«Αποτελεί μονόδρομο η οικονομική πολιτική»

Μονόδρομο χαρακτήρισε την κυβερνητική πολιτική για έξοδο από την κρίση, στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό 2010 στην Ολομέλεια της Βoυλής την Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2009 ο βουλευτής Δωδεκανήσου, καθηγητής Δημήτρης Κρεμαστινός.
Θετικά έκρινε τα πρώτα μέτρα για την Υγεία και την Παιδεία, κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στην κατάσταση του τομέα υγείας στα Δωδεκάνησα.
Ολόκληρο το κείμενο της ομιλίας του κ. Κρεμαστινού έχει ως εξής:
«Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, επιτρέψτε μου να περιοριστώ σε γενικότητες επί του προϋπολογισμού γιατί είναι αδύνατον μέσα σε επτά λεπτά να ασχοληθεί κανείς λεπτομερώς. Η κυβέρνηση καλείται σήμερα να συντάξει έναν προϋπολογισμό υπό το βάρος ενός δημοσίου χρέους ρεκόρ, το οποίο ουδέποτε αντιμετώπισε άλλη κυβέρνηση από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους. Στις αρχές Σεπτεμβρίου η απελθούσα κυβέρνηση προκάλεσε εκλογές με τη διαπίστωση ότι η χώρα όδευε προς τη χρεοκοπία. Τότε ζήτησε την εφαρμογή μιας σειράς σκληρών οικονομικών μέτρων προκειμένου να εξέλθει η χώρα από το αδιέξοδο.
Αυτή την πρόταση την απέρριψε ο ελληνικός λαός και έδωσε καθαρή εντολή στη σημερινή κυβέρνηση να συντάξει έναν προϋπολογισμό λιτό, με παράλληλη εντολή να διαφυλάξει το κοινωνικό πρόσωπο της χώρας. Αυτή ήταν η επιταγή. Με απλά λόγια έδωσε εντολή να λάβουμε μία σειρά οικονομικών μέτρων, αφού διασφαλίσουμε πλήρως τους οικονομικά αδύνατους. Όλοι θα πρέπει να αντιληφθούμε την κρισιμότητα των στιγμών και την πραγματικότητα. Η πραγματικότητα είναι ότι η Ελλάδα των 10 εκ. κατοίκων δεν είναι παρά μια μικρομεσαία πόλη μέσα στο σύνολο της παγκοσμιοποιημένης ανθρωπότητας. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο η Κωνσταντινούπολη έχει 18 εκ. κατοίκους, δηλαδή είναι διπλάσια πληθυσμιακά από όλη την Ελλάδα.
Πρέπει να παραδεχθούμε ότι είμαστε μια μικρή χώρα με τεράστιο χρέος που δανείζεται για να πληρώσει τους μισθούς και τις συντάξεις. Οι επιχορηγήσεις και τα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ενωσης όλα αυτά τα χρόνια δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα. Τα καταναλώσαμε χωρίς να αναπτύξουμε την παραγωγή μας, τη βιομηχανία, τη γεωργία, την κτηνοτροφία, για τα οποία επιδοτηθήκαμε. Ετσι πάψαμε να είμαστε ανταγωνιστικοί. Χωρίς ανταγωνιστικότητα και ανταγωνιστικά προϊόντα οι επιχειρήσεις είναι καταδικασμένες να κλείνουν η μία μετά την άλλη.
Ο τουρισμός μας που στόχευε να φθάσει στο επίπεδο του τουρισμού της Ιταλίας ή της Ισπανίας, σήμερα φθίνει και υφίσταται ισχυρή ανταγωνιστική πίεση από γειτονικά κράτη, Τουρκία και Βουλγαρία, δηλαδή εκείνα τα κράτη που πριν μερικά χρόνια από πλευράς τουριστικής παιδείας βρισκόντουσαν στα σπάργανα. Δυστυχώς, δεν παράγουμε, δεν εξάγουμε, ο τουρισμός μας φθίνει και οι μεγάλες ξενοδοχειακές μας μονάδες κινδυνεύουν να πουληθούν στα μεγάλα τουριστικά πρακτορεία της Ευρώπης, όπως δυστυχώς συνέβη με τα πολυκαταστήματά μας και τα σούπερ-μάρκετ.
Δυστυχώς, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αυτή είναι η σκληρή πραγματικότητα. Αυτό πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε όλοι καλά. Τα οικονομικά μέτρα που άμεσα θα ληφθούν θα πρέπει να καταστήσουν τη χώρα πλήρως ανταγωνιστική. Παρόλα αυτά σε τέτοιες συνθήκες με το να αυξάνει σήμερα η κυβέρνηση κατά ένα 1 δισ. την επιχορήγηση προς την παιδεία, σηματοδοτεί εμπράκτως τις προθέσεις της για αναβάθμιση της παιδείας και της έρευνας προοδευτικά μέσα στην 4ετία. Αντίστοιχη είναι και η συμπεριφορά της στην υγεία. Με νόμο που πέρασε πριν από δύο εβδομάδες έλυσε θέματα που εκκρεμούσαν για πολλά χρόνια. Με την καταβολή των δεδουλευμένων εφημεριών των γιατρών ξαναλειτούργησαν τα νοσοκομεία που βρισκόντουσαν σε λευκή απεργία.
Αλλά και πέρα των δεδουλευμένων καταβάλλονται σήμερα ειδικά επιδόματα όχι μόνο στους γιατρούς, αλλά γενικότερα σε όλους τους εργαζόμενους για την έκτακτη εργασία τους σε περιπτώσεις φυσικών καταστροφών όπως είναι οι πλημμύρες, οι σεισμοί και οι πανδημίες. Με τον ίδιο νόμο συστάθηκαν 1.000 νέες θέσεις ειδικευομένων γιατρών με στόχο να ανακοπεί το κύμα των νέων γιατρών μας που καταφεύγουν στο εξωτερικό, αφού εδώ παραμένουν σε λίστες αναμονής για πολλά χρόνια. Τώρα ανοίγουν εξήντα νέες εντατικές μονάδες που ήταν κλειστές επί χρόνια γιατί τώρα τους δίνεται το απαραίτητο νοσηλευτικό προσωπικό.
Ολα αυτά τα θέματα που εκκρεμούσαν επί χρόνια αρχίζουν τώρα να επιλύονται. Αναλογιστείτε ότι σήμερα στην Κω ο μοναδικός καρδιολόγος που υπηρετούσε για να καλύπτει όχι μόνο όλο το νησί, αλλά τριπλάσιο τουριστικό πληθυσμό για το καλοκαίρι, έλαβε την άδειά του. Και δεν υπήρχε αντικαταστάτης. Και γι’ αυτό αντικαταστάθηκε από έναν άλλο γιατρό που πήγε από το Αττικό Νοσοκομείο. Το Αττικό νοσοκομείο επί πέντε χρόνια δεν μπορεί να εφημερεύσεις επί 24ωρο και εφημερεύει μόνο για 12 ώρες, διότι στερείται νοσηλευτικού προσωπικού και τα μισά χειρουργεία του παραμένουν ακόμα κλειστά.
Δηλαδή δεν μπορεί να δώσει την πανεπιστημιακή δυναμική του προς τον Ελληνα πολίτη.
Η Ρόδος, το νησί που είναι γνωστό για τον τουρισμό του σε όλο τον κόσμο, στερείται σήμερα αιμοδυναμικού εργαστηρίου και έτσι όποιος πάθει σήμερα έμφραγμα στη Ρόδο, αντιμετωπίζεται όπως θα αντιμετωπιζόταν ένα έμφραγμα στην Αθήνα ή στην υπόλοιπη Ελλάδα πριν από 25 χρόνια. Και δεν σας μιλώ για το Καστελόριζο που οι κάτοικοί του όταν έχουν σοβαρό πρόβλημα υγείας καταφεύγουν στην Τουρκία για να το επιλύσουν. Σας μιλώ για τη Ρόδο και την Κω που εάν τύχει να πάει αρχηγός κράτους σε αυτά τα νησιά και πάθει οτιδήποτε ο γιατρός του θα τον οδηγήσει στην απέναντι πλευρά, γιατί δεν είναι δυνατόν να τον αφήσει αβοήθητο. Αντιλαμβάνεστε τις επιπτώσεις για τον τουρισμό μας και για τη χώρα μας. Δυστυχώς αυτή είναι η θλιβερή πραγματικότητα.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι και η ίδια η κυβέρνηση θα ήθελε να δώσει μεγαλύτερη οικονομική ενίσχυση από αυτή που σήμερα δίνει και ότι η κυβέρνηση επιθυμεί οι οικονομικά ισχυροί να καταβάλουν περισσότερα από όσα καταβάλλουν. Ομως, όταν την ίδια στιγμή εγκαλείται ο Υπουργός Οικονομίας στις Βρυξέλες με την απειλή να ενταχθεί η Ελλάδα σε ειδική διάταξη του Μάαστριχτ, είναι τόσο εύκολο να μπορέσει κανείς να καλύψει όλα αυτά τα μεγάλα θέματα; Μπορεί δηλαδή να δώσει περισσότερα ή μπορεί να επιβάλει μεγαλύτερη φορολογία που να διακινδυνέψει τη χρεοκοπία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, χωρίς να σκεφθεί ότι είναι δυνατόν να πλήξει αυτούς που θέλει να βοηθήσει, δηλαδή τους εργαζόμενους σε αυτές τις επιχειρήσεις; Κατά συνέπεια αντιλαμβάνεστε ότι καλείται η κυβέρνηση να ισορροπήσει πάνω σε ένα τεντωμένο σχοινί. Γι’ αυτό προσωπικά πιστεύω ότι μία είναι η πορεία, είναι μονόδρομος.
Αντιλαμβάνομαι την ευαισθησία όλων των Βουλευτών και ειδικά των Βουλευτών των οποίων τα κόμματα παραδοσιακά συνδέονται περισσότερο με την κοινωνική ευαισθησία. Εχω, όμως, την εντύπωση ότι η κυβέρνηση κάνει αυτό που μπορεί και πρέπει να κάνει στον υπέρτατο βαθμό με δεδομένη τη σημερινή οικονομική συγκυρία. Γι’ αυτό τον λόγο κατά τη γνώμη μου αυτός ο προϋπολογισμός θα πρέπει να υπερψηφιστεί».