• Η δολοφονία του 75χρονου και η ενοχοποίηση του γιου του και ενός ακόμα ημεδαπού φέρνουν ξανά στο προσκήνιο μία υπόθεση που εξελίσσεται σε εφιάλτη για τις Αρχές και την τοπική κοινωνία • Τη Δευτέρα απολογείται ο Κουλιανός
Τρία χρόνια μετά την αποτρόπαια δολοφονία του 75χρονου Γιώργου Καριώτη στη Μεσαιωνική Πόλη της Ρόδου, η υπόθεση ανοίγει ξανά με καταιγιστικές εξελίξεις. Στις 6 Ιουνίου 2025 συνελήφθη ένας 41χρονος ημεδαπός, κατηγορούμενος ως συνεργός του καταδικασμένου γιου του θύματος, Ευάγγελου Κουλιανού. Ο Κουλιανός έχει ήδη καταδικαστεί σε ισόβια χωρίς ελαφρυντικά, αλλά η νέα δίωξη ρίχνει διαφορετικό φως στην υπόθεση.
Ο Ανακριτής Ρόδου κάλεσε σε απολογία τον Κουλιανό τη Δευτέρα και αναμένεται με μεταγωγή από τις φυλακές στο πλαίσιο της νέας δικογραφίας μετά την άσκηση νέας διώξεως και για ληστεία κατά συναυτουργία.
Παράλληλα, η διαδικασία παραπομπής του 41χρονου σε δίκη θα ανασταλεί μέχρι την τελεσιδικία της πρώτης υπόθεσης ανθρωποκτονίας για την οποία έχει καταδικαστεί πρωτοδίκως ο Κουλιανός. Ο 41χρονος ζητά ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη και αυτό το θέμα αναμένεται να κριθεί αρμοδίως από τον Ανακριτή.
Μία υπόθεση με πολλά στρώματα
Η δολοφονία του Γιώργου Καριώτη, τον Ιούνιο του 2022, μέσα στο σπίτι του στην καρδιά της Μεσαιωνικής Πόλης της Ρόδου, παραμένει ένα από τα πιο σκοτεινά και πολύπλοκα εγκλήματα των τελευταίων ετών. Από την αρχική ενοχοποίηση του γιου του, Ευάγγελου Κουλιανού, μέχρι την πρόσφατη σύλληψη ενός δεύτερου κατηγορουμένου, του 41χρονου ημεδαπού, η υπόθεση φαίνεται να ξετυλίγεται σαν θρίλερ με αλλεπάλληλες αποκαλύψεις, ανατροπές και σοκαριστικά ευρήματα.
Η πρώτη σύλληψη και η καταδίκη
Ο Ευάγγελος Κουλιανός, γιος του θύματος, συνελήφθη και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη χωρίς κανένα ελαφρυντικό, μετά από ενδελεχή έρευνα της αστυνομίας και του ανακριτικού μηχανισμού. Τα στοιχεία που οδήγησαν στην καταδίκη του περιελάμβαναν αντιφάσεις στις απολογίες του, ίχνη αίματος στον σάκο του, αποτυπώματα σε κρίσιμα σημεία του σπιτιού και η απουσία πειστικού άλλοθι. Ο ίδιος πάντοτε δήλωνε αθώος, υποστηρίζοντας ότι βρήκε τον πατέρα του νεκρό και ότι πανικοβλήθηκε. Η υπεράσπισή του δια του κ. Δήμου Μουτάφη μιλούσε για σκευωρία, κακοστημένη δικογραφία και έλλειψη άμεσων αποδείξεων που να τον συνδέουν με τη δολοφονία.
Το DNA που έδωσε νέα διάσταση
Η υπόθεση πήρε νέα τροπή τον Δεκέμβριο του 2024, όταν πρώην σύντροφος ενός 41χρονου άνδρα απευθύνθηκε αυθόρμητα στις Αρχές, δηλώνοντας πως ο πρώην της της είχε ομολογήσει συμμετοχή στο έγκλημα. Η κατάθεσή της έδωσε την αφορμή για επανεκκίνηση της έρευνας. Το επιστημονικό μέρος της υπόθεσης ήταν καταλυτικό: βιολογικό υλικό του 41χρονου βρέθηκε σε τρία κομβικά σημεία —στην αιματοβαμμένη πετσέτα που βρέθηκε πάνω στο πρόσωπο του θύματος, στον αυτοσχέδιο βρόχο από τον οποίο προήλθε ο θάνατος, και σε σημείο δίπλα από το πτώμα. Οι εργαστηριακές αναλύσεις επιβεβαίωσαν ότι η ταυτοποίηση ήταν πέραν πάσης στατιστικής αμφιβολίας.
Οι εγκληματολογικές αναλύσεις έγιναν στα εργαστήρια της ΕΛ.ΑΣ. και το πόρισμα παραδόθηκε τον Απρίλιο του 2025. Η επεξεργασία έγινε με τεχνολογία υψηλής ευαισθησίας και περιελάμβανε και επανέλεγχο από ανεξάρτητο εργαστήριο. Η πιθανότητα λάθους ήταν μικρότερη του 0,00000000001%.
Η απολογία του 41χρονου
Ο 41χρονος, ο οποίος δηλώνει εξαρτημένος από τα ναρκωτικά, ισχυρίστηκε πως δεν συμμετείχε στη δολοφονία, αλλά πως πήγε στο σημείο αφού είχε ήδη τελεστεί το έγκλημα. Ο ίδιος παραδέχθηκε ότι μπήκε στο σπίτι μαζί με τον Κουλιανό για να κλέψουν χρήματα προκειμένου να ξεχρεώσουν εμπόρους ναρκωτικών, με τους οποίους είχαν εμπλακεί σε προηγούμενες πράξεις. Ισχυρίστηκε πως ο ίδιος δεν προκάλεσε τον θάνατο του Καριώτη και πως απλώς βοήθησε να σκηνοθετηθεί μία ληστεία. Είπε επίσης πως άγγιξε αντικείμενα ενώ βρισκόταν υπό την επήρεια ουσιών, εξηγώντας έτσι το DNA του στη σκηνή.
Πέραν των όσων ανάφερε προανακριτικώς και με το υπόμνημα του διά του συνηγόρου του κ. Δημήτρη Δημητριάδη εξαιρετικό ενδιαφέρον έχουν τα όσα κατέθεσε και προφορικά ενώπιον του Ανακριτή.
Στην απολογία του, περιέγραψε τη σχέση του με τον συγκατηγορούμενό του, Κουλιανό, αποκαλύπτοντας πως είναι ξαδέλφια και ότι είχαν εμπλακεί από κοινού στη διακίνηση ναρκωτικών για περίπου δύο χρόνια.
Όπως υποστήριξε, σε κάποια φάση ο Κουλιανός φέρεται να του είπε ότι είχε χάσει ποσότητα κοκαΐνης, με αποτέλεσμα να χρωστούν 7.500 ευρώ στους προμηθευτές τους. Τότε ο Κουλιανός του ανέφερε πως ο πατέρας του, Καριώτης, είχε στο σπίτι χρήματα που είχε κερδίσει στα ζάρια. Ο κατηγορούμενος φέρεται να τον προέτρεψε να πάρει τα χρήματα για να καλύψουν το χρέος και να αποφύγουν πιθανές συνέπειες.
Ο ίδιος ισχυρίστηκε πως περίμενε τον Κουλιανό στους Μύλους στο Μανδράκι, ενώ εκείνος πήγε στο πατρικό του. Λίγη ώρα αργότερα, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, ο Κουλιανός τον κάλεσε πανικόβλητος και του ζήτησε να πάει στο σπίτι. Όταν έφτασε, βρήκε τον πατέρα του συγκατηγορούμενού του νεκρό, ξαπλωμένο ανάσκελα στο πάτωμα, με αίμα στη μύτη και δεμένα τα χέρια πίσω από την πλάτη. Ανέφερε πως διαπίστωσε άμεσα ότι ήταν νεκρός, καθώς το πρόσωπό του ήταν μελανιασμένο.
Ρώτησε, όπως είπε, τον Κουλιανό τι είχε συμβεί, χωρίς να λάβει ουσιαστική απάντηση. Εκείνος φέρεται να του πρότεινε να σκηνοθετήσουν ληστεία. Του έδωσε ένα σχοινί για να το περάσει γύρω από τον λαιμό του πτώματος, καθώς και μια πετσέτα για να καλύψει το πρόσωπό του. Ο κατηγορούμενος υποστήριξε πως εκείνη τη στιγμή βρισκόταν υπό την επήρεια ναρκωτικών και δεν είχε συνείδηση των πράξεών του. Εξήγησε επίσης ότι δεν φορούσε γάντια, σε αντίθεση με τον Κουλιανό, γεγονός που, όπως είπε, εξηγεί γιατί εντοπίστηκε το δικό του DNA στο σχοινί.
Μετά το περιστατικό, σύμφωνα με τα όσα κατέθεσε, ο Κουλιανός του έδωσε ποσό 7.500 με 8.000 ευρώ, το οποίο παρέδωσε στους ναρκέμπορους για να εξοφλήσουν το χρέος. Τον Κουλιανό, όπως δήλωσε, δεν τον ξαναείδε ούτε είχε επαφή μαζί του μετά από εκείνη τη μέρα. Δύο ημέρες αργότερα συνελήφθη από την Αστυνομία για άλλη υπόθεση και οδηγήθηκε στη φυλακή.
Αναφερόμενος στην πρώην σύντροφό του, είπε ότι διατηρούσαν σχέση, αλλά ισχυρίστηκε πως όσα είπε εκείνη στην Αστυνομία είναι ψευδή και έχουν στόχο να τον εκδικηθεί επειδή δεν της έδινε χρήματα. Ισχυρίστηκε ακόμη πως είχε τηλεφωνήσει στη μητέρα του και την απειλούσε ότι θα τον στείλει φυλακή.
Σχετικά με μια κοινωνική λειτουργό, παραδέχθηκε ότι της είχε πει πως έχει διαπράξει ανθρωποκτονία, τονίζοντας όμως ότι το είπε «για πλάκα». Υποστήριξε πως το έκανε για να οδηγηθεί σε ψυχιατρική κλινική, λόγω των προσωπικών του προβλημάτων.
Ο κατηγορούμενος δήλωσε πως διαμένει μόνιμα στα Κοσκινού με τη μητέρα του, εργάζεται περιστασιακά ως μπογιατζής και λαμβάνει επίδομα 338 ευρώ μηνιαίως για ψυχιατρικά προβλήματα. Είναι σε διάσταση με τη σύζυγό του και έχει δύο ανήλικα παιδιά, για τα οποία δεν έχει την επιμέλεια, καθώς του έχει αφαιρεθεί δικαστικά λόγω της εξάρτησής του από τα ναρκωτικά. Ο πατέρας του είναι αποβιώσας και τα αδέλφια του ζουν επίσης στη Ρόδο.
Η εκρηκτική κατάθεση της 47χρονης
Η γυναίκα που άνοιξε τον νέο κύκλο εξελίξεων είναι πρώην σύντροφος του 41χρονου. Κατά την ένορκη κατάθεσή της, τον Δεκέμβριο του 2024, αποκάλυψε ότι της είχε ομολογήσει όχι μόνο τη συμμετοχή του στον φόνο του Καριώτη, αλλά και ότι είχε εμπλέξει μια τοξικομανή γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη ως συνεργό, την οποία αργότερα δολοφόνησε και εξαφάνισε για να μην μιλήσει. Η μαρτυρία της περιλάμβανε ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για τον τρόπο που τελέστηκε το έγκλημα, την αφαίρεση χρημάτων και τις απειλές που δέχτηκε η ίδια όταν απείλησε να μιλήσει.
Οι θέσεις του Κουλιανού και τα επιβαρυντικά στοιχεία της αστυνομίας
Οι αστυνομικές αρχές αντιμετώπισαν εξαρχής με καχυποψία τον ισχυρισμό ότι ο Κουλιανός δεν εμπλέκεται. Η παρουσία του σε κρίσιμα χρονικά σημεία καταγράφηκε από κάμερες ασφαλείας, ενώ η ανάλυση των τηλεπικοινωνιακών του δεδομένων αποκάλυψε σοβαρές αντιφάσεις σε σχέση με όσα ισχυριζόταν.
Αποτυπώματά του βρέθηκαν σε ποτήρια, στο κρεβάτι και σε άλλες επιφάνειες, ενώ ο χρόνος παραμονής του στο σπίτι του θύματος ξεπερνούσε κατά πολύ αυτόν που είχε δηλώσει. Τα ρούχα του έφεραν ίχνη αίματος, και στο σπίτι βρέθηκαν αντικείμενα με βιολογικά στοιχεία που ενίσχυαν την εμπλοκή του.
Η αστυνομική έρευνα εντόπισε σοβαρές αντιφάσεις. Ο Κουλιανός είπε ότι έμεινε 30 λεπτά, αλλά τα δεδομένα κινητής δείχνουν τρίωρη παραμονή. Είπε ότι δεν είδε τραύματα, αλλά περιέγραψε αυτά με λεπτομέρεια στην τηλεόραση. Αναγνώρισε το σχοινί ως «οικείο», ενώ προηγουμένως το είχε αρνηθεί. Βρέθηκαν αποτυπώματά του σε ποτήρι και σε έπιπλα του σπιτιού, και ίχνη αίματος στο ρούχο του. Το σενάριο πως βρήκε τον πατέρα του νεκρό και έφυγε ήρεμα δεν πείθει.
Η οικία του Καριώτη ήταν μικρή, παλιά και με περιορισμένη πρόσβαση, κάτι που απορρίπτει το ενδεχόμενο τυχαίας ληστείας. Το πτώμα βρέθηκε σε αφύσικη στάση, με το πρόσωπο καλυμμένο από πετσέτα και το παντελόνι κατεβασμένο. Η τηλεόραση λειτουργούσε και η εξώπορτα ήταν ασφαλισμένη από μέσα με ξύλο. Δεν υπήρχαν ίχνη παραβίασης, ενώ βρέθηκαν ίχνη αναζήτησης χρημάτων. Το σκηνικό παρέπεμπε περισσότερο σε έγκλημα με προσωπικά κίνητρα και απόπειρα παραπλάνησης των αρχών.