• Ένας 52χρονος Έλληνας ως κύριος κατηγορούμενος και οκτώ συγκατηγορούμενοι αλβανικής και πολωνικής καταγωγής
Σε φάση κρίσης από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου βρίσκεται δικογραφία με κατηγορίες για απόπειρα απάτης σε Δικαστήριο με επιδιωκόμενο όφελος πάνω από 120.000 ευρώ. Η εισαγγελική εισήγηση περιγράφει με λεπτομέρεια το ιστορικό, αξιολογεί τα αποδεικτικά στοιχεία και καταλήγει σε συγκεκριμένη πρόταση παραπομπής για κακούργημα.
Εμπλέκονται ένας 52χρονος Έλληνας και οκτώ ακόμη κατηγορούμενοι ηλικίας 40 έως 59 ετών, με καταγωγή από την Αλβανία και την Πολωνία.
Η εισαγγελική εισήγηση ζητεί την παραπομπή όλων στο ακροατήριο του αρμόδιου καθ’ ύλη και κατά τόπο Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Δωδεκανήσου. Ειδικότερα, προτείνεται να δικαστεί ο 52χρονος Έλληνας για απόπειρα απάτης στο Δικαστήριο με επιδιωκόμενο όφελος/ζημία άνω των 120.000 ευρώ, ενώ οι υπόλοιποι οκτώ για άμεση συνέργεια στο ίδιο αδίκημα. Παράλληλα, εισηγείται να μη διαταχθούν περιοριστικοί όροι ούτε προσωρινή κράτηση, κρίνοντας ότι δεν συντρέχει σχετική νόμιμη ανάγκη.
Τι προέκυψε από την έρευνα
Σύμφωνα με την αξιολόγηση της δικογραφίας, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι στις 20 Νοεμβρίου 2019 έγινε προσπάθεια παραπλάνησης πολιτικού δικαστηρίου μέσω επίκλησης και προσκομίσεως ενόρκων βεβαιώσεων, με στόχο την έκδοση ευνοϊκής απόφασης εις βάρος αντιδίκου. Η πράξη δεν ολοκληρώθηκε διότι το δικαστήριο δεν παραπλανήθηκε και εξέδωσε απόφαση που δεν δικαίωνε τον επιδιωκόμενο σκοπό.
Η εισαγγελική ανάλυση επισημαίνει ότι τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα ήταν, κατά την κρίση της, πρόσφορα για να δημιουργήσουν πλανημένη κρίση, στοιχείο που θεμελιώνει απόπειρα απάτης στο Δικαστήριο, έστω κι αν τελικώς το δικαστήριο δεν πείστηκε.
Η ποινική υπόθεση «κουμπώνει» πάνω σε αστική διαφορά: προηγούμενη αγωγή του αντιδίκου διεκδικούσε υπόλοιπο οφειλής περίπου 189.141 ευρώ και επιπλέον ποσά για ΦΠΑ τιμολογίων, με το σκέλος του ΦΠΑ να απορρίπτεται ως αόριστο από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου.
Στην ίδια αστική διαφορά το δικαστήριο, με δύο διαφορετικές αποφάσεις, έκανε εν μέρει δεκτά αιτήματα και απέρριψε άλλα, ενώ σε επίπεδο έφεσης έχει αναβληθεί η οριστική κρίση μέχρι την αμετάκλητη ολοκλήρωση συναφών ποινικών φακέλων.
Κομβικό ρόλο έχουν οι ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίστηκαν στην πολιτική δίκη. Η εισαγγελική εκτίμηση αναδεικνύει αντιφάσεις σε κρίσιμα σημεία: τοποθετούν ορισμένα έργα σε έτος μεταγενέστερο από το πραγματικό και αποδίδουν εργασιακές σχέσεις και χρήσεις υλικών κατά τρόπο που δεν συνάδει με άλλα έγγραφα της δικογραφίας (π.χ. ιδιωτικό συμφωνητικό του 2015 και προσδιορισμός πραγματικού χρόνου εργασιών στο 2012–2013).
Η εισαγγελική εισήγηση αναφέρει ρητά ότι οι ένορκες βεβαιώσεις κατατέθηκαν και επικλήθηκαν προκειμένου να υποστηρίξουν ψευδείς ισχυρισμούς, περιγράφοντας τη συμβολή των συγκατηγορουμένων ως άμεση συνέργεια.
Όλοι οι κατηγορούμενοι αρνούνται τις κατηγορίες. Προβάλλουν, μεταξύ άλλων, ότι η επαγγελματική σχέση με τον αντίδικο ήταν υπεργολαβική και ότι οι μισθολογικές/ασφαλιστικές ρυθμίσεις και πληρωμές γίνονταν νόμιμα, αποδίδοντας τα επίδικα ποσά σε εκκαθαρίσεις και λογαριασμούς της συνεργασίας.
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου καλείται να αποφανθεί επί της εισαγγελικής πρότασης παραπομπής. Η κρίση του θα καθορίσει εάν η υπόθεση θα φτάσει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Δωδεκανήσου, όπως εισηγείται ο εισαγγελέας, και υπό ποιους όρους. Μέχρι τότε, δεν προτείνεται η επιβολή περιοριστικών όρων.
Ως συνήγοροι για την υποστήριξη της κατηγορίας παρίστανται οι δικηγόροι κ.κ. Ακης Δημητριάδης και Σταύρος Νικολένδρης.