Η ελληνική κοινωνία βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα φαινόμενο που υπονομεύει καθημερινά την οικονομική της αντοχή: την ακρίβεια. Παρά τις μικρές αυξήσεις στους μισθούς και τις συντάξεις, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών συρρικνώνεται με ταχύτητα, καθώς οι τιμές βασικών αγαθών και υπηρεσιών συνεχίζουν να αυξάνονται. Το φαινόμενο αυτό δεν είναι τυχαίο ούτε αποκομμένο από την ευρύτερη οικονομική πολιτική. Αντίθετα, είναι αποτέλεσμα μιας διαρθρωτικής στρέβλωσης που πλήττει τη μεσαία τάξη, φτωχοποιεί τους αδύναμους και δημιουργεί μια ψευδή εικόνα ευημερίας μέσα από την τεχνητή αύξηση του ΑΕΠ.
Η ενέργεια αποτελεί το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτής της στρέβλωσης. Ο τρόπος με τον οποίο διαμορφώνεται η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος στην Ελλάδα –με βάση την υψηλότερη τιμή παραγωγής στο σύστημα– έχει οδηγήσει σε υπέρογκα κόστη για νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Το πρόβλημα είναι διπλό: αφενός αφαιρεί σημαντικό μέρος του εισοδήματος των πολιτών, αφετέρου λειτουργεί ως επιταχυντής στις αυξήσεις των τιμών όλων των προϊόντων και υπηρεσιών. Η ενέργεια είναι οριζόντιο κόστος για την οικονομία· όταν αυξάνεται, αυξάνονται τα πάντα. Έτσι, η ακρίβεια μεταδίδεται παντού – από το ράφι του σούπερ μάρκετ μέχρι το ενοίκιο και τις μεταφορές.
Το παράδοξο είναι ότι αυτή η εκρηκτική αύξηση τιμών φαίνεται να βελτιώνει κάποιους οικονομικούς δείκτες. Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν εμφανίζεται να αυξάνεται, όμως η αύξηση αυτή είναι πλασματική. Δεν προέρχεται από αύξηση της παραγωγής ή της παραγωγικότητας, ούτε από διεύρυνση των εξαγωγών ή νέες επενδύσεις. Αντίθετα, είναι προϊόν πληθωριστικής διόγκωσης των τιμών. Δηλαδή, η οικονομία φαίνεται να «μεγαλώνει» απλώς επειδή τα αγαθά κοστίζουν περισσότερο, όχι επειδή παράγουμε περισσότερα ή καλύτερα. Είναι μια ψευδαίσθηση ανάπτυξης που αποκρύπτει τη φτωχοποίηση της κοινωνίας.
Η στρέβλωση αυτή ενισχύεται από τον υψηλό ΦΠΑ που εφαρμόζεται στην Ελλάδα. Σε μια περίοδο ακρίβειας, κάθε αύξηση τιμής μεταφράζεται αυτόματα σε αύξηση φορολογικών εσόδων, χωρίς να έχει προηγηθεί καμία πραγματική ανάπτυξη. Το κράτος εισπράττει περισσότερα, αλλά όχι από τη δημιουργία νέου πλούτου — από την ίδια την ακρίβεια. Πρόκειται για μια πολιτική «αυτοπαγίδευσης»: οι αριθμοί βελτιώνονται, αλλά η καθημερινότητα των πολιτών χειροτερεύει. Το κράτος ευημερεί στα χαρτιά, ενώ η κοινωνία μαραζώνει.
Οι πολίτες βλέπουν στην πράξη τι σημαίνει αυτό: το εισόδημα εξανεμίζεται πριν τελειώσει ο μήνας. Ο λογαριασμός του ρεύματος, το πετρέλαιο θέρμανσης, το καλάθι του σούπερ μάρκετ, όλα κοστίζουν περισσότερο. Η μικρή αύξηση του κατώτατου μισθού χάνεται αμέσως από τη γενικευμένη ακρίβεια. Η μεσαία τάξη, που κάποτε αποτελούσε τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, βλέπει τη θέση της να υπονομεύεται. Η φτωχοποίηση δεν είναι πλέον θεωρητική έννοια — είναι η νέα πραγματικότητα.
Η κυβέρνηση επιλέγει να επικαλείται τη στατιστική βελτίωση των δεικτών, αποσιωπώντας ότι αυτοί δεν αντανακλούν την πραγματική οικονομία. Ένα ΑΕΠ που αυξάνεται λόγω ακρίβειας δεν είναι ένδειξη προόδου, αλλά σύμπτωμα ανισότητας και στασιμότητας. Αντί να καλλιεργείται η αυταπάτη της «ισχυρής οικονομίας», χρειάζεται πολιτική βούληση για μείωση των έμμεσων φόρων, εξορθολογισμό της τιμής της ενέργειας και ενίσχυση της παραγωγής.
Η ακρίβεια δεν είναι φυσικό φαινόμενο — είναι αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών. Και όσο η πολιτεία αντιμετωπίζει το πρόβλημα επικοινωνιακά, τόσο θα διογκώνεται το χάσμα ανάμεσα στους αριθμούς και την πραγματικότητα. Η Ελλάδα χρειάζεται ανάπτυξη που να στηρίζεται στην παραγωγή, στην καινοτομία και στη δικαιότερη κατανομή του πλούτου. Μόνο τότε το ΑΕΠ θα είναι πραγματικό και το εισόδημα των νοικοκυριών θα πάψει να ροκανίζεται από την ακρίβεια.














