Απόψεις

Οι δρόμοι και πως μπερδεύουν τους αρμοδίους

\Οι δρόμοι είναι κοινόχρηστες εκτάσεις που εξυπηρετούν τις καθ’ οιονδήποτε τρόπο μετακινήσεις μας. Είναι ένα κοινωνικό αγαθό, από τα αρχαιότερα και ως εκ τούτου έχει αντιμετωπιστεί διεξοδικά και νομικά. Στην Ελλάδα ο νόμος που καθορίζει τα περί κατασκευής τους και συντήρησης τους είναι ο 3155/55 (ΦΕΚ 63/Α/55).

Ο νόμος αυτός διαχωρίζει τους δρόμους σε Εθνικούς, Επαρχιακούς και Δημοτικούς. Αυτοί οι δρόμοι χρησιμοποιούνται από όλους τους πολίτες χωρίς περιορισμούς, υπακούοντας μόνο σε κανονισμούς για τη χρήση τους. Ο διαχωρισμός αυτός αποδίδει τις αρμοδιότητες ανάλογα με το έργο που εξυπηρετούν και την σπουδαιότητά τους. Με τον νόμο αυτό καθορίστηκε ώστε οι Εθνικοί και Επαρχιακοί να καθοριστούν ονομαστικά από Διατάγματα. Έτσι οι Εθνικοί καθορίστηκαν με ένα Β.Δ. και οι Επαρχιακοί μετά από πρόταση του Υπουργού Δημοσίων Έργων που θα στηρίζεται στην εισήγηση μιας επιτροπής που αποτελείτο από τον Νομάρχη, τον Προϊστάμενο της Δ/νσης Δημοσίων Έργων του Νομομηχανικού και των Δήμαρχων ή Προέδρων των Κοινοτήτων που είναι πρωτεύουσες των Επαρχιών. Κατά τον νόμο αυτό θεωρήθηκαν Δημοτικοί Δρόμοι όλοι όσοι «εξυπηρετούν τις πάσης φύσεως ανάγκες ενός Δήμου ή μιας Κοινότητας εντός των διοικητικών ορίων τους». Στους Δημοτικούς Δρόμους επιπλέον δόθηκαν οι χαρακτηρισμοί: Αστικοί και Γεωργικοί χωρίς αυτό να έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία. Ως εκ τούτου η δημιουργία δημοτικών δρόμων δεν ήταν κάτι το καθορισμένο αλλά εξαρτιούνταν από τις ανάγκες που προκύπτανε.

Οι Δημοτικοί λοιπόν Δρόμοι, όπως διαμορφώνονται κάθε φορά ανήκουν στην εποπτεία του κάθε Δήμου και αυτός εκτελεί τα απαραίτητα έργα για την ασφαλή χρήση τους από πεζούς και οχήματα. Δίκτυα, ηλεκτροφωτισμούς, πεζοδρόμια, γέφυρες, σημάνσεις, σηματοδοτήσεις και ότι άλλο είναι απαραίτητο. Μεταξύ αυτών είναι και οι κυκλοφοριακές συνδέσεις των παρόδιων χρηστών του δρόμου για την ασφαλή είσοδο και έξοδο των οχημάτων από τις δραστηριότητες των οικοπέδων / γηπέδων. Μάλιστα όταν ο ιδιοκτήτης ενός οικοπέδου / γηπέδου ζητά την έγκριση μιας τέτοιας σύνδεσης είναι υποχρεωμένος να παραχωρήσει τη χρήση στην αρμόδια αρχή ως κοινόχρηστο, δηλαδή παύει να είναι ιδιόκτητο μέρος του οικοπέδου / γηπέδου του. Αν υπάρχει αμφισβήτηση από ιδιώτη για κάποιον δημοτικό δρόμο, όπως σημειώνει και το ΣτΕ στο σκεπτικό πολλών αποφάσεων του, πρέπει να προσφύγει στα αστικά δικαστήρια. Δηλαδή από το ΣτΕ δεν αμφισβητήθηκε ποτέ το καθεστώς αρμοδιότητας του Δήμου για την κατασκευή έργων στους δρόμους αλλά μόνο το καθεστώς δόμησης των παρόδιων γηπέδων.

Λόγω της δυνατότητας δόμησης στις εκτός σχεδίου περιοχές και ιδιαίτερα μετά το 1978, δηλαδή από τότε που δόθηκε η δυνατότητα οικοδόμησης κατοικιών στις εκτός σχεδίου περιοχές, προέκυψε ένα άλλο θέμα που αφορούσε στη δυνατότητα δόμησης σε παρόδια γήπεδα. Δηλαδή δεν θα ήταν δυνατόν να κτιστούν κτίρια σε ορεινούς ή άλλου δρόμους που δεν ενδείκνυνται για το λόγο αυτό. Αυτό όμως το θέμα δεν έχει καμιά σχέση με την διαχείριση και την ιδιοκτησία του δρόμου που ανήκει καθαρά στο φορέα που είναι αρμόδιος.

Έτσι προέκυψε το θέμα της πολεοδομικής αναγνώρισης κάποιων δημοτικών δρόμων και ειδικότερα επειδή οι διατάξεις προέβλεπαν και παρεκκλίσεις σε δρόμους που θεωρούνταν κύριες αρτηρίες. Οι δρόμοι αυτοί μάλιστα έπρεπε να προϋπάρχουν του 1923 για την λοιπή Ελλάδα και του 1948 για τα Δωδεκάνησα. Η αναγνώριση αυτή γίνονταν με διαπιστωτικές πράξεις για κάθε δρόμο ξεχωριστά. Αρχικά του Νομάρχη, αργότερα του Περιφερειάρχη της Κρατικής Περιφέρειας και στη συνέχεια του Γεν. Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Από το 2014 και μετά, λόγω παρεμβάσεων του ΣτΕ, το οποίο θεώρησε αντισυνταγματική την κατά περίπτωση πολεοδομική αναγνώριση των δρόμων αυτών, το Υπουργείο αναγκάστηκε να ενσωματώσει αυτές τις κατευθύνσεις. Το έκανε με την παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4759/2020, και έτσι ξεκίνησε ένα Πρόγραμμα Πολεοδομικού Σχεδιασμού (Αναγνώριση οδών), το οποίο περιλαμβάνει την εκπόνηση μελετών Αναγνώρισης οδών σε όλες τις Δημοτικές Ενότητες.

Με τις νέες διατάξεις μάλιστα γίνεται προσπάθεια να αντιμετωπιστούν ταυτόχρονα και η ανακήρυξη των Δημοτικών Δρόμων και η δυνατότητα δόμησης τους. Έτσι θα τεθεί το καθεστώς των Δημοτικών Δρόμων σε πολεοδομικό έλεγχο. Με τις μελέτες λοιπόν που εκπονούνται οι δημοτικές οδοί διακρίνονται σε δύο κατηγορίες:

1. Δημοτικές οδοί κατηγορίας Α- Πλάτος τουλάχιστον έξι μέτρα.

α) Παρέχουν δικαίωμα προσώπου για τη δόμηση σε παρόδια γήπεδα.

β) Χαρακτηρίζονται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, μετά από ειδική μελέτη και ύστερα από γνώμη του οικείου ΣΥΠΟΘΑ.

γ) Οδοί που προϋφίστανται του έτους 1923 στην εκτός εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου περιοχή, εκτός των οριοθετημένων οικισμών και εκτός των οικισμών που προϋφίστανται του 1923 μπορούν, με το ίδιο διάταγμα και την ίδια διαδικασία, να χαρακτηρίζονται ως δημοτικές οδοί κατηγορίας Α.

δ) Οι δημοτικές οδοί κατηγορίας Α μπορούν να καθορίζονται με τη διαδικασία και τα προεδρικά διατάγματα έγκρισης Τοπικών ή Ειδικών Πολεοδομικών Σχεδίων, χωρίς να απαιτείται ειδικότερη γνώμη του ΣΥΠΟΘΑ

2. Δημοτικές οδοί κατηγορίας Β – Πλάτος τουλάχιστον πέντε μέτρα

α) Συνδέουν οδούς κατηγορίας Α, ή επαρχιακές ή εθνικές, με οργανωμένους υποδοχείς.

β) Λειτουργούν ως δίοδοι που παρέχουν δικαίωμα προσώπου σε οργανωμένους υποδοχείς.

γ) Δεν παρέχουν δικαίωμα προσώπου στα υπόλοιπα παρόδια γήπεδα.

δ) Χαρακτηρίζονται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας μετά από ειδική μελέτη και ύστερα από γνώμη του οικείου ΣΥΠΟΘΑ.

ε) Οι δημοτικές οδοί κατηγορίας Β μπορούν να καθορίζονται με τη διαδικασία και τα προεδρικά διατάγματα έγκρισης Τοπικών ή Ειδικών Πολεοδομικών Σχεδίων, χωρίς να απαιτείται ειδικότερη γνώμη του ΣΥΠΟΘΑ.

– Δύο παράλληλες οδοί που έχουν κοινά σημεία αφετηρίας και τερματισμού και αντίθετη μεταξύ τους φορά αποτελούν ενιαία δημοτική οδό κατηγορίας Α, εφόσον η κάθε μία από τις δύο οδούς έχει πλάτος τουλάχιστον τεσσάρων μέτρων ή ενιαία δημοτική οδό Β, εφόσον η κάθε μία από τις δύο οδούς έχει πλάτος τουλάχιστον τριάμισι (3,5) μέτρων.

– Είναι δυνατός ο χαρακτηρισμός οδών ως δημοτικών, ακόμη και προτού διαμορφωθούν το ελάχιστο πλάτος και τα λοιπά γεωμετρικά χαρακτηριστικά της οδού, αλλά οι έννομες συνέπειες ως προς το δικαίωμα δόμησης που συναρτάται με την ύπαρξη προσώπου ενός γηπέδου επί των οδών αυτών, επέρχονται μόλις διαμορφωθούν το ελάχιστο πλάτος και τα λοιπά αναγκαία γεωμετρικά χαρακτηριστικά και εκδοθεί σχετική διαπιστωτική πράξη του οικείου συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης ή του υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας.

Νικολός Φαρμακίδης

Πολιτικός Μηχανικός

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου