• Το Τριμελές Εφετείο Δωδεκανήσου έκρινε και σε δεύτερο βαθμό ένοχο τον κατηγορούμενο για κακουργηματική απάτη • Στο ίδιο ύψος παρέμεινε η ποινή των τριών ετών με αναστολή, με το ελαφρυντικό της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς
Ένοχος και σε δεύτερο βαθμό κρίθηκε πρώην δικηγόρος που κατηγορήθηκε για εμπλοκή σε απάτη μεγάλης κλίμακας, με επίκεντρο επενδύσεις-φάντασμα στη Νότια Αφρική. Το Τριμελές Εφετείο Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, διατηρώντας την ποινή φυλάκισης των τριών ετών με τριετή αναστολή
Η υπόθεση, που είχε προκαλέσει αίσθηση στους νομικούς και επαγγελματικούς κύκλους της Ρόδου, αφορά καταγγελίες για εξαπάτηση με επίφαση επενδυτικών ευκαιριών σε real estate στη Νότια Αφρική, σε μια περίοδο που η κρίση στην Ελλάδα οδηγούσε πολλούς στην αναζήτηση εναλλακτικών επενδυτικών λύσεων.
Η υπόθεση εκδικάστηκε προχθές, έπειτα από σειρά αναβολών, και αφορά καταγγελίες που κατατέθηκαν για πρώτη φορά το 2014 στην Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Ρόδου, με επίκεντρο την περίοδο 2008–2012.
Το ιστορικό της υπόθεσης
Ο κατηγορούμενος, πρώην δικηγόρος με δράση στη Ρόδο, κρίθηκε πρωτοδίκως ένοχος για κακουργηματική απάτη, με το ελαφρυντικό της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς, και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τριών ετών με αναστολή. Το ίδιο αποτέλεσμα επικύρωσε και η δευτεροβάθμια κρίση του Εφετείου.
Ο πολιτικώς ενάγων, επίσης κάτοικος Ρόδου, υποστήριξε ότι ο κατηγορούμενος τον έπεισε να επενδύσει μεγάλα χρηματικά ποσά σε επιχειρηματικά σχήματα στη Νότια Αφρική, τα οποία αποδείχθηκαν ανύπαρκτα. Συγκεκριμένα, φέρεται να του απέσπασε σταδιακά ποσό που αρχικά υπολογίστηκε σε πάνω από 1.000.000 ευρώ, ενώ αργότερα, με δήλωσή του στην Ανακρίτρια Ρόδου τον Ιούνιο του 2017, περιόρισε το ύψος της ζημίας στο ποσό των 600.000 ευρώ.
Η δικογραφία περιλαμβάνει αποδεικτικά στοιχεία μεταφοράς χρημάτων προς αλλοδαπές εταιρείες, καθώς και σε φυσικά πρόσωπα με έδρα τη Μαδρίτη, το Γιοχάνεσμπουργκ και το Κέιπ Τάουν. Οι μεταφορές φέρονται να έγιναν τμηματικά και σε συνεννόηση με τον κατηγορούμενο, ο οποίος λειτουργούσε – σύμφωνα με τον ενάγοντα – ως ενδιάμεσος ή συντονιστής της υποτιθέμενης επένδυσης.
Ο πολιτικώς ενάγων δήλωσε ότι ξεκίνησε την εμπλοκή του στην υπόθεση ύστερα από ηλεκτρονικό μήνυμα αγνώστου, που τον προσκάλεσε σε επενδυτική συνεργασία. Λόγω άγνοιας της αγγλικής γλώσσας, απευθύνθηκε στον κατηγορούμενο, ο οποίος αρχικά του παρουσίασε την επένδυση ως νόμιμη δραστηριότητα στον τομέα του real estate.
Στη συνέχεια, όπως κατέθεσε, του αποκάλυψε ότι πρόκειται για μη νόμιμη δραστηριότητα – συγκεκριμένα για ξέπλυμα χρήματος – και ότι πλέον δεν μπορούσε να αποσυρθεί, αφού είχε ήδη επενδύσει μεγάλα ποσά.
Ο ενάγων υποστήριξε ακόμη ότι τα έγγραφα που ζητούσε για την επένδυση δεν του παραδόθηκαν ποτέ, καθώς – όπως του δήλωσε ο κατηγορούμενος – είχαν καταστραφεί για λόγους ασφαλείας.
Η υπερασπιστική γραμμή
Κατά την προδικασία, ο κατηγορούμενος αρνήθηκε κάθε στοιχείο που συνδέεται με απάτη. Αντίθετα, ισχυρίστηκε ότι το 2004 είχε παράσχει στον ενάγοντα δάνειο ύψους 181.300 ευρώ, και ότι το 2008 τού ανατέθηκε επενδυτική εργασία για Trust με έδρα τη Νότια Αφρική. Υποστήριξε πως πρόκειται για καταπίστευμα που είχε δημιουργηθεί από κληρονομιά και αφορούσε επενδύσεις σε ακίνητα, αλλά ήταν δεσμευμένο από τις αρχές του Γιοχάνεσμπουργκ.
Πρόσθεσε ότι ο ενάγων ενήργησε με δική του ευθύνη, αφού, ακόμη και όταν ο ίδιος διαπίστωσε ότι πιθανόν να πρόκειται για ξέπλυμα χρήματος και τον ενημέρωσε, εκείνος συνέχισε να στέλνει χρήματα στους διαχειριστές του Trust. Επιπλέον, προσκόμισε ιδιωτικό συμφωνητικό και συναλλαγματικές που – κατά τον ίδιο – αποδεικνύουν ότι τα χρήματα που έλαβε συνδέονται με επιστροφή δανείου και όχι με απάτη.
Η ετυμηγορία του Εφετείου
Το Τριμελές Εφετείο, αξιολογώντας τα αποδεικτικά στοιχεία και τις καταθέσεις, διατήρησε την ετυμηγορία της πρωτοβάθμιας κρίσης. Έκρινε ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε με δόλο, καθώς δεν παρέσχε ουσιαστικές εγγυήσεις για την επένδυση, ούτε ενημέρωσε εγκαίρως για το πραγματικό περιεχόμενο των συναλλαγών.
Το δικαστήριο αναγνώρισε στον κατηγορούμενο το ελαφρυντικό της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς, κρίνοντας ότι από τη διάπραξη της πράξης και μετά δεν υπήρξε συνέχεια σε αντίστοιχες δραστηριότητες. Έτσι, επέβαλε ποινή τριών ετών φυλάκισης με αναστολή για τρία έτη, χωρίς περιοριστικούς όρους.
Οι δικηγόροι που εκπροσώπησαν τις δύο πλευρές ήταν ο κ. Δήμος Μουτάφης για την υπεράσπιση και ο κ. Άκης Δημητριάδης για την πολιτική αγωγή.