, ανέφερε ότι τον έπιασε αυτό που ο ίδιος αποκάλεσε επαγγελματική διαστροφή, δηλαδή μια εμμονή να κρατήσει τους πελάτες και να προσελκύσει άλλους, υποσχόμενος επιτόκια κατά πολύ ανώτερα της αγοράς. Υποστήριξε ακόμη, εκφράζοντας λύπη για τα θύματα, ότι δεν έφαγε τα χρήματα που αφαίρεσε αλλά τα διέθεσε σε φακελάκια σε πελάτες ως πανωτόκια, ώστε να τους κρατήσει στο κατάστημα και να διασφαλίσει τη διατήρηση της διευθυντικής του θέσης και την επαγγελματική του ανέλιξη.
Πρόκειται για ισχυρισμό που επιχειρεί να μετατρέψει την υπεξαίρεση σε μια στρεβλή, αυτοσυντηρούμενη πρακτική, όπου το χρήμα δεν παρουσιάζεται ως προσωπική πολυτέλεια αλλά ως καύσιμο διατήρησης πελατείας. Ωστόσο, ακόμη και ως αφήγημα, αφήνει ένα κρίσιμο κενό. Αν η αγορά επιτοκίων ήταν πράγματι τόσο ανταγωνιστική, η λειτουργία των ελέγχων και των συστημάτων καταγραφής θα έπρεπε να αποτυπώνει τις αποκλίσεις. Το γεγονός ότι η υπόθεση φτάνει σε κακουργηματικές κρίσεις δείχνει πως το δικαστήριο πρωτοδίκως δεν πείστηκε ότι επρόκειτο για απλή υπερβάλλουσα εμπορική πρακτική.
Ο ίδιος, σύμφωνα με όσα έχουν καταγραφεί, υποστήριξε ότι ποσό περίπου 270.000 ευρώ χρησιμοποιήθηκε για τις σπουδές των παιδιών του και την οικογένειά του και ότι δεν χρησιμοποίησε χρήματα για την εξόφληση στεγαστικού δανείου ή καρτών, κάνοντας αναφορές σε οικονομικές δυσκολίες. Η υπεράσπιση σε τέτοιες υποθέσεις συχνά προσπαθεί να εντάξει την πράξη σε προσωπικό αδιέξοδο ή σε μηχανισμό πίεσης.
Το δικαστήριο όμως πρωτοδίκως έκρινε χωρίς ελαφρυντικά, κάτι που προϊδεάζει για το πώς αξιολογήθηκαν αυτοί οι ισχυρισμοί.
Ως συνήγορος υπεράσπισης παρίσταται ο δικηγόρος Άκης Δημητριάδης.
Ως συνήγοροι υποστήριξης της κατηγορίας για την Τράπεζα Πειραιώς παρίστανται οι δικηγόροι Χαρά Παπαδοπούλου και Γιάννης Καρατζαφέρης.
Για θύματα παρίστανται οι δικηγόροι Μιχάλης Καντιδενός και Ελ. Κορδέλλα.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου