Ρεπορτάζ

Ελεύθερος χωρίς περιοριστικούς όρους 20χρονος κατηγορούμενος για γενετήσιες πράξεις σε ανήλικη

Χωρίς την επιβολή οποιουδήποτε περιοριστικού όρου αφέθηκε ελεύθερος μετά την απολογία του χθες, με ομόφωνη απόφαση του τακτικού Ανακριτή και της Εισαγγελέως Υπηρεσίας άνδρας, ηλικίας 20 ετών, ο οποίος κατηγορήθηκε για γενετήσιες πράξεις με ανήλικη κάτω των 15 ετών, σωματική βλάβη σε βάρος αδυνάμου προσώπου, εξύβριση, απειλή και παράβαση της νομοθεσίας περί εξαρτησιογόνων ουσιών.
Η απόφαση ελήφθη ομοφώνως από τον τακτικό Ανακριτή Πρωτοδικείου Ρόδου και την Εισαγγελέα Υπηρεσίας, οι οποίοι έκριναν ότι δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την επιβολή προσωρινής κράτησης ή άλλων περιοριστικών μέτρων.
Το χρονικό της υπόθεσης
Η ποινική διερεύνηση ξεκίνησε με βάση εισαγγελική παραγγελία, που εκδόθηκε στα τέλη Οκτωβρίου του 2022. Αντικείμενο της έρευνας αποτέλεσαν αναφορές για πράξεις που φέρονται να τελέστηκαν την περίοδο 2021–2022. Στο επίκεντρο των γεγονότων βρέθηκε η τότε 13χρονη-14χρονη, γεννημένη το 2008, και η σχέση που διατηρούσε με τον κατηγορούμενο, ο οποίος την περίοδο εκείνη ήταν επίσης ανήλικος, 16 ετών.
Η καταγγελία υποβλήθηκε από τη μητέρα της ανήλικης, η οποία δήλωσε ανησυχία για την ψυχολογική κατάσταση και τη συμπεριφορά της κόρης της, την οποία απέδωσε στη σχέση της με τον κατηγορούμενο. Αναφέρθηκαν περιστατικά συστηματικών απουσιών από το σχολείο, αλλαγές στην προσωπικότητα της ανήλικης, απομόνωση από φίλους, καυγάδες στο οικογενειακό περιβάλλον, καθώς και λεκτικές επιθέσεις και απειλές εναντίον της ίδιας από τον κατηγορούμενο. Υπήρξαν επίσης αναφορές για πιθανή σωματική βία και υποψίες για χρήση ή παροχή ναρκωτικών ουσιών, χωρίς ωστόσο να συνοδεύονται από αποδεικτικά στοιχεία.
Η μητέρα της ανήλικης έδωσε σειρά καταθέσεων στις αρχές, κατά τις οποίες περιέγραψε το ιστορικό της σχέσης του κατηγορούμενου με την κόρη της και τις επιπτώσεις που αυτή θεωρούσε ότι είχε στη συμπεριφορά της. Κατέθεσε πως το παιδί έγινε απόμακρο, αντιδραστικό, και ότι παρέμενε συχνά στο σπίτι του κατηγορουμένου. Υποστήριξε ότι ο νεαρός ασκούσε έλεγχο στη ζωή της κόρης της και επέβαλλε αποστασιοποίηση από το οικογενειακό και κοινωνικό της περιβάλλον.
Στη συμπληρωματική κατάθεσή της, ωστόσο, δήλωσε ότι οι προτεινόμενοι μάρτυρες δεν είχαν να καταθέσουν κάτι ουσιώδες, καθώς δεν είχαν προσωπική γνώση για γεγονότα βίας ή άλλες συγκεκριμένες πράξεις. Η ίδια ανέφερε ότι δεν επιθυμεί να συνεχίσει με μηνύσεις ή περαιτέρω δικαστική εμπλοκή, αλλά ζητούσε κυρίως να διακοπεί κάθε επαφή του κατηγορούμενου με την κόρη της.
Η ανήλικη, εξεταζόμενη παρουσία παιδοψυχολόγου, ανέφερε ότι η σχέση της με τον κατηγορούμενο ξεκίνησε με δική της θέληση, ότι υπήρχε ερωτικό στοιχείο, και ότι η συνουσία πραγματοποιήθηκε με συναίνεση, όταν εκείνη ήταν 13 και εκείνος 16. Κατέθεσε πως δεν υπήρξε εξαναγκασμός, ούτε προσφορά ουσιών, ούτε βιαιοπραγία εις βάρος της. Δήλωσε ότι πλέον δεν έχουν επαφή και ότι δεν επιθυμεί την τιμωρία του.
Ο κατηγορούμενος, κατά την απολογία του, αρνήθηκε όλες τις αποδιδόμενες πράξεις. Ισχυρίστηκε ότι η σχέση ήταν συναινετική και ότι τα γεγονότα διαστρεβλώθηκαν από τη μητέρα της ανήλικης, η οποία ήταν εξ αρχής αντίθετη στη σχέση. Υποστήριξε ότι ουδέποτε άσκησε βία, δεν έκανε χρήση ουσιών και δεν προσέφερε ναρκωτικά στην ανήλικη. Ανέφερε επίσης ότι είχε φιλήσυχες σχέσεις με το περιβάλλον της, ότι οι γονείς της ανήλικης γνώριζαν για τη σχέση, και ότι η καταγγελία προήλθε μετά από οικογενειακή διένεξη. Υπέβαλε αίτημα για αρχειοθέτηση της υπόθεσης, επικαλούμενος την ανυπαρξία αξιόποινων πράξεων.
Η ιατροδικαστική εξέταση που διενεργήθηκε στην ανήλικη, παρουσία παιδοψυχολόγου, δεν κατέδειξε ίχνη κάκωσης, βίας ή κακοποίησης. Τα αντανακλαστικά και η γενική εικόνα της περιοχής ήταν φυσιολογικά. Επίσης, από την κοινωνική έρευνα δεν προέκυψαν στοιχεία που να υποστηρίζουν την ύπαρξη διαρκούς κακοποιητικής σχέσης ή επιρροής με χαρακτήρα εξαναγκασμού.
Οι αναφορές στο ιστορικό της σχέσης βασίστηκαν κυρίως σε λεκτικές εντάσεις και συγκρούσεις, χαρακτηριστικά που συχνά συνοδεύουν εφηβικές σχέσεις, όπως προέκυψε από τις μαρτυρίες τόσο της ανήλικης όσο και του ίδιου του κατηγορουμένου.
Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας, και λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία των εμπλεκομένων κατά τον χρόνο των γεγονότων, την απουσία επαρκών ιατρικών ή πραγματογνωμοσυνών που να τεκμηριώνουν βίαιες ή εξαναγκαστικές συμπεριφορές, καθώς και τη σαφή τοποθέτηση της ανήλικης ότι οι πράξεις έγιναν με τη θέλησή της, οι δικαστικές αρχές αποφάσισαν την μη επιβολή προσωρινής κράτησης ή άλλων περιοριστικών όρων στον κατηγορούμενο.
Η απόφαση του Ανακριτή και της Εισαγγελέως ήταν ομόφωνη και βασίστηκε στην έλλειψη επαρκών ενδείξεων για σοβαρό κίνδυνο φυγής, επανάληψης αδικήματος ή επηρεασμού μαρτύρων.
Ως συνήγορος υπεράσπισής του παρέστη ο δικηγόρος κ. Ακης Δημητριάδης.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου