Ρεπορτάζ

Το ΣτΕ κλείνει το ζήτημα των άτυπων δωρεών σε λύση οικογενειακής εταιρείας της Ρόδου

• Ακυρώνει φόρους που στηρίχθηκαν σε κανονιστική πράξη υπερβαίνουσα την εξουσιοδότηση • Οι αποφάσεις 1500/2025 και 1501/2025 του Β΄ Τμήματος απορρίπτουν τις αναιρέσεις της ΑΑΔΕ και επιβεβαιώνουν ότι τα διοικητικά δικαστήρια εξετάζουν αυτεπαγγέλτως την υπέρβαση νομοθετικής εξουσιοδότησης σε κανονιστικές πράξεις που θεμελιώνουν φορολογικές πράξεις

Με δύο ομόρροπες κρίσεις, το Β΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, έθεσε καθαρό πλαίσιο για τον αυτεπάγγελτο δικαστικό έλεγχο σε φορολογικές διαφορές.
Οι υποθέσεις αφορούσαν λύση οικογενειακής ετερόρρυθμης εταιρείας στη Ρόδο (2001), μεταβίβαση κινητών και παγίων προς τον υιό με γονική παροχή και μεταγενέστερες πράξεις προσδιορισμού φόρου γονικής παροχής (14.2.2012) που στηρίχθηκαν στην υπουργική απόφαση ΠΟΛ.1055/2003.
Το ΣτΕ απέρριψε και στις δύο περιπτώσεις τις αιτήσεις αναιρέσεως της ΑΑΔΕ, κρίνοντας ότι τα διοικητικά δικαστήρια δύνανται να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως αν η κανονιστική πράξη-έρεισμα έχει εκδοθεί κατά παράβαση ή υπέρβαση της νομοθετικής εξουσιοδότησης, όταν η φορολογική ενοχή έχει γεννηθεί πριν από την 24.12.2002.

Το διακύβευμα: πού σταματά ο αυτεπάγγελτος έλεγχος στις φορολογικές διαφορές
Ο κανόνας του άρθρου 79 παρ. 5 ΚΔΔ περιορίζει, κατ’ αρχήν, τον αυτεπάγγελτο έλεγχο των δικαστηρίων της ουσίας στις φορολογικές διαφορές μόνο στην ύπαρξη δεδικασμένου. Ωστόσο, το Β΄ Τμήμα, σε επταμελή σύνθεση, επιβεβαιώνει ότι η συνταγματική κατοχύρωση της νομοθετικής εξουσιοδότησης επιβάλλει μία κρίσιμη εξαίρεση: τα δικαστήρια εξετάζουν αυτεπαγγέλτως αν η κανονιστική πράξη, στην οποία στηρίζεται η καταλογιστική πράξη της φορολογικής αρχής, έχει εκδοθεί κατά παράβαση ή καθ’ υπέρβαση των όρων της εξουσιοδότησης.
Το πραγματικό υπόβαθρο: λύση ετερόρρυθμης εταιρείας και έναρξη ατομικής επιχείρησης
Το 2001 λύθηκε ετερόρρυθμη εταιρεία με έδρα τη Ρόδο, στην οποία ο υιός και οι γονείς του συμμετείχαν ως ομόρρυθμο και ετερόρρυθμα μέλη. Η εταιρεία δήλωσε διακοπή εργασιών στις 9 Ιανουαρίου 2001, ενώ ο υιός είχε ήδη δηλώσει έναρξη ατομικής δραστηριότητας από 2 Ιανουαρίου 2001, στον ίδιο χώρο και με το ίδιο αντικείμενο. Στις 2 Μαρτίου 2001 συντάχθηκε συμβόλαιο γονικής παροχής ιδανικών μεριδίων σε κινητά και πάγια/εμπορεύσιμα της λυθείσας εταιρείας (μεταξύ άλλων δύο Ι.Χ., έπιπλα γραφείου και πάγια), τα οποία είχαν περιέλθει στους γονείς στο πλαίσιο εκκαθάρισης. Μεταγενέστερος φορολογικός έλεγχος, πολλά χρόνια αργότερα, έκρινε ότι υποκρύπτεται άτυπη δωρεά ποσοστού συμμετοχής στα άυλα στοιχεία της παλαιάς επιχείρησης (φήμη, πελατεία κ.λπ.), προσδιόρισε αξίες με βάση την υπουργική απόφαση ΠΟΛ.1055/2003 και εξέδωσε πράξεις προσδιορισμού φόρου γονικής παροχής (14 Φεβρουαρίου 2012), επιβάλλοντας διαφορά κύριου φόρου 87.555,86 ευρώ και πρόσθετο φόρο 105.067,03 ευρώ σε καθεμία από τις δύο παράλληλες υποθέσεις.
Η κανονιστική αφετηρία που κρίθηκε προβληματική
Και στις δύο δικογραφίες, ο προσδιορισμός της φορολογητέας αξίας στηρίχθηκε στην παράγραφο 1 του άρθρου 12 του ν. 3091/2002 (με την οποία προστέθηκε παρ. 4 στο άρθρο 12 του ν. 2961/2001) και στην κατ’ εξουσιοδότηση αυτής υπουργική απόφαση 1031583/253/Α0013/1.4.2003 (ΠΟΛ.1055/2003). Το κρίσιμο όμως ήταν ότι η φορολογική ενοχή είχε γεννηθεί στις 2 Μαρτίου 2001, δηλαδή προ της δημοσίευσης και έναρξης ισχύος του ν. 3091/2002 (24 Δεκεμβρίου 2002). Το ΣτΕ έκρινε ότι, κατά το μέρος που η ΠΟΛ.1055/2003 υπήγαγε στο πεδίο εφαρμογής της και υποθέσεις με προγενέστερη γένεση φορολογικής ενοχής, είχε εκδοθεί καθ’ υπέρβαση της εξουσιοδότησης και ήταν μη νόμιμη. Εξ αυτού, οι καταλογιστικές πράξεις που στηρίχθηκαν αποκλειστικά σε αυτήν δεν μπορούσαν να σταθούν.
Η ουσιαστική διάσταση: άτυπες δωρεές και διαδοχή δραστηριότητας
Τα πραγματικά περιστατικά (λύση εταιρείας, μεταβίβαση κινητών/πάγιων, συνέχιση δραστηριότητας από τον υιό) οδήγησαν τη φορολογική αρχή να θεωρήσει ότι μεταβιβάστηκαν και άυλα στοιχεία χωρίς αντάλλαγμα.
Ανεξαρτήτως της ορθότητας αυτής της ουσιαστικής εκτίμησης, το κρίσιμο για την τύχη των πράξεων ήταν ότι η μέθοδος προσδιορισμού της αξίας στηρίχθηκε σε κανονιστική πράξη μη νόμιμη, κατά το συγκεκριμένο εφαρμοστικό της πεδίο. Κατά συνέπεια, οι πράξεις προσδιορισμού δεν μπορούσαν να σταθούν, αφού το έρεισμά τους ήταν ελαττωματικό.
Τις υποθέσεις χειρίστηκε η δικηγόρος κ. Φωτεινή Κεφαλίδου.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου