Ρεπορτάζ

Στην αντεπίθεση πέρασε ο ασφαλιστικός σύμβουλος

Στην αντεπίθεση πέρασε χθες με την υποβολή πολυσέλιδης μηνύσεως κατά μιας κατοίκου του Παραδεισίου και του συζύγου της, ο ασφαλιστικός σύμβουλος που βρίσκεται αντιμέτωπος με τα αδικήματα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, όπου το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν τα 30.000 ευρώ κατ’ εξακολούθηση, της υπεξαίρεσης κατ’ εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο, λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας και της απιστίας, από την οποία η περιουσιακή ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ κατ’ εξακολούθηση.
Υπεραμυνόμενος της αθωότητας του ο ασφαλιστικός σύμβουλος προσέφυγε χθες ενώπιον της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Ρόδου κατά των δύο μηνυτών του, ενώ ετοιμάζεται για την υποβολή κι άλλων μηνύσεων σε βάρος επενδυτών, που τον καταμήνυσαν.
Στην μήνυση του εκθέτει ότι το έτος 1997, ότε και ανέλαβε να προωθήσει αμοιβαία κεφάλαια ασφαλιστικής εταιρείας στην οποία απασχολείτο, η ελληνική χρηματαγορά ανθούσε, με αποτέλεσμα σταδιακώς να κατορθώσει, αφενός μεν να διαμορφώσει ένα ισχυρό επενδυτικό χαρτοφυλάκιο – που ανήρχετο περίπου σε ένα δισεκατομμύριο επτακόσια εκατομμύρια δραχμές, ποσό, που αντιστοιχούσε σε 373 επενδυτές, με κέρδη για τους πελάτες του, αφετέρου δε να αποκτήσει φήμη στην τοπική κοινωνία της Ρόδου.
Τονίζει ότι κατά την περίοδο των ετών 1997 – 2000, ήτοι την περίοδο της ξέφρενης ανόδου του δείκτη τιμών του Χρηματιστηρίου Αθηνών, προωθούσε επενδυτικά προϊόντα στους πελάτες της εταιρείας βάσει των οδηγιών, που ελάμβανε σε ημερήσιο επίπεδο από τα κεντρικά γραφεία της.
Σε ό,τι αφορά το ζευγάρι από το Παραδείσι, εκθέτει ότι η γνωριμία τους χρονολογείται από το έτος 1990 και η επαγγελματική συνεργασία τους, από το έτος 1997, όταν επένδυσαν σε μετοχικά αμοιβαία κεφάλαια.
Υποστηρίζει ότι από το 1997 και μέχρι το έτος 2008 επένδυσαν με τη μεσολάβησή του ως επενδυτικού συμβούλου από κοινού σε αμοιβαία μετοχικά, μικτά και στα χαμηλού ρίσκου ομολογιακά, τα οποία συνήθως έχουν χαμηλές αποδόσεις.
Για την επένδυση ανοίχθηκαν λογαριασμοί μητρώου από την εταιρεία στα ονόματα τους και των συνδικαιούχων μελών της οικογένειάς τους.
Υποστηρίζει ότι ο σύζυγος, απεφάσισε να προβεί σε κάποιες επενδύσεις από μόνος του, με σκοπό να πολλαπλασιάσει το επενδυθέν κεφάλαιό του, ώστε την τυχόν διαφορά, που θα προέκυπτε, να την διαθέσει ως δώρο γάμου στις δύο θυγατέρες του.
Τονίζει ότι ήταν και οι δύο απολύτως εξοικειωμένοι με τη διαδικασία επένδυσης στο χρηματιστήριο αλλά και στα συγκεκριμένα χρηματιστηριακά προϊόντα, ήτοι τα αμοιβαία κεφάλαια μετοχικού χαρακτήρα, αφού και κατά το παρελθόν και δη από το Μάιο του έτους 1996, δηλαδή πολύ προτού συνεργαστούν και πριν καν ασχοληθεί με την προώθηση αμοιβαίων κεφαλαίων το έτος 1997, είχαν επενδύσει σε επενδυτικά προϊόντα της ανώνυμης εταιρείας.
Επένδυσαν, όπως εκθέτει, 539.788,32 € και ελάμβαναν ταχυδρομικώς ανά ημερολογιακό τρίμηνο αντίγραφο κίνησης επενδυτικού λογαριασμού μητρώου (statement) στη διεύθυνση, που είχαν δηλώσει.
Υποστηρίζει ακόμη ότι κατόπιν αλλεπάλληλων συζητήσεων συνεφωνήθη μερικές επενδύσεις τους να υλοποιηθούν και μέσω της κατάρτισης ασφαλιστηρίων συμβολαίων ζωής, τα οποία και θα ήταν συνδεδεμένα με αμοιβαία κεφάλαια, προκειμένου σε περίπτωση, που θα σημείωνε πτώση ο δείκτης τιμών του Χρηματιστηρίου, να μην έχουν μεγάλες απώλειες, όπως αν επένδυαν ολόκληρο το κεφάλαιό τους σε ένα μητρώο αμοιβαίου κεφαλαίου και δη υψηλού ρίσκου.
Τον Σεπτέμβριο του έτους 2000, κατά τον οποίο όλως αιφνιδίως ο Γενικός Δείκτης Τιμών του Χρηματιστηρίου Αθηνών σημείωσε κάθετη πτώση τιμών, οι απώλειες επί των αμοιβαίων κεφαλαίων ανήλθαν σε ποσοστό άνω του 70%, με αποτέλεσμα οι πελάτες να ζητούν επιμόνως την εξαγορά των επενδυτικών συμβολαίων τους διακατεχόμενοι από έντονα αισθήματα πανικού.
Ωστόσο, οι εντολές της ανώνυμης εταιρείας ήταν σαφείς και ρητές και αφορούσαν σε «διακράτηση θέσεων», ήτοι διατήρηση των πελατών, όπερ και θα εγένετο με το να αποφευχθεί πάση θυσία η εξαγορά των επενδυτικών συμβολαίων τους.
Όπως υποστηρίζει σύμφωνα, με τις εντολές των ιθυνόντων της εταιρείας τα μετοχικά αμοιβαία κεφάλαια έπρεπε να μεταφερθούν σε ομολογιακά, τα οποία χαρακτηρίζοντο «μικρού ρίσκου», έως ότου εμφανισθούν τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης, οπότε και εκ νέου θα μετεφέροντο σε μετοχικά αμοιβαία κεφάλαια.
Αποφάσισε έτσι να αποτρέψει τους πελάτες από την εξαγορά των μεριδίων τους και να τους πείσει να μεταφέρουν τις επενδύσεις τους σε ομολογιακά αμοιβαία κεφάλαια, τα οποία θεωρούνται περισσότερο σταθερά και ασφαλή από άλλες επενδύσεις, προκειμένου έτσι να προστατεύσει τα συμφέροντά τους, μένοντας ταυτοχρόνως πιστός στις κατευθυντήριες οδηγίες της εταιρείας.
Εκθέτει ότι ολόκληρο σχεδόν το πελατολόγιό του πείσθηκε και δεν εξαγόρασε τις επενδύσεις του, χωρίς, όμως, να απουσιάζουν τα παράπονα και οι αμφιβολίες, ώστε κάθε φορά να πρέπει να λογοδοτεί ο ίδιος προσωπικώς, αφού οι εν λόγω πελάτες εκείνον γνώριζαν.
Όταν το Μάρτιο του έτους 2001 η ελληνική χρηματαγορά άρχισε να εμφανίζει σημάδια ανάκαμψης, η οποία και διήρκεσε για περίπου ένα τρίμηνο, έλαβε εκ νέου εντολές από διευθυντικά στελέχη, να μεταφέρει τα κεφάλαια των πελατών από τα ομολογιακά αμοιβαία στα μετοχικά αμοιβαία κεφάλαια.
Προς μεγάλη απογοήτευση και διάψευση των προσδοκιών του, ωστόσο, ξέσπασε νέα χρηματοπιστωτική κρίση με απώλειες της τάξης του 90%, που δημιούργησε ένα δίχως προηγούμενο κλίμα πανικού στους πελάτες της εταιρείας, οι οποίοι επιτακτικώς πλέον άρχισαν να ζητούν την εξαγορά των μεριδίων τους.
Αναλογιζόμενος τότε το μέγεθος της οικονομικής καταστροφής των επενδυτών – πελατών της εταιρείας, καθώς και το αναλογούν σε εκείνον μερίδιο ευθύνης, αποφάσισε ότι, έπρεπε να επανορθώσει με οποιοδήποτε προσωπικό κόστος γι αυτό το… «λάθος» του.
Διατείνεται ότι περί τα τέλη του έτους 2001 άρχισε σταδιακώς να καλύπτει εξ ιδίων κεφαλαίων τις απώλειες από την επένδυση σε αμοιβαία κεφάλαια πελατών της εταιρείας, το ύψος των οποίων συνολικώς ανήρχετο σε αρκετά εκατομμύρια ευρώ.
Εκείνη την περίοδο είχε στο πελατολόγιό του, μεταξύ άλλων, και έξι μεγάλους πελάτες, έκαστος των οποίων είχε επενδύσει στα αμοιβαία κεφάλαια της εν λόγω εταιρείας ποσό ύψους τουλάχιστον 100.000.000 δρχ..
Αναγκάσθηκε, όπως τονίζει, να αναγνωρίσει εγγράφως και δη σε έντυπο με τα διακριτικά της εταιρείας ότι, θα επέστρεφε σε πελάτη το αρχικώς επενδυθέν κεφάλαιό του, όπερ και πράγματι έκανε σταδιακώς.
Δυστυχώς, όπως υποστηρίζει, αυτό ήταν η αρχή, αφού την ίδια πρακτική εξαπόλυσης απειλών και άσκησης πιέσεων ακολούθησαν έκτοτε και μέχρι σήμερον πολλοί εκ των άλλοτε πελατών της εν λόγω εταιρείας, στους οποίους παρείχε επενδυτικές συμβουλές.
Οι δύο μηνυόμενοι, όπως ισχυρίζεται, τον προσέγγισαν περί τον Οκτώβριο του έτους 2001 γνωρίζοντας ότι, είναι σε αναζήτηση οικονομικής ρευστότητας, ώστε να καλύψει τις – κατά τα ανωτέρω – απώλειες των πελατών της εταιρείας, και του πρότειναν να του δανείσουν κάποιο χρηματικό ποσό ως διευκόλυνση, το οποίο και θα τους επέστρεφε, όποτε είχε τη δυνατότητα, υπό την ταυτόχρονη προϋπόθεση ότι, θα τους έδινε και κάποιο τόκο.
Ισχυρίζεται ότι κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2001-2005 κατέβαλε στους εγκαλουμένους απευθείας τοις μετρητοίς, προς εξόφληση του χορηγηθέντος εκ μέρους τους δανείου συνολικώς το χρηματικό ποσό των 138.000 € περίπου συμπεριλαμβανομένων και τόκων.
Την υπόθεση χειρίζονται οι δικηγόροι κ.κ. Ασημάκης Ασημακόπουλος και Ακης Δημητριάδης.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου