Τοπικές Ειδήσεις

Οι λόγοι αναίρεσης που επικαλείται η υπεράσπιση στην πολύκροτη υπόθεση κατασκοπείας στα Δωδεκάνησα

• Η υπόθεση επανέρχεται με αίτηση αναίρεσης και επίκεντρο το τι συνιστά «κρατικό απόρρητο» • Τι υποστηρίζουν οι συνήγοροι Ηλίας Αναγνωστόπουλος, Αλέξανδρος Τσαγκαλίδης και Τίνα Χατζηκωνσταντίνου

Για τις 16 Σεπτεμβρίου 2025 προσδιορίστηκε από το ΣΤ’ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, όπως έγραψε η «δημοκρατική» η εκδίκαση των αιτήσεων αναίρεσης κατά των υπ’ αριθ. 25 και 27/2024 αποφάσεων του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Δωδεκανήσου, που αφορούν σε μία από τις πιο ηχηρές ποινικές υποθέσεις των τελευταίων ετών: κατασκοπεία εις βάρος της Ελλάδας με φερόμενους δράστες έναν 36χρονο, πρώην γραμματέα του Τουρκικού Προξενείου στη Ρόδο και έναν 53χρονο ναυτικό υπάλληλο.
Οι δύο καταδικάστηκαν για κατασκοπεία από κοινού και κατ’ εξακολούθηση, με σκοπό – σύμφωνα με το κατηγορητήριο – τη συγκέντρωση και διαβίβαση πληροφοριών για στρατιωτικές κινήσεις, εξοπλισμό και επάνδρωση ελληνικών πολεμικών πλοίων.
Με απόφαση του Τριμελούς Εφετείου επί Κακουργημάτων Δωδεκανήσου τον Μάρτιο του 2025, έγινε οίκοθεν διόρθωση της απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου, καθώς κρίθηκε ότι σημαντικό μέρος των πρακτικών της δίκης δεν είχε καταχωρηθεί στο επίσημο κείμενο, προκαλώντας νομικά και διαδικαστικά κενά. Ταυτόχρονα, έγινε δεκτή σχετική αίτηση διόρθωσης των συνηγόρων υπεράσπισης του πρώτου κατηγορούμενου.
Η υπόθεση αφορά σε καταγραφή και διαβίβαση στρατιωτικών πληροφοριών από τον 53χρονο – εργαζόμενο σε επιβατηγό-οχηματαγωγό πλοίο που εκτελούσε δρομολόγια προς Καστελλόριζο – στον 36χρονο πρώην διπλωματικό υπάλληλο.


Οι δικαστικές αποφάσεις
Η πρωτόδικη απόφαση αναγνώρισε στον 36χρονο το ελαφρυντικό του πρότερου σύννομου βίου και του επέβαλε κάθειρξη πέντε ετών. Αντίστοιχα, στον 53χρονο επιβλήθηκε φυλάκιση τεσσάρων ετών. Το Εφετείο επιβεβαίωσε τις ενοχές και τις ποινές, με ελαφρές διαφοροποιήσεις: η ποινή του 53χρονου μειώθηκε κατά ένα έτος, ενώ του 36χρονου διατηρήθηκε χωρίς αναστολή, οδηγώντας τον στις φυλακές. Μεταγενέστερα επιβλήθηκαν περιοριστικοί όροι, όπως εγγύηση 10.000 ευρώ και απαγόρευση εξόδου από τη χώρα.
Το αποδεικτικό υλικό και οι ισχυρισμοί
Στο κινητό του 36χρονου βρέθηκαν φωτογραφίες πολεμικών πλοίων του Πολεμικού Ναυτικού με ευδιάκριτο εξοπλισμό και αριθμούς πλοίων. Εντοπίστηκαν ακόμα μηνύματα όπου ζητούσε πληροφορίες για τη θέση συγκεκριμένων πολεμικών σκαφών. Σε ένα από αυτά ρωτούσε: «Το σκάφος Ρ32 δεν είναι ορατό στο σημείο. Είναι σωστός ο αριθμός;». Ο 53χρονος του απάντησε: «Δεν φαίνεται εντελώς επειδή είναι σκοτεινά».
Ο τελευταίος παραδέχθηκε στην προανακριτική απολογία του ότι κατέγραφε στρατιωτικές κινήσεις και φωτογράφιζε πλοία από το κατάστρωμα του πλοίου στο οποίο εργαζόταν, κατόπιν εντολών του συγκατηγορούμενού του. Επικοινωνούσαν κυρίως μέσω WhatsApp, ώστε να μην αφήνονται ίχνη. Ωστόσο, ενώπιον της ανακρίτριας ανασκεύασε τις δηλώσεις του.
Το νομικό ζήτημα: Τι συνιστά κρατικό απόρρητο;
Ο βασικός άξονας της αίτησης αναίρεσης εντοπίζεται στην ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 148 και 149 του Ποινικού Κώδικα. Οι συνήγοροι υπεράσπισης υποστηρίζουν ότι το δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα, καθώς θεώρησε ότι εικόνες πολεμικών πλοίων και παρατηρήσεις σχετικές με στρατιώτες που αποβιβάζονται σε νησιά του Ανατολικού Αιγαίου συνιστούν από μόνες τους «κρατικά απόρρητα», χωρίς αυτά να έχουν χαρακτηρισθεί επισήμως ως τέτοια από την αρμόδια κυβερνητική αρχή.
Η υπεράσπιση παραπέμπει στον αυθεντικό ορισμό του άρθρου 149 ΠΚ, κατά τον οποίο κρατικό απόρρητο θεωρείται μόνο η πληροφορία στην οποία έχουν πρόσβαση μόνον συγκεκριμένα και περιορισμένα πρόσωπα και που έχει χαρακτηριστεί ρητά ως «μυστική» από την κυβέρνηση.


Δημόσιες πληροφορίες ή μυστικά του κράτους;
Στην αναίρεση αναφέρεται ρητά πως οι πληροφορίες για τις οποίες καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος – φωτογραφίες πολεμικών πλοίων ελλιμενισμένων σε δημόσια λιμάνια, αριθμοί ναυτών, στρατιωτών και θέσεις πλοίων – είναι από τη φύση τους δημοσίως προσβάσιμες και δεν έχουν υπαχθεί σε καθεστώς διαβάθμισης απορρήτου από τις αρμόδιες αρχές.
Η υπεράσπιση επικαλείται και τη νομολογία του Αρείου Πάγου (ενδεικτικά ΑΠ 1109/2023), σύμφωνα με την οποία τα δικαστήρια δεν έχουν εξουσία να κρίνουν αυτοτελώς την «απόρρητη» φύση μιας πληροφορίας αν αυτή δεν έχει χαρακτηριστεί προηγουμένως ως τέτοια από την κυβέρνηση. «Η δικαστική απόφαση δεν μπορεί να υποκαταστήσει την εκτελεστική εξουσία σε θέματα εθνικής ασφάλειας και διαβάθμισης πληροφορίας», υπογραμμίζεται.
Ζήτημα συγχύσεων και νομικής ασάφειας
Ένας ακόμη λόγος αναίρεσης είναι η σύγχυση που – κατά την άποψη των συνηγόρων – εμφανίζει η δικαστική απόφαση μεταξύ των όρων «κρατικό απόρρητο» (όπως ορίζεται στον Ποινικό Κώδικα) και «μυστική στρατιωτική πληροφορία» (όπως ορίζεται στο άρθρο 143 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα). Κατά την υπεράσπιση, τα δύο δεν είναι νομικά ταυτόσημα και η αυθαίρετη σύγχυσή τους καθιστά την κρίση του δικαστηρίου νομικά ασταθή και ανέλεγκτη.
Πιο συγκεκριμένα, οι δικηγόροι επισημαίνουν ότι οι στρατιωτικές πληροφορίες αποκτούν τον χαρακτήρα του κρατικού απορρήτου μόνο όταν πληρούν σωρευτικά δύο προϋποθέσεις: την επίσημη απόφαση χαρακτηρισμού από την κυβέρνηση και τον περιορισμό της πρόσβασης σε αυτές. Στην παρούσα υπόθεση, όπως τονίζεται στο δικόγραφο, καμία από τις πληροφορίες που επικαλείται το δικαστήριο δεν πληροί αυτές τις προϋποθέσεις.
Από τη «φωτογράφηση» στην «κατασκοπεία»
Η υπεράσπιση σημειώνει επιπλέον πως υπό το παλαιό νομικό καθεστώς, η ενέργεια φωτογράφισης στρατιωτικών πλοίων αποτελούσε αυτοτελές αδίκημα – αυτό της «παράνομης απεικόνισης» – και όχι πράξη κατασκοπείας. Με την κατάργηση του εν λόγω άρθρου στον νέο Ποινικό Κώδικα, η απλή αποτύπωση εικόνων σε δημόσιους χώρους δεν είναι αξιόποινη πράξη, εκτός εάν αποδειχθεί ότι αυτές αφορούν στοιχεία χαρακτηρισμένα ως απόρρητα.
Το γεγονός ότι τα πλοία βρίσκονταν σε πολιτικά λιμάνια, όπου η πρόσβαση του κοινού ήταν ελεύθερη, καθώς και ότι οι φωτογραφίες ελήφθησαν με κοινό κινητό τηλέφωνο από απόσταση, ενισχύει – σύμφωνα με την υπεράσπιση – τον ισχυρισμό ότι δεν υπήρξε καμία παραβίαση απορρήτου.
Το ζητούμενο: Ανάκληση της καταδίκης
Η αίτηση καταλήγει με το αίτημα να αναιρεθεί η εφετειακή απόφαση και να ακυρωθεί η ποινή των πέντε ετών κάθειρξης που επιβλήθηκε στον πρώτο κατηγορούμενο. Οι συνήγοροι Αναγνωστόπουλος, Τσαγκαλίδης και Χατζηκωνσταντίνου τονίζουν ότι η εσφαλμένη νομική θεμελίωση της απόφασης δημιουργεί προηγούμενο που θίγει σοβαρά τη νομική ασφάλεια και τα όρια της ελευθερίας πληροφόρησης και παρατήρησης στον δημόσιο χώρο.
Το αν το ΣΤ’ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου θα υιοθετήσει αυτή την επιχειρηματολογία μένει να φανεί στη δικάσιμο του Σεπτεμβρίου. Ωστόσο, το διακύβευμα ξεπερνά τα πρόσωπα: αφορά τις λεπτές ισορροπίες μεταξύ ασφάλειας και δημοκρατικού κράτους δικαίου.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου