Τοπικές Ειδήσεις

Νίκος Γεωργιάδης, WWF Ελλάς: «Τα μεσογειακά δασικά οικοσυστήματα έχουν αναπτυγμένους φυσικούς μηχανισμούς αναγέννησης μετά από μια πυρκαγιά»

Οι καταστροφικές πυρκαγιές που έπληξαν τη Ρόδο καταστρέφοντας ένα τεράστιο κεφάλαιο του δασικού και ζωικού μας πλούτου, άφησαν λαβωμένο ένα μεγάλο μέρος του νησιού.
Για την αποκατάσταση των πληγών θα απαιτηθούν εκτός από χρόνος, επιστημονική κατάρτιση αλλά και σχεδιασμός που περιλαμβάνει τόσο βραχυχρόνιο όσο και μακροχρόνιο προγραμματισμό.
Ο διδάκτορας δασολογίας, υπεύθυνος Χερσαίου Προγράμματος WWF Ελλάς κ. Νίκος Γεωργιάδης, δίνει σήμερα μέσω της «δημοκρατικής» σημαντικές πληροφορίες και κατευθύνσεις για την αποκατάσταση των καμένων εκτάσεων από την πρόσφατη πυρκαγιά, το κυνήγι, τη βοσκή αλλά και για τη διαχείριση του προστατευόμενου είδους ελαφιών Dama Dama.
Τα περισσότερα από τα μεσογειακά δασικά οικοσυστήματα των χαμηλών υψομέτρων (δλδ περίπου κάτω από τα 1.000 μέτρα υψόμετρο) είναι προσαρμοσμένα στις πυρκαγιές καθώς πρόκειται για μια πίεση συνηθισμένη και εν τέλει, υπό προϋποθέσεις, ενταγμένη στον κύκλο της ζωής τους. Αποτελούνται δηλαδή από είδη τα οποία έχουν αναπτυγμένους φυσικούς μηχανισμούς αναγέννησης μετά από μια πυρκαγιά (σπόρους και αναβλαστήματα). Έτσι με τις πρώτες βροχές συντελείται ένα «θαύμα της φύσης» με την εμφάνιση των πρώτων φυτών από σπόρους (αρτίφυτρα) και των πρώτων παραβλαστημάτων από τις ρίζες και τα πρέμνα των καμένων φυτών.
Σε κάποιες περιπτώσεις, κυρίως στα οικοσυστήματα με σκληρόφυλλη βλάστηση (σκίνοι, πουρνάρια, κουμαριές, ρείκια κλπ) η αναβλάστηση είναι τέτοια που από τον πρώτο κιόλας χρόνο η εικόνα θυμίζει το παρελθόν, ενώ τα μικρά πευκάκια είναι τόσο πολλά που παρουσιάζουν εικόνα όμοια με αυτή του γκαζόν. Αυτά τα οικοσυστήματα έχουν όμως ένα χρονικό όριο μέσα στο οποίο μπορούν να αναγεννηθούν φυσικά μετά από απανωτές πυρκαγιές.
Το όριο αυτό ανέρχεται περίπου στα 15-20 χρόνια ανάμεσα σε δύο πυρκαγιές, και αφορά στον χρόνο που χρειάζονται τα φυτά αυτά προκειμένου να ωριμάσουν και να παράγουν ικανό αριθμό σπόρων και φυτικών οφθαλμών, ώστε να καταφέρουν να αναγεννηθούν ξανά. Πρόβλημα στη φυσική αναγέννηση αυτών των οικοσυστημάτων μπορεί επίσης να υπάρξει σε περιοχές με έντονη κλίση (μεγαλύτερη από 50%) ανεξαρτήτως της συχνότητας των πυρκαγιών μιας και εκεί η διάβρωση του εδάφους και η παράσυρση των σπόρων είναι συχνό φαινόμενο.
Στα μεγαλύτερα υψόμετρα της χώρας μας απαντώνται είδη που δεν φέρουν τέτοιους μηχανισμούς φυσικής αναγέννησης (πχ ελατοδάση, δάση μαύρης πεύκης) καθώς εκεί η πυρκαγιά δεν ήταν μια συνήθης απειλή.


Σε αυτά, η φυσική αναγέννηση μετά από μια πυρκαγιά παρουσιάζεται, στις περισσότερες περιπτώσεις, πολύ προβληματική και χρειάζεται σχεδόν πάντα η ανθρώπινη βοήθεια για να αποκατασταθούν (τεχνητές αναδασώσεις).
Είτε στη μία, είτε στην άλλη περίπτωση, η δασολογική επιστήμη και η νομοθεσία μπορούν να διασφαλίσουν την ορθή αποκατάσταση των δασικών οικοσυστημάτων.
Η τεχνητή αποκατάσταση δασικών οικοσυστημάτων, όταν δεν υπάρχει δυνατότητα φυσικής αναγέννησης, πρέπει να ακολουθεί κάποιους βασικούς κανόνες και να αποτελεί μέρος συγκεκριμένης μελέτης για να αποδώσει καρπούς και να στεφθεί με επιτυχία. Όσο καλές προθέσεις και να έχουμε, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να επεμβαίνουμε στην αποκατάσταση ενός δάσους κατά το δοκούν, και αυτό αφορά τόσο μεμονωμένα άτομα, όσο και οργανωμένες ομάδες. Το πιθανότερο είναι ότι αν το κάνουμε θα δημιουργήσουμε μεγαλύτερα προβλήματα στην αναγέννηση, ενώ αν τα είδη που φυτέψουμε δεν είναι κατάλληλα είτε δεν θα τα καταφέρουν, είτε, ακόμη χειρότερα, μπορούν να καταστρέψουν ανεπιστρεπτί το οικοσύστημα της περιοχής. Η μελέτη αναδάσωσης που πρέπει να εκπονείται από τους ειδικούς, αναφέρει με σαφήνεια τόσο τα είδη, όσο και τους τρόπους που πρέπει να εφαρμοστούν, ώστε να οδηγηθούμε στην ορθή αποκατάσταση μιας καμένης δασικής περιοχής. Η μελέτη αυτή πρέπει να εκπονείται εφόσον έχει περάσει ένα εύλογο χρονικό διάστημα, τουλάχιστον ένας χρόνος (δλδ μια βλαστητική περίοδος) ώστε να δούμε τι μας έδωσε η φύση και αν και πού πρέπει εμείς να επέμβουμε. Πριν από τη μελέτη αναδάσωσης, θα πρέπει να προηγείται (άμεσα μετά το πέρας της πυρκαγιάς) μια μελέτη για αντιδιαβρωτική και αντιπλημμυρική προστασία, η οποία πέρα από την προστασία των ανθρώπινων δραστηριοτήτων μέσα και γύρω από το δάσος θα προστατέψει το έδαφος που αποτελεί το υπόβαθρο για την αποκατάσταση του οικοσυστήματος.
Σε γενικές γραμμές αυτά που πρέπει να γίνονται κάθε φορά μετά από μια δασική πυρκαγιά είναι τα παρακάτω:
• Άμεση κήρυξη της περιοχής ως αναδασωτέας.
• Ρυθμίσεις στη βόσκηση, καθώς προκαλεί καταστροφή των νεαρών φυταρίων, συμπίεση του εδάφους και μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τη χλωριδική σύνθεση των οικοσυστημάτων.
• Απαγόρευση κυνηγιού για εύλογο χρονικό διάστημα, μέχρι την ανάκαμψη της πληγείσας πανίδας.
• Προστασία από πιθανές αλλαγές χρήσεων γης και καταπατήσεις των καμένων εκτάσεων.
• Σύνταξη μελέτης αντιδιαβρωτικής και αντιπλημμυρικής προστασίας, και εφαρμογής της σε εύλογο χρονικό διάστημα πριν από την έναρξη των χειμερινών βροχοπτώσεων και με τρόπο που να μην προκαλείται υποβάθμιση της αναγεννώμενης φυτοκοινότητας.
• Προστασία και διατήρηση άκαυτων νησίδων, εντός των περιοχών των καμένων εκτάσεων, καθώς τα άκαυτα άτομα των φυτικών ειδών μπορούν να συνεισφέρουν στην αναγέννηση της περιοχής μέσω της διασποράς των σπερμάτων, ενώ παράλληλα αποτελούν καταφύγιο για τα εναπομείναντα ζώα της καμένης περιοχής.

Η περίπτωση της Ρόδου – Αποκατάσταση δασών
Στη Ρόδο, η μεγάλη πυρκαγιά του 2023 έκαψε ως επί το πλείστον δασικά οικοσυστήματα που μπορεί να ενταχθούν σε δύο κατηγορίες, ήτοι:
1. Δάση με είδη που παρουσιάζουν ανεπτυγμένους μηχανισμούς φυσικής αναγέννησης και δεν έχουν ξανακαεί πρόσφατα. Σε αυτές τις περιοχές εκτός από τα έργα αντιδιαβρωτικής προστασίας, που πρέπει να ξεκινήσουν άμεσα, δεν θα πρέπει να γίνει τίποτα άλλο και φυσικά δεν θα πρέπει να προχωρήσουμε σε καμία φύτευση.

Ενίσχυση των οικοσυστημάτων αυτών σημειακά πιθανώς να χρειαστούν στα επόμενα χρόνια με τη σύμφωνη γνώμη και την καθοδήγηση της Δασικής Υπηρεσίας.
2. Διπλοκαμένα δάση με είδη που παρουσιάζουν αναπτυγμένους μηχανισμούς φυσικής αναγέννησης. Σε αυτή την κατηγορία υπάγονται περίπου 60.000 στρέμματα που επηρεάστηκαν και από τη φωτιά του 2008, τα οποία βρίσκονται στο όριο της αναγεννητικής τους ικανότητας (σ.σ. 15 έτη) και λιγότερα από 10.000 στρέμματα από τις φωτιές του 2012 και του 2015. Σε όλες αυτές τις εκτάσεις θα πρέπει να υπάρχει λεπτομερής παρακολούθηση της φυσικής αναγέννησης για τουλάχιστον μία βλαστητική περίοδο και στη συνέχεια, αν χρειαστεί, η εκπόνηση και η εφαρμογή μιας μελέτης αναδάσωσης.
Ήδη η επιστημονική ομάδα του WWF Ελλάς που επισκέφτηκε το νησί λίγες μέρες μετά την οριστική κατάσβεση της πυρκαγιάς κατέγραψε τα πρώτα παραβλαστήματα σε αείφυλλα και φυλλοβόλα είδη. Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα γύρω από οικισμούς και γύρω από τουριστικές εγκαταστάσεις θα μπορούσε να εξεταστεί η ενίσχυση των οικοσυστημάτων σημειακά με άτομα, λόχμες ή ζώνες κατάλληλων αυτόχθονων ειδών που χαρακτηρίζονται ως «πυρανθεκτικά» ή καλύτερα ως είδη που επιβραδύνουν τη μετάδοση της φωτιάς. Το παραπάνω μπορεί να γίνει μόνο όπου οι σταθμολογικές συνθήκες το επιτρέπουν, πάντα με τη σύμφωνη γνώμη της Δασικής Υπηρεσίας και σίγουρα όχι κατά τη διάρκεια της τρέχουσας χρονιάς (σσ. βλαστητική περίοδος).

Ρυθμίσεις βοσκής
Η βοσκή, όπως προαναφέρθηκε, μπορεί να προκαλέσει σημαντικά προβλήματα στην αποκατάσταση και γι’ αυτό θα πρέπει να ρυθμιστεί με Δασικές Απαγορευτικές Διατάξεις. Η συνήθης διαδικασία αφορά ολικές απαγορεύσεις που κυμαίνονται από 5-10 ή και περισσότερα έτη, ανάλογα με το είδος των βοσκόντων ζώων (πρόβατα, αγελάδες, κατσίκια κλπ) και την εξέλιξη της αποκατάστασης.
Σε περιπτώσεις όμως όπως της Ρόδου, όπου η καμένη έκταση είναι πολύ μεγάλη ή/και υπάρχει αδυναμία μετακίνησης ή έλλειψη εναλλακτικών πηγών τροφής των κοπαδιών, η οριζόντια ολική απαγόρευση δύσκολα τηρείται, ενώ μπορεί και να αποβεί μοιραία για το μέλλον της κτηνοτροφίας του νησιού. Έτσι λοιπόν, μετά το πρώτο έτος ολικής απαγόρευσης, θα ήταν ίσως προτιμότερο να υπάρχουν σημειακές ή χρονικά τμηματικές απαγορεύσεις κατόπιν μελέτης και με αυστηρό έλεγχο για την τήρησή τους σε συνδυασμό με στήριξη των κτηνοτρόφων (ζωοτροφές, αποζημιώσεις). Η διαδικασία της βόσκησης σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο διαρκούς παρακολούθησης, έρευνας και προσαρμογής ανάλογα με τα αποτελέσματα και την επίδρασή της στην αποκατάσταση των οικοσυστημάτων.

Ανεπιτήρητα κατσίκια
Όπως και στα περισσότερα νησιά μας, έτσι και στη Ρόδο υπάρχει ένας μεγάλος πληθυσμός ανεπιτήρητων κατσικιών, ο οποίος αν δεν ελεγχθεί αναμένεται να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στην αναγέννηση μιας και το κατσίκι είναι είδος που τρέφεται και με νεαρούς βλαστούς. Θα πρέπει λοιπόν να υποχρεωθούν οι ιδιοκτήτες των ζώων να φροντίσουν για την απομόνωσή τους έξω από την καμένη περιοχή και αν αυτό δεν είναι εφικτό για όλα τα ζώα, τότε θα πρέπει η Δασική Υπηρεσία σε συνεργασία με τους υπόλοιπους αρμόδιους φορείς να φροντίσουν γι’ αυτό με εναλλακτικούς τρόπους που μπορεί να περιλαμβάνουν από παροχή ζωοτροφών σε καθορισμένα σημεία εκτός της καμένης περιοχής μέχρι και συλλήψεις/απομόνωση των ζώων.

Το πλατώνι της Ρόδου
Το πλατώνι, σε αντίθεση με τα κατσίκια, είναι είδος που χαρακτηρίζεται ως βοσκητής ποωδών και λιγότερο έως και καθόλου ως βλαστοφάγο. Όπως έχει αποδειχθεί από σχετική μελέτη, η παρουσία του πλατωνιού στις περιοχές που κάηκαν το 2008 δεν επηρέασε την φυσική αναγέννηση σε βαθμό που να εμποδίσει την αποκατάστασή τους. Μετά τη φωτιά εμφανίζονται φυτικά είδη (ποώδη και αγρωστώδη) που προσφέρουν επάρκεια τροφής στα οπληφόρα φυτοφάγα ζώα όπως το πλατώνι, που δεν θα προτιμήσουν τους νεαρούς βλαστούς και τα αρτίφυτρα των θάμνων και των δέντρων. Σίγουρα ωστόσο θα πρέπει να υπάρξει παρακολούθηση της επίδρασής του και αν χρειαστεί να ληφθούν ανάλογα μέτρα, όπως για παράδειγμα παροχή κατάλληλης ζωοτροφής σε προκαθορισμένα σημεία και σε καμία περίπτωση ο τεχνητός περιορισμός του σε μικρή έκταση μιας και δεν είναι οικόσιτο ζώο και χρειάζεται την επικράτειά του για να λειτουργήσει φυσιολογικά. Τα πλατώνια εμφανίζονται στις καμένες εκτάσεις ακόμη και την ίδια χρονιά της πυρκαγιάς, αφού προσελκύονται από την νέα φθινοπωρινή βλάστηση που αναπτύσσεται. Μάλιστα, όπως έδειξαν τα αποτελέσματα σχετικών μελετών, σε πολλές περιπτώσεις επέκτειναν την εξάπλωσή τους μέσα σε καμένες εκτάσεις, σε θέσεις όπου παλαιότερα δεν είχαν παρατηρηθεί. Ως ένα είδος εμβληματικό για το νησί της Ρόδου και βάσει όλων των μελετών που υπάρχουν γι’ αυτό, θα πρέπει να υπάρξει μια συνολική παρακολούθηση τόσο για να κατανοήσουμε την επίδραση αυτής της πολύ μεγάλης φωτιάς σε αυτό, όσο και την επίδραση του ίδιου του είδους στην προσπάθεια για την φυσική ή τεχνητή αποκατάσταση των δασικών οικοσυστημάτων.

Κυνήγι
Όπως προαναφέρθηκε, σε περιπτώσεις τόσο εκτεταμένων πυρκαγιών, οι οποίες επηρεάζουν ένα μεγάλο τμήμα απομονωμένων γεωγραφικά περιοχών όπως είναι τα νησιά μας, κάποιες χρήσεις πρέπει να ρυθμίζονται με γνώμονες τόσο την προστασία της φύσης, όσο και τις οικονομικές δραστηριότητες των κατοίκων. Σε αυτό το πλαίσιο, προτάθηκε παραπάνω η ελεγχόμενη ρύθμιση της βοσκής μετά το πρώτο έτος και όχι η οριζόντια απαγόρευσή της (που μάλλον είναι και δύσκολο να τηρηθεί όπως μας έχει δείξει η εμπειρία ανάλογων περιπτώσεων). Αντιθέτως, το κυνήγι ως δραστηριότητα αναψυχής δεν μπορεί να ενταχθεί στην ίδια κατηγορία. Είναι αδιανόητο να σκεφτεί κανείς ότι σε ένα νησί που έχει απωλέσει προσωρινά, ένα τόσο μεγάλο μέρος της βλάστησης και των ενδιαιτημάτων του, θα επιτραπεί το κυνήγι στο υπολειπόμενο μέρος αυτού. Στις άκαυτες περιοχές έχουν βρει καταφύγιο όσα ζώα γλίτωσαν και προσπαθούν να προσαρμοστούν «διεκδικώντας» τροφή και κάλυψη από τα υπόλοιπα ζωντανά και εκεί που σε λίγο θα συνωστιστούν και τα περισσότερα από τα μεταναστευτικά είδη πτηνών που περνούν και κάνουν στάση στο νησί κάθε χρόνο. Έτσι προτείνεται η οριζόντια απαγόρευση του κυνηγιού σε όλο το νησί για όσο προβλέπει η νομοθεσία για τις καμένες εκτάσεις και για εύλογο χρονικό διάστημα (τουλάχιστον ενός έτους) για όλο το νησί της Ρόδου, ώστε να δοθεί η ευκαιρία στην εναπομείνασα πανίδα, αλλά και στα αποδημητικά είδη που θα καταφτάσουν το επόμενο διάστημα, να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές πληροφορηθήκαμε ότι η διαδικασία για την έκδοση αδειών κυνηγιού δεν έχει ανασταλεί και προχωρά κανονικά. Με την κυνηγετική περίοδο να ξεκινά θα πρέπει να ληφθούν άμεσα τα απαραίτητα μέτρα.

Τι μπορεί να κάνει ο απλός κόσμος που θέλει να προσφέρει για την αποκατάσταση της περιοχής
Αφού ξεκαθαρίσαμε παραπάνω ότι οι αλόγιστες, απρογραμμάτιστες και κατά το δοκούν φυτεύσεις είναι κάτι που πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία, ας δούμε τί θα μπορούσε να κάνει ο καθένας και η καθεμία από εμάς, ώστε να συνεισφέρουμε στην ορθή αποκατάσταση της περιοχής που επλήγη από τη φετινή μεγάλη πυρκαγιά. Το βασικό λοιπόν που μπορούμε να κάνουμε είναι να διασφαλίσουμε τις προϋποθέσεις για την προσπάθεια που έχει ξεκινήσει ήδη η φύση, αλλά και τις προσπάθειες της Δασικής Υπηρεσίας. Έτσι, αν υποπέσει στην αντίληψή μας οποιαδήποτε πιθανή παράνομη ενέργεια με σκοπό την αλλαγή της χρήσης γης (πχ επέκταση καλλιεργειών, παράνομη δόμηση κλπ), παράνομη βόσκηση ή παράνομο κυνήγι, να ενημερώνουμε άμεσα τη Δασική Υπηρεσία για να ασκείται ο ανάλογος έλεγχος.
Ακόμα πιο σημαντικό από τα παραπάνω είναι να βοηθήσουμε να μην ξανακαεί η περιοχή μέσα στο χρονικό όριο των 15-20 χρόνων, που αναφέρθηκε και παραπάνω ως καθοριστικός για την ωρίμανση των μηχανισμών επανάκαμψης αυτών των οικοσυστημάτων μετά από μία φωτιά. Αυτό μπορεί να γίνει με ένταξη σε μία από τις εθελοντικές ομάδες δασοπροστασίας και πυρόσβεσης που υπάρχουν στο νησί της Ρόδου. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί κάποιος να συμμετέχει σε πυροφυλάξεις ή/και σε κατασβέσεις όταν το κακό ξανασυμβεί και θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι ότι θα ξανασυμβεί και ότι αυτή τη φορά θα το προλάβουμε εγκαίρως…

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου