Ρεπορτάζ

Κατέθεσε και νέα αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Αρείου Πάγου η τραπεζική υπάλληλος

Και νέα αίτηση αναίρεσης κατά της από 14 Νοεμβρίου 2016 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 5 ετών μετατρέψιμη προς 5 ευρώ ημερησίως, υπέβαλε πρώην τραπεζική υπάλληλος, που έχει κριθεί ένοχη για υπεξαίρεση από κοινού και κατ΄εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, το οποίο είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, η αξία του οποίου υπερβαίνει τα 73.000 ευρώ.
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο είχε μειώσει την πρωτόδικη ποινή της κατά ένα χρόνο, ενώ μετά από αίτημα του συνηγόρου υπεράσπισης της κ. Σάββα Παυλίδη, προχώρησε σε δοσοποίηση της σε ισόποσες δόσεις και σε διάστημα 3 ετών, αρχής γενομένης από την 1η Ιανουαρίου 2017.
Στην αίτηση αναιρέσεώς της η κατηγορούμενη προβάλλει 9 λόγους για την ακύρωση της απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου και συγκεκριμένα την προσβάλλει ως αναιτιολόγητη αφού δεν κάνει μνεία στο αποδεικτικό υλικό και στα έγγραφα που κατατέθηκαν. Επιπλέον θεωρεί άκυρη την απόφαση λόγω παράτυπης παράστασης στη δίκη της πολιτικής αγωγής ενώ θεωρεί ότι απαραδέκτως ελήφθησαν υπόψιν από το δικαστήριο αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν. Τέλος θεωρεί την απόφαση άκυρη και για τον πρόσθετο λόγο ότι δεν εξετάστηκε μάρτυρας τον οποίο είχε προτείνει.
Πρόκειται για την πρώην προϊσταμένη συναλλαγών του υποκαταστήματος της Λαϊκής Τράπεζας, που λειτουργούσε στη Ρόδο, η οποία ενεπλάκη στην υπόθεση μαζί με τον ενδιαμέσως εκλιπόντα πρώην διευθυντή του ίδιου καταστήματος.
Το ιστορικό της υπόθεσης, φέρεται να έχει ως εξής:
Στις 31-7-97, όταν εργαζόταν στο κατάστημα της Ιονικής Τράπεζας Νέας Αγοράς Ρόδου, ο τότε διευθυντής είχε συμβουλεύσει δύο Ελληνοϊταλούς, πατέρα και γιο, να επενδύσουν το χρηματικό ποσό των 291.133,09 ευρώ σε αγορά ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου (ΟΕΔ), οι δε τελευταίοι έδωσαν την εντολή στους δύο κατηγορούμενους να προβούν στην αγορά ΟΕΔ επταετούς διάρκειας, ονομαστικής αξίας 100.000.000 δρχ.
Η κατηγορούμενη φέρεται αντί να καταχωρήσει, όπως όφειλε, την παραπάνω συναλλαγή στο μηχανογραφικό σύστημα του ηλεκτρονικού υπολογιστή της τράπεζας, ώστε να λάβει η συγκεκριμένη πράξη αύξοντα αριθμό συναλλαγής και να εκδοθεί, όπως επιβαλλόταν, μηχανογραφημένο παραστατικό γραμμάτιο είσπραξης, συμπλήρωσε χειρόγραφα έντυπο του αντιγράφου γραμματίου είσπραξης της Ιονικής Τράπεζας, στο οποίο ανέγραψε το εισπραχθέν ποσό ολογράφως και αριθμητικώς, τα ονοματεπώνυμα των δύο καταθετών επενδυτών, τον κωδικό λογαριασμού τους και ως αιτιολογία την αγορά ΟΕΔ επταετούς διάρκειας, ονομαστικής αξίας 100.000.000 δρχ. και αφού υπέγραψε η ίδια το αντίγραφο του γραμματίου είσπραξης, το παρέδωσε στον τελευταίο, δίχως να εισάγει τα χρήματα στο ταμείο της τράπεζας και δίχως να τα καταχωρήσει στον προαναφερόμενο κωδικό λογαριασμού, έτσι ώστε να μην εμφανίζεται είτε στο ταμείο, είτε στον ηλεκτρονικό υπολογιστή της τράπεζας η κατάθεση του παραπάνω ποσού των 99.203.600 δρχ.
Τον Σεπτέμβριο 2000, μετά τη συγχώνευση της Ιονικής Τράπεζας με την Alpha Bank, οι τραπεζικοί υπάλληλοι εξακολουθούσαν να εργάζονται με τις παραπάνω ιδιότητές τους στο ίδιο τραπεζικό κατάστημα, το οποίο ανήκε πλέον στην Alpha Bank, στο οποίο ετηρείτο κοινός λογαριασμός με συνδικαιούχους τα 3 παιδιά του ήδη θανόντος επενδυτή, μονίμους κατοίκους Pisa Ιταλίας. Ο τραπεζικός γνωρίζοντας, όπως και η συγκατηγορούμενή του ότι το ύψος του κοινού λογαριασμού ανερχόταν στο ποσό των 204.144,63 ευρώ, επικοινώνησε με τους αδελφούς και τους συνέστησε να τοποθετήσουν 50.000.000 δρχ. σε προθεσμιακή κατάθεση, ώστε να έχουν μεγαλύτερη απόδοση τόκων και εκείνοι δέχτηκαν και έδωσαν την εντολή από την Ιταλία να γίνει ανάληψη του ποσού των 50.000.000 δρχ. προκειμένου να επενδυθεί σε προθεσμιακή κατάθεση.
Ακολούθως δε οι δύο τραπεζικοί υπάλληλοι στις 20-9-2000 φέρονται, αφού ανέλαβαν από τον προαναφερόμενο κοινό λογαριασμό το ποσό των 146.735,14 ευρώ να μην προέβησαν στην προθεσμιακή κατάθεση, όπως όφειλαν.
Απολογούμενη επέρριψε την αποκλειστική ευθύνη για την υπεξαίρεση στον εκλιπόντα διευθυντή, υποστηρίζοντας ότι το έτος 1997 είχαν αγοραστεί τα ομόλογα και πως η συναλλαγή είχε εκτελεστεί κανονικά.
Παρουσίασε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο για πρώτη φορά παραστατικά από τα οποία όπως υποστήριξε προκύπτει, ότι στο χρονικό διάστημα των ετών 1997 – 1999 η επένδυση υπήρχε καταχωρημένη στην τράπεζα, τονίζοντας ότι η ίδια είχε φύγει από το συγκεκριμένο υποκατάστημα τον Σεπτέμβριο του 2000.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου