Συνεντεύξεις

Kλ. Διακομανώλη: «Πώς μπορούν να προστατευθούν οι πολίτες από τα fake news»! Bιβλίο-οδηγός ενάντια στην παραπληροφόρηση

Οι ψευδείς ειδήσεις ή αλλιώς τα fake news, τείνουν να καταστούν η μάστιγα της ενημέρωσης στη σύγχρονη εποχή. Η ραγδαία εξάπλωση των «fake news» αποτέλεσε το έναυσμα για πολλές μελέτες σχετικά με τα αίτια της εμφάνισής τους, τον ρόλο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και τον αντίκτυπο που έχουν οι ψευδείς ειδήσεις στην καθημερινότητά μας, κυρίως σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο.
Ενας τεράστιος όγκος πληροφοριών, διακινείται μέσω διαδικτύου, δημιουργώντας ένα χαώδες τοπίο με τους πολίτες να καθίστανται πλέον ευάλωτοι στην παραπληροφόρηση με την στροφή της εμπιστοσύνης τους από τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης (εφημερίδες, τηλεόραση, ραδιόφωνο), στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Προσφάτως, κυκλοφόρησε ένα βιβλίο- εργαλείο στη μάχη κατά της παραπληροφόρησης από την Ρόδια κ. Κλημεντίνη Διακομανώλη στέλεχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με ειδίκευση σε θέματα Τύπου και Επικοινωνίας και με μακρά επαγγελματική εμπειρία στο χώρο της ευρωπαϊκής ειδησεογραφίας και δημοσιογραφίας, με τίτλο «Fake news: Τι κάνει η Ευρώπη». Ο αναγνώστης διαβάζοντας το βιβλίο, θα μπορεί να διακρίνει ευκολότερα τι είναι παραπληροφόρηση και πού αυτή κρύβεται.
Όπως λέει στην πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξή της στη «δ» η κ. Διακομανώλη, η οποία έχει μια λαμπρή πορεία στην Ευρώπη, έχοντας ασχοληθεί με ζητήματα που αφορούν στην ενημέρωση των πολιτών σε θέματα έρευνας και τεχνολογίας, περιβάλλοντος και κλιματικής αλλαγής, παραπληροφόρησης καθώς και με τις περισσότερες θεματικές πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η παραπληροφόρηση είναι ουσιαστικά μια Λερναία Ύδρα με πολλές και διαφορετικές μορφές και χαρακτηριστικά, αλλά και εργαλεία εξάπλωσης που γίνονται όλο και πιο «έξυπνα» τεχνολογικά σε σημείο που να είναι εξαιρετικά δύσκολο να ανιχνευτούν.
Η κ. Κλημεντίνη Διακομανώλη, έχει υπηρετήσει ως διευθύντρια του Γραφείου Τύπου στις Αντιπροσωπείες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Κύπρο και στην Ελλάδα. Είναι απόφοιτος της πρώτης σειράς Ακολούθων Τύπου της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και υπηρέτησε σε διπλωματικό πόστο Ακολούθου Τύπου στις Βρυξέλλες. Έχει κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στο Ποινικό Δίκαιο και στην Εγκληματολογία στη Γαλλία και Digital Communication στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και τέως δικηγόρος Αθηνών και το βιβλίο της – το οποίο είναι από τα πρώτα στην ελληνική αγορά για το φλέγον ζήτημα των fake news – αποτελεί προϊόν προβληματισμού προσωπικού αλλά και του ευρύτερου περιβάλλοντός της συγγραφέως, για το εύρος του φαινομένου και τη μεγάλη του σημασία στις επιλογές μας.
• Κυρία Διακομανώλη, θα ήθελα να ξεκινήσουμε την συνέντευξη από το βιβλίο σας «Fake news: Τι κάνει η Ευρώπη» και να μας πείτε ποια ήταν η αφορμή, τι ήταν εκείνο που σας ώθησε στη συγγραφή του.
Αυτό που δρα ως έμπνευση ή ως καταλύτης για ένα συγγραφέα είναι η ανάγκη να μοιραστεί και να επικοινωνήσει τη γνώση που κατέχει, που λαμβάνει ή που δημιουργεί ο ίδιος. Γιατί χωρίς μοίρασμα δεν έχει νόημα ούτε η έρευνα ούτε η γνώση. Λόγω ιδιότητας, έρχομαι καθημερινά σε επαφή όχι μόνο με τους επαγγελματίες της επικοινωνίας και της πληροφορίας, κυρίως δημοσιογράφους, ανταποκριτές και εταιρικούς συμβούλους επικοινωνίας, αλλά και με την ίδια την διαστροφή και την διαστρέβλωση της πληροφορίας. Αυτό δηλαδή που ονομάζουμε ψευδείς ειδήσεις ή fake news. Ειδικά ερεύνησα το κατά πόσον τα fake news και οι κακόβουλες και στοχευμένες επιθέσεις από τρίτους παράγοντες στην ενημέρωση, επηρεάζουν την βούληση των ψηφοφόρων κατά τη διάρκεια εκλογικών αναμετρήσεων, όπως για παράδειγμα οι τελευταίες ευρωεκλογές του 2019, οι γαλλικές προεδρικές εκλογές αλλά και οι πιο πρόσφατες αμερικάνικες εκλογές. Εξάλλου δεν είναι τυχαίο ότι ο όρος fake news εμφανίστηκε -και σχεδόν καθιερώθηκε στο παγκόσμιο οικοσύστημα της ενημέρωσης- κατά την διάρκεια της θητείας του Αμερικανού Προέδρου Trump. Καθόλου τυχαίο, επίσης, ότι μόλις πριν λίγες μέρες ο Λευκός Οίκος απηύθυνε έκκληση στους μεγάλους ψηφιακούς κολοσσούς, όπως είναι το Facebook, το Twitter, το Google κλπ να ενεργοποιήσουν τα αντανακλαστικά τους όσον αφορά στην καταπολέμηση της παραπληροφόρησης γιατί σε καιρό πανδημίας τα fake news «σκοτώνουν ανθρώπους». Πρόκειται λοιπόν για ένα φαινόμενο που μας συναντά καθημερινά, στο διαδίκτυο κυρίως. Αλλά και πέραν του διαδικτύου, έχει αποδειχθεί επιστημονικά ότι η ψευδής είδηση έχει δέκα φορές πιο μεγάλη διάρκεια «ζωής» και κυκλοφορίας, συνεπώς θα καταλήξει κάποια στιγμή να αγγίξει σχεδόν το σύνολο του πληθυσμού με τρόπο ψηφιακό ή όχι. Σύγχρονες επιστημονικές έρευνες εντοπισμένες στο φαινόμενο των fake news έχουν πρόσφατα καταδείξει ότι η λειτουργία αυτή καταλήγει δυστυχώς να δρα άμεσα ή έμμεσα στο συμπεριφορικό μας σύστημα και να καθορίζει –συνήθως χωρίς να έχουμε πλήρη επίγνωση αυτής της δράσης- τις επιλογές μας, είτε πολιτικές είναι αυτές, είτε κοινωνικές ή άλλου είδους. Όσο πιο πολύ κανείς, λοιπόν, μελετά το φαινόμενο της διαστροφής της αλήθειας μέσω των ψευδών ειδήσεων τόσο περισσότερο το βρίσκει συναφές με την καθημερινότητά του, αλλά και με τις εκφάνσεις της ελευθερίας του. Με τον προβληματισμό αυτό –προσωπικό αλλά και του περιβάλλοντός μου- ξεκίνησα να καταγράφω με συστηματικό τρόπο το εύρος του φαινομένου αλλά τη μεγάλη του σημασία στις επιλογές μας. Η προσπάθεια αυτή ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα περιπλάνηση στον κόσμο της παραπληροφόρησης, που αποκαλύπτει πώς τελικά το θέμα αυτό θα μας απασχολήσει πολύ στα επόμενα χρόνια, ειδικά δε τις νέες γενιές ανθρώπων, που επιλέγουν σχεδόν αποκλειστικά την ψηφιακή πληροφόρηση. Ένα like ή ένα share που μπορεί να κάνουμε σχεδόν από αυτοματισμό έχει μια τεράστια πολιτική σημασία, που ούτε καν υποπτευόμαστε, εάν δεν είμαστε καλά πληροφορημένοι για την λειτουργία της παραπληροφόρησης.


• Είναι γεγονός πάντως πως τα fake news και ως όρος αλλά και ως πραγματικότητα, εισήλθαν στη ζωή μας με την ευρεία χρήση των social media. Η απορία μου είναι αν τα social media δημιούργησαν τα fake news ή αν προϋπήρχαν ως τακτική και τους έδωσαν περισσότερο χώρο.
Ψευδείς ειδήσεις υπήρχαν πάντα αλλά σίγουρα ο ψηφιακός κόσμος με την ευκολία δημιουργίας ειδήσεων (ή απλά νέων) απογείωσε το φαινόμενο και δημιούργησε έναν νέο δημόσιο χώρο επικοινωνίας τον οποίο δεν μπορεί να ελέγξει πια κανένας, ούτε καν οι μεγάλες πλατφόρμες που φιλοξενούν και διασπείρουν τις ψευδείς ειδήσεις. Ας μην ξεχνάμε, επίσης, ότι τα social media εξ ορισμού δεν είναι εργαλεία διαλόγου και δεν ευνοούν την ελεύθερη ανταλλαγή απόψεων ως βάση της δημοκρατίας. Αντίθετα όλες οι σχετικές και εμπεριστατωμένες μελέτες σε παγκόσμιο επίπεδο δείχνουν ότι τα social media ευνοούν τις ακραίες και πολωτικές απόψεις, τον εύκολο εντυπωσιασμό και είναι τελικά αλγοριθμικοί μηχανισμοί που έχουν ως τελικό σκοπό την δική τους επιβίωση μέσω της δημοφιλίας τους. Τελικά τα social media είναι εργαλεία πειθούς που εκμεταλλεύονται και χειραγωγούν την ανθρώπινη ανάγκη για επικοινωνία, τον ναρκισσισμό και την ματαιοδοξία μιας εποχής που προσφέρει πολλές ευκολίες και απαιτεί λίγη κριτική σκέψη.
Ευελπιστώ ότι ο αναγνώστης διαβάζοντας τα βιβλίο μου -το οποίο σημειωτέον είναι ένα από τα πρώτα στην ελληνική αγορά για το θέμα των fake news – θα μπορεί να διακρίνει ευκολότερα τι είναι παραπληροφόρηση και πού αυτή κρύβεται. Πρόκειται ουσιαστικά για μια λερναία Ύδρα, με πολλές και διαφορετικές μορφές και χαρακτηριστικά, αλλά και εργαλεία εξάπλωσης που γίνονται όλο και πιο τεχνολογικά «έξυπνα» σε σημείο που να είναι εξαιρετικά δύσκολο να ανιχνευτούν, ακόμη και από αυτούς που τα δημιουργούν. Ο πολίτης κάθε ηλικίας που θέλει να είναι σωστά ενημερωμένος, με ελεύθερη πρόσβαση σε ποιοτική πληροφόρηση και που υποστηρίζει την ελεύθερη, ανεπηρέαστη, ευσυνείδητη και αντικειμενική δημοσιογραφία έχει και την ατομική ευθύνη της επιλογής στην ενημέρωσή του. Γιατί τα συστήματα πεποιθήσεων και οι συμπεριφορές μας είναι τελικά σε μεγάλο βαθμό και αποτέλεσμα και της πρωτογενούς τροφής με την οποία «ταΐζουμε» το γνωστικό μας στομάχι. Ο μέσος χρήστης της ψηφιακής τεχνολογίας, επίσης, σήμερα δεν μπορεί να μην προβληματιστεί για το πού φτάνουν τα όρια της ψηφιακής αυθαιρεσίας των τεχνολογικών γιγάντων, όπως το Facebook και το Twitter, αλλά και ποια μπορεί να είναι σε παγκόσμιο επίπεδο η δύναμη που μπορεί να τους τιθασεύσει, εάν κάτι τέτοιο είναι εφικτό. Υποθέτω ότι κανείς μας δεν θέλει κάποια στιγμή να αποφασίζουν οι αλγόριθμοι για λογαριασμό μας, όσο και αν αυτό μας δίνει την ψευδαίσθηση ότι κάνει τη ζωή μας πιο εύκολη.
Επίσης, κανείς μας δε θέλει να ξέρει ότι πίσω από την είδηση που διαβάζει βιαστικά στο κινητό του κρύβεται ένας ολόκληρος εταιρικός ή κρατικός μηχανισμός με καθόλου αθώες προθέσεις απέναντι στα σημερινά δημοκρατικά δυτικά καθεστώτα. Αυτοί είναι μερικοί μόνο από τους προβληματισμούς που τίθενται στο βιβλίο και οι απαντήσεις δίνονται με βάση πρόσφατες ακαδημαϊκές μελέτες, συμπεράσματα ερευνών σε παγκόσμιο επίπεδο αλλά και σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης σε ευρωπαϊκό κυρίως βεληνεκές. Θέλω να πιστεύω ότι ο αναγνώστης του βιβλίου θα αισθανθεί καλύτερα εξοπλισμένος απέναντι σε ένα φαινόμενο που είναι παρόν και όλα δείχνουν πως θα μας απασχολήσει πολύ στο μέλλον είτε ως πολίτες, είτε ως γονείς, δεδομένου ότι οι νεότερες γενιές είναι σαφώς πιο ευάλωτες.
Το ερώτημα πάντως, που όλο και πιο συχνά τίθεται, είναι πόσο εκπαιδευμένη είναι η κοινωνία μας για να προστατευθεί από τα fake news. Και λόγω της εμπειρίας σας στην Ευρώπη, θα ήθελα να μας πείτε αν εντοπίζετε διαφορές στον τρόπο που αυτά μεταδίδονται και αφομοιώνονται στην Ελλάδα, σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Προφανώς πρόκειται για ένα παγκόσμιο φαινόμενο και κάθε κοινωνία έχει (ή δεν έχει) τις δικές της αντιστάσεις στις ψευδείς ειδήσεις και την παραπληροφόρηση. Όσον αφορά στην Ελλάδα, θα ήθελα να αναφερθώ μόνο στα αποτελέσματα του πρόσφατου πανευρωπακού δείκτη καταμέτρησης της δυνατότητας αξιολόγησης των ειδήσεων και της ευαλωτότητας απέναντι στην παραπληροφόρηση (Media Literacy Index 2021):
Η χώρα μας είναι στην 27η θέση σε σύνολο 35 χωρών και συμπεριλαμβάνεται στην 4η χειρότερη από τις 5 ομάδες ταξινόμησης μαζί με την Τουρκία και άλλες βαλκανικές χώρες. Την ανησυχία όσον αφορά στην ικανότητά μας να διακρίνουμε τις ψευδείς ειδήσεις επιτείνουν οι μέτριες επιδόσεις των Ελληνόπουλων όσον αφορά στην κριτική τους ικανότητα.
Τα τελευταία αποτελέσματα του δείκτη PISA του ΟΟΣΑ (2018) καταγράφουν δυστυχώς ποιοτική υποβάθμιση των επιδόσεων των Ελλήνων μαθητών. Είναι ενδιαφέρον να υπογραμμίσω εδώ ότι σύμφωνα με τα πορίσματα των ειδικών, η εκπαίδευση και η κριτική γνώση επί των μέσων μαζικής επικοινωνίας και γενικά της πληροφορίας πρέπει να υπάρχει πλέον ως βασική δεξιότητα στα σχολικά προγράμματα καθώς και στα προγράμματα δια βίου μάθησης των εκπαιδευτικών.
Πάντως, η τακτική των fake news, επηρεάζει και αφορά κάθε πτυχή της καθημερινότητάς μας είτε πρόκειται για την προσωπική, την επαγγελματική, την ευρύτερα κοινωνική, είτε την πολιτική προκαλώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις και καλλιεργώντας στρεβλές θέσεις, απόψεις και συνειδήσεις… Υπάρχει τρόπος «ανάσχεσης», αντιμετώπισης αυτής της τακτικής;
Αναμφισβήτητα υπάρχουν τρόποι και μάλιστα εξελίσσονται με ταχύ ρυθμό τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι κυβερνήσεις πλέον έχουν πλήρη συνείδηση ότι οι ψευδείς ειδήσεις, όποιος και αν είναι ο δημιουργός τους, μπορούν να προκαλέσουν κύματα αμφισβήτησης εκ μέρους των πολιτών ικανά να δημιουργήσουν σοβαρούς τριγμούς στο μοντέλο της δυτικής δημοκρατίας. Έτσι, ένα ολόκληρο οπλοστάσιο αντίστασης για την καταπολέμηση της παραπληροφόρησης έχει δημιουργηθεί.
Πρωτοπόρος σε αυτή την προσπάθεια είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία τελευταία έχει αναγκάσει μεγάλες ψηφιακές πλατφόρμες, όπως το Facebook, να καταργήσουν δισεκατομμύρια ψεύτικους λογαριασμούς ως κακόβουλους, και το Twitter να προβεί ουσιαστικά σε απαγόρευση των πολιτικών διαφημίσεων, σε περίπτωση αμφίβολης προέλευσης. Και πολύ πιο ριζικές πολιτικές αναμένονται στο άμεσο μέλλον.
Φυσικά καμία δράση από κοινοτικούς ή κυβερνητικούς φορείς δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική εάν ο ίδιος ο πολίτης δεν μάθει να θωρακίζεται απέναντι στο φαινόμενο της παραπληροφόρησης. Και η κοινωνία τον πολιτών έχει εκεί να παίξει ένα σημαντικό ρόλο, όπως και το σχολείο. Θα αφήσω, όμως, τη συνέχεια της συζήτησης στον αναγνώστη να την ανακαλύψει μέσα από τις σελίδες του βιβλίου.
• Είναι πάντως τρομακτικό, κυρία Διακομανώλη, πόσο δυσδιάκριτα είναι τα όρια μεταξύ πραγματικής και ψεύτικης είδησης. Υπάρχουν εργαλεία τα οποία θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε για να φτάσουμε στην αλήθεια;
Η αλήθεια είναι ότι οι ψευδείς ειδήσεις είναι κρυμμένες παντού και η διάκριση μεταξύ αλήθειας, παραπλανητικής είδησης και fake news είναι πολύ λεπτή. Σας φέρνω ως πρόσφατο παράδειγμα τις καταστροφικές πυρκαγιές στην βόρεια Εύβοια, ένα απόλυτα θλιβερό γεγονός, κατά τη διάρκεια του οποίου κάποιες δηλώσεις ξένων πυροσβεστών παραποιήθηκαν από μερίδα του ελληνικού τύπου με αποτέλεσμα να κλιμακωθεί πολιτική κρίση σχετικά με την ταχύτητα πυρόσβεσης.
Ο αρχηγός της ξένης πυροσβεστικής δύναμης τελικά αναγκάστηκε να προβεί στις απαιτούμενες ενέργειες «για να ανακαλέσει τα fake news» που προκάλεσαν οι παραποιημένες δηλώσεις του.
Αν θα μπορούσα να δώσω τρεις-τέσσερις σύντομες συμβουλές στους αναγνώστες σας είναι οι εξής:
1, Ελέγξτε την πηγή της είδησης. Προέρχεται από έναν αναγνωρισμένο και επώνυμο ειδησεογραφικό οργανισμό; Εάν όχι, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με επιφύλαξη.
2, Ελέγξτε εάν η είδηση που διαβάζετε είναι επώνυμη, εάν δηλαδή μπορεί να αποδοθεί σε συγκεκριμένο άτομο, που θα έχει και την ευθύνη για την πιστότητα και την σοβαρότητα του δημοσιεύματος (συνήθως δημοσιογράφος). Εάν όχι θα πρέπει να μας προβληματίσει το ποιος και με ποιο σκοπό δημοσιεύει ένα κείμενο χωρίς υπογραφή.
3, Ελέγξτε τις πηγές που χρησιμοποιούνται για να στηριχθεί η αλήθεια των γεγονότων. Είναι επίσημη πληροφόρηση από πιστοποιημένους φορείς (πχ Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας για το θέμα των εμβολιασμών) που μπορεί εύκολα να αναζητηθεί στο διαδίκτυο, ή μήπως είναι απλά «μαρτυρίες της διπλανής πόρτας» ή, ακόμα χειρότερα, το κείμενο ενός απροσδιόριστου «ειδικού»; Προφανώς στη δεύτερη περίπτωση η πιστότητα της είδησης είναι υπό αμφισβήτηση.
4, Σκεφτείτε πριν μοιραστείτε μια είδηση στο διαδίκτυο! Είναι πολύ εύκολο να κάνουμε ένα share σε κάτι που μας εντυπωσιάζει (συνήθως οι ψευδείς ειδήσεις είναι φτιαγμένες για να εντυπωσιάζουν, ώστε να ταξιδεύουν εύκολα και γρήγορα). Αλλά δεν πρέπει.
Το αντίθετο, πρέπει να ελέγξουμε όλους τους παραπάνω παράγοντες (τουλάχιστον) αλλά και να συμβουλευτούμε την κοινή μας λογική πριν αποφασίσουμε να δώσουμε περαιτέρω «ζωή» στο διαδίκτυο σε μια υπό αμφισβήτηση είδηση.
Ας μην ξεχνάμε, επίσης, ότι ειδικά στο διαδίκτυο τα παιδιά μας και οι νεότεροι άνθρωποι είναι οι πιο ευάλωτες κατηγορίες που μπορούν ευκολότερα να πέσουν θύματα της παραπληροφόρησης. Έχουμε λοιπόν την ευθύνη ως πολίτες να σπάσουμε αυτή την αλυσίδα.
Γιατί, όπως είδαμε και κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η παραπληροφόρηση μπορεί να στοιχίσει ακόμη και ανθρώπινες ζωές αλλά και την ποιότητα της δημοκρατίας μας. Τέλος, κυρία Φώτη, ως Ροδίτισσα (και Μονολιθιάτισσα) θα ήθελα να ευχαριστήσω την εφημερίδα «δημοκρατική», όπως και εσάς προσωπικά, για την ευκαιρία που μου δίνετε να συζητήσουμε για τις ψευδείς ειδήσεις με την ευκαιρία της κυκλοφορίας του βιβλίου μου.
Σκοπεύω, δε, εάν μας επιτρέψουν οι συνθήκες, να κάνω μια παρουσίαση του βιβλίου και συζήτηση επί του θέματος στη Ρόδο τον ερχόμενο Οκτώβριο. Σας ευχαριστώ.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου