Εισαγωγή
Η πρόσφατη ομιλία του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ στη 80ή Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, τον Σεπτέμβριο 2025, αποτελεί τομή για τη σύγχρονη αμερικανική εξωτερική πολιτική και δίνει ξεκάθαρο στίγμα ως προς τη θέση των ΗΠΑ απέναντι στους διεθνείς θεσμούς και το παγκόσμιο σύστημα. Με ιδιαίτερα αιχμηρή και επιθετική ρητορική, ο Τραμπ επέλεξε να ασκήσει δημόσια κριτική στον ΟΗΕ, θεωρώντας τον αναποτελεσματικό στην αντιμετώπιση διεθνών συγκρούσεων και σπατάλη πόρων χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα. Στόχευσε, κυρίως, σε φλέγοντα ζητήματα όπως η μετανάστευση – που χαρακτήρισε ως απειλή για τα εθνικά σύνορα – και η κλιματική αλλαγή, την οποία χαρακτήρισε ανοιχτά ως «τη μεγαλύτερη απάτη», απορρίπτοντας κάθε έννοια συλλογικής δράσης για το περιβάλλον. Παράλληλα, άφησε περιθώριο συνεργασίας μόνο προς κράτη που υιοθετούν το δόγμα της εθνικής κυριαρχίας και αυστηρών συνόρων.
Η σημειολογία της παρέμβασής του στην 80ή Γενική Συνέλευση υπογραμμίζει τη ριζική στροφή των ΗΠΑ προς μια εθνοκεντρική και συγκρουσιακή διεθνή στρατηγική, ενισχύοντας το ερώτημα για το μέλλον των πολυμερών θεσμών σε ένα περιβάλλον όλο και μεγαλύτερου γεωπολιτικού ανταγωνισμού. Τίθενται καίρια ερωτήματα ως προς τη σταθερότητα και τη νομιμοποίηση της διεθνούς τάξης, τη στιγμή που οι ΗΠΑ απομακρύνονται από την ιστορική παράδοση της συλλογικής ασφάλειας και του θεσμικού διαλόγου. Δεν πρόκειται απλώς για αμφισβήτηση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, αλλά για μια συνολική επανατοποθέτηση του ρόλου της ισχύος στη διεθνή διακυβέρνηση.
Το Δόγμα America First
Εν προκειμένω, ο Τραμπ , ως οπαδός της realpolitik προτάσσει το Δίκαιο του Ισχυρού έναντι του Διεθνούς Δικαίου και ανασύρει τη συζήτηση για το κατά πόσο οι οργανισμοί όπως ο ΟΗΕ μπορούν να επιβιώσουν ή να ενδυναμωθούν σε μια εποχή που η πραγματιστική πολιτική επισκιάζει τις ηθικές και συλλογικές επιταγές.
Η λογική του America First καλλιεργεί έναν σκληρό, ρεαλιστικού τύπου πολιτικό ορθολογισμό, στον οποίο οι διεθνείς θεσμοί εκλαμβάνονται ως επίδικοι μηχανισμοί που περιορίζουν την ελευθερία δράσης της υπερδύναμης. Οι περικοπές στις αμερικανικές χρηματοδοτήσεις προς τον ΟΗΕ (υπολογιζόμενες σε άνω των 2 δισ. δολαρίων το 2025), η αποχώρηση από βασικούς οργανισμού, όπως ο WHO και το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, καθώς και η συστηματική αναθεώρηση της συμμετοχής των ΗΠΑ σε διεθνείς συνθήκες καταδεικνύουν μια στρατηγική απροκάλυπτης αποστασιοποίησης από το μεταπολεμικό πολυμερές σύστημα. Στο ίδιο μήκος κύματος, η αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα αποκάλυψε την αποστροφή της διοίκησης Τραμπ προς τις διεθνείς συλλογικές διαδικασίες, αφήνοντας κενό ηγεσίας που προσπάθησαν να καλύψουν ανταγωνιστικά η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Κίνα, τόσο στο πεδίο της διπλωματίας όσο και στην υιοθέτηση πολιτικών για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης
Η προσέγγιση Τραμπ υπήρξε ιδιαίτερα εμφανής στη Μέση Ανατολή, όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες ευθυγραμμίστηκαν με τις θέσεις του Ισραήλ, ιδιαίτερα στα ζητήματα της Ιερουσαλήμ και του Παλαιστινιακού. Η αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας το 2017 και το λεγόμενο «Σχέδιο Ειρήνης» του 2020, που καταρτίστηκε χωρίς ουσιαστική διαπραγμάτευση ή τη συγκατάθεση των Παλαιστινίων[1], αποδυνάμωσαν τον ρόλο του ΟΗΕ στο Παλαιστινιακό ζήτημα και ακύρωσαν το θεσμικό του αποτύπωμα ως φορέα διαμεσολάβησης, ενισχύοντας μια λογική μονομερούς επιβολής, ενώ στη Τραμπ 2.0 εποχή τάχθηκαν ανοιχτά υπερ του Ισραήλ ακόμα και στην ανθρωπιοστική κρίση που δημιουργήθηκε από το Νετανιάχου προχωρώντας μάλιστα στο τερματισμό της χρηματοδότησης προς τον ΟΗΕ και ειδικά προς την UNRWA για τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες, γεγονός που συνέβαλε στην περαιτέρω περιθωριοποίηση της παλαιστινιακής πλευράς στο διεθνές πεδίο.
Επομένως, η μη ψήφιση του νέου σχεδίου που κατατέθηκε από τη Γαλλία και τη Σαουδική Αραβία στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ και εγκρίθηκε με συντριπτική πλειοψηφία, η «Διακήρυξη της Νέας Υόρκης για την Ειρηνική Διευθέτηση του Παλαιστινιακού Ζητήματος και την Εφαρμογή της Λύσης των Δύο Κρατών» ήταν αναμενόμενο να μη ψηφιστεί από τις ΗΠΑ.
Εν κατακλείδι,
Η πολιτική διακήρυξη περί «κυρίαρχης Αμερικής» λειτουργεί ως νέα ιδεολογική αφήγηση, η οποία υπερασπίζεται την ανενδοίαστη προώθηση των εθνικών συμφερόντων, ακόμη και εις βάρος παραδοσιακών συμμάχων ή δεσμεύσεων. Οι ΗΠΑ υπό τον Τραμπ επιλέγουν συνειδητά να οικοδομούν ευκαιριακές συμμαχίες και να αποστασιοποιούνται από σχήματα συνεργασίας που δεν συνάδουν με την άμεση τους ατζέντα. Η λογική αυτή έχει εντείνει το διατλαντικό ρήγμα, ενισχύοντας τάσεις εμπορικής αντιπαράθεσης με την ΕΕ και υπονομεύοντας κοινές πρωτοβουλίες στον τομέα της άμυνας και ασφάλειας.
Το αποτέλεσμα είναι ένα διεθνές περιβάλλον αυξανόμενης θεσμικής αβεβαιότητας και στρατηγικού κατακερματισμού. Ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν υπερδύναμη, η αξιοπιστία τους ως θεματοφύλακας της διεθνούς τάξης βρίσκεται σε διαρκή αποδόμηση, αφήνοντας χώρο στην Ευρώπη, την Κίνα και περιφερειακές δυνάμεις να αναζητήσουν εναλλακτικές μορφές θεσμικής και γεωπολιτικής ηγεσίας.
Το ερώτημα που μένει ανοικτό – και το οποίο τίθεται επιτακτικά μετά την ομιλία Τραμπ – είναι αν το διεθνές σύστημα μπορεί να ισορροπήσει μεταξύ της ωμής ισχύος και των απαιτήσεων συλλογικής νομιμοποίησης και συνύπαρξης, καθώς και αν οι ΗΠΑ θα παραμείνουν ρυθμιστής ή θα διολισθήσουν σε μια απομονωτική πορεία που επιταχύνει τις παθογένειες της σύγχρονης διεθνούς πολιτικής.
Αλήθεια, «Ποιον κόσμο θέλουμε να οικοδομήσουμε μαζί;» όπως τόνισε στην εναρκτήρια ομιλία του στη 80ή Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, ο Γενικός Γραμματέας Αντόνιο Γκουτέρες απηύθυνε ένα παγκόσμιο προσκλητήριο συλλογικής ευθύνης, θέτοντας το ερώτημα:
Δρ Ελευθερία Φτακλάκη
Πολιτικός Επιστήμων/Διεθνολόγος
Διδάκτωρ ευρωπαϊκών σπουδών και διεθνούς πολιτικής