Ο Νίκος Νικήτας δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Είναι από τους Έλληνες σεφ που έχουν διακριθεί επανειλημμένα στο εξωτερικό, κερδίζοντας όχι μόνο βραβεία, αλλά και τον σεβασμό της διεθνούς γαστρονομικής κοινότητας.
Με αφορμή τις πρόσφατες διακρίσεις του, ανάμεσά τους και το Κόκκινο Αστέρι Michelin για το εστιατόριο στο Άμστερνταμ στο οποίο είναι σύμβουλος, μιλά στη «δημοκρατική» για τη σημασία της συνέπειας, της ομαδικής δουλειάς και της ακεραιότητας σε έναν απαιτητικό χώρο.
Στη συνέντευξή μας αναφέρεται στον τίτλο του «Πρεσβευτή της Ελληνικής Γαστρονομίας», εξηγεί πώς αντιμετωπίζει την πίεση και τις ευθύνες που συνοδεύουν κάθε βράβευση και περιγράφει το πώς η πατρίδα του, η Όλυμπος της Καρπάθου, παραμένει το προσωπικό του καταφύγιο πριν από κάθε μεγάλη πρόκληση.
Μιλά για τα επόμενα σχέδιά του, για το βάθος της ελληνικής κουζίνας, για τις ξένες προτάσεις που έχει δεχθεί και για το τι τελικά έχει μεγαλύτερη αξία, το μετάλλιο ή η διαδρομή που οδηγεί σε αυτό.
• Κύριε Νικήτα να ξεκινήσουμε τη συνέντευξη από τις νέες διακρίσεις σας και το νέο αστέρι Michelin στο εστιατόριο που είστε σύμβουλος στο Αμστερνταμ.
Καταρχάς, θα ήθελα να εκφράσω για ακόμη μία φορά τις θερμές μου ευχαριστίες στη Δημοκρατική Ρόδου, σε όλη την ομάδα της εφημερίδας και ειδικότερα σε εσάς κυρία Μαίρη Φώτη για τη συνεχή και αδιάλειπτη στήριξη, όχι μόνο προς το πρόσωπό μου, αλλά και προς τον σκοπό της ανάδειξης της τοπικής γαστρονομίας και των ανθρώπων που την υπηρετούν με συνέπεια και πάθος.
Σε ό,τι αφορά την κατάκτηση του Κόκκινου Αστεριού Michelin, αυτή ήρθε ως αναγκαία συνέπεια μίας μεθοδικής δουλειάς, συστηματικής προσπάθειας και στενής συνεργασίας μεταξύ πολλών ανθρώπων και ειδικοτήτων για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ήταν ένα συλλογικό εγχείρημα, με μοναδικό γνώμονα την προσφορά μιας μοναδικής εμπειρίας στον επισκέπτη μας.
Δεν μπορώ να μην αναφέρω το γεγονός, ότι η φιλοσοφία της κουζίνας μας βασίζεται στον σεβασμό προς την πρώτη ύλη, δεδομένου του ότι επιλέγονται τα καλύτερα διαθέσιμα προϊόντα και αξιοποιούνται τεχνικές που δεν αλλοιώνουν αλλά -αντιθέτως- αναδεικνύουν τη γεύση, την υφή και τη μοναδικότητα κάθε συστατικού. Το μενού μας έχει σχεδιαστεί με επιστημονική προσέγγιση, λαμβάνοντας υπόψη τη μοριακή δομή των υλικών, την εποχικότητα, και τον ιδανικό γευστικό συνδυασμό, ούτως ώστε κάθε πιάτο να αποτελεί μια αρμονική σύνθεση.
Ο αρχικός μας στόχος ήταν και παραμένει η ποιότητα. Αυτή η προσήλωση μάς οδήγησε στην απόκτηση αρχικά του Πράσινου Αστεριού και στη συνέχεια του Κόκκινου. Οφείλω, εντούτοις, να τονίσω πως το μεγαλύτερο στοίχημα για κάθε επισιτιστική επιχείρηση δεν είναι η απόκτηση ενός Αστεριού Michelin, αλλά η διατήρησή του, η οποία δύναται να επιτευχθεί αποκλειστικά και μόνον μέσω της διαρκούς προσπάθειας, της συνέπειας και της αφοσίωσης.
Η διάκριση αυτή είναι το αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς και ομαδικής προσφοράς. Από τον Sous Chef μου, έναν άνθρωπο που είχα την τιμή να καθοδηγήσω από μαθητή, μέχρι την ομάδα του Front of House. Kαι βεβαίως τους επιχειρηματίες που πίστεψαν στο όραμά μας. Η μεταξύ μας σχέση βασίστηκε όχι μόνο σε μια άριστη συνεργασία, αλλά και σε στήριξη, ιδιαίτερα σε κρίσιμες στιγμές. Γι’ αυτό και τους ευχαριστώ όλους βαθιά, γιατί αυτή η επιτυχία ανήκει εξίσου σε κάθε έναν από αυτούς.
• Ο τίτλος του “Πρεσβευτή της Ελληνικής Γαστρονομίας” για ακόμα μια χρονιά τι σημαίνει για εσάς;
Η απονομή μιας τόσο υψηλής τιμητικής διάκρισης συνοδεύεται αναπόφευκτα και από ένα αντίστοιχο, αν όχι μεγαλύτερο, βάρος ευθύνης. Προσωπικά, από τη στιγμή που μου ανακοινώθηκε η διάκριση, έπαψα να λειτουργώ και να σκέφτομαι αποκλειστικά ως άτομο. Από εκείνο το σημείο και έπειτα, κάθε συμμετοχή μου σε διαγωνισμούς, συνέδρια ή συμπόσια δεν αφορούσε πλέον μόνο εμένα και αυτό διότι, όπως και προηγουμένως ανέφερα, δεν εκπροσωπούσα απλώς τον Νίκο αλλά και την ελληνική γαστρονομία στο σύνολό της.
Έγινα λοιπόν συνδετικός κρίκος και ταυτόχρονα ασπίδα για όλους εκείνους τους άξιους επαγγελματίες του χώρου, που με συνέπεια και σεβασμό υπηρετούν την παράδοση. Για κάθε μάγειρα, που με πείσμα αρνείται να προσαρμόσει τον μουσακά στις εκάστοτε γαστρονομικές τάσεις αλλά τουναντίον επιλέγει να τον παρουσιάσει όπως τον διδάχτηκε, αυθεντικό και ειλικρινή. Οι τεχνικές και οι καινοτομίες έχουν σαφώς τη θέση τους, όμως έως του σημείου που κάτι τέτοιο απαιτείται και όχι εις βάρος της ουσίας.
Η ελληνική γαστρονομία έχει κατακτήσει τη διεθνή αναγνώριση όχι επειδή αποδομήθηκε η σπανακόπιτα ή “εκσυγχρονίστηκε” ο μουσακάς αλλά εξαιτίας των αμετακίνητων βάσεων της: των ανθρώπων που την υπερασπίζονται με ακεραιότητα, της ποιότητας των πρώτων υλών και των παραγωγών που τις προσφέρουν με αφοσίωση.
• Από τις πολλές βραβεύσεις σας όλα αυτά τα χρόνια, υπάρχει κάποια ξεχωρίζετε;
Προσωπικά, δεν χαρακτηρίζω κάποια συγκεκριμένη βράβευση ως ανώτερη από τις υπόλοιπες. Εργάζομαι επί σειρά ετών με στόχο τη απόκτηση εμπειριών και τη συνεχή προσωπική βελτίωση. Είναι ιδιαίτερα ικανοποιητικό, σε ηθικό επίπεδο, να βρίσκεσαι σε απαιτητικές συνθήκες που απαιτούν απόλυτη συγκέντρωση και να καταφέρνεις να αντεπεξέρχεσαι με επιτυχία.
Κάθε διάκριση, όπως για παράδειγμα τα αστέρια Michelin, τα οποία πολλοί θεωρούν ως την ύψιστη αναγνώριση στον χώρο της γαστρονομίας, συνοδεύεται από νέες προκλήσεις και ακόμη υψηλότερους στόχους. Η πρώτη μας διάκριση ήταν το Πράσινο Αστέρι, ακολούθησε το Κόκκινο, και πλέον γνωρίζουμε πως στην κλίμακα των Κόκκινων Αστεριών μπορεί κανείς να φτάσει μέχρι και τα τρία.
Κατά την άποψή μου, οι στόχοι και τα όριά τους καθορίζονται από τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, ανάλογα με τις επιθυμίες, τις αξίες και τις αντοχές του.
• Πώς διαχειρίζεστε την πίεση και την ευθύνη που φέρνουν οι υψηλές διακρίσεις;
Η πίεση αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο όλων των πτυχών του επαγγέλματος της μαγειρικής τέχνης. Προσωπικά, θεωρώ πως το να μαγειρεύει κανείς για έναν πελάτη σε εστιατόριο ή ξενοδοχείο δεν διαφέρει ουσιαστικά από το να μαγειρεύει για κριτές. Μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις, η προετοιμασία φαγητού για απλούς επισκέπτες μπορεί να είναι ακόμη πιο απαιτητική, καθώς η γεύση είναι κάτι το υποκειμενικό και ποικίλει από άτομο σε άτομο.
Αντιθέτως, ένας καταξιωμένος κριτής, προκειμένου να αποκτήσει κύρος σε παγκόσμιο επίπεδο, καλείται να θέσει κατά μέρος τις ατομικές του προτιμήσεις και να αξιολογήσει το πιάτο με αντικειμενικά κριτήρια, βασιζόμενος σε ένα ευρύτερο γευστικό πλαίσιο. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, είναι ενδεχομένως πιο εύκολο να ικανοποιηθεί ένας κριτής, εφόσον το αποτέλεσμα είναι άρτιο και στις τρεις βασικές παραμέτρους: τεχνική, γεύση και εμφάνιση.
• Η διάκρισή σας στους Ολυμπιακούς Αγώνες Μαγειρικής ήρθε για δεύτερη φορά. Τι διαφορά είχε αυτή η εμπειρία από την πρώτη φορά;
Αν με ρωτούσατε παλαιότερα, η δεύτερη συμμετοχή μου δεν υπήρχε στα σχέδιά μου. Η απόφαση να λάβω ξανά μέρος ελήφθη μόλις λίγους μήνες πριν τη διοργάνωση, έχοντας στη διάθεσή μου ελάχιστο χρόνο προετοιμασίας, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς το μέγεθος και τις απαιτήσεις ενός τέτοιου διαγωνισμού.
Η εμπειρία αυτή τη φορά ήταν σαφώς διαφορετική. Ήταν ευκολότερη υπό την έννοια ότι γνώριζα πλέον τις προκλήσεις που θα αντιμετώπιζα και είχα τη δυνατότητα να προετοιμαστώ πιο στοχευμένα. Αυτή, για να καταλήξουμε, ήταν εν τέλει και η μοναδική διαφορά από την πρώτη μου συμμετοχή. Κατά τα άλλα, η πίεση υπήρχε, όπως πάντα, και ήταν έντονη.
Υπήρχε, ωστόσο, και ένας επιπλέον παράγοντας πίεσης: η παρακαταθήκη της προηγούμενης Ολυμπιάδας, όπου είχαμε κατακτήσει την πρώτη θέση στο Λονδίνο. Ένα τέτοιο αποτέλεσμα δημιουργεί αυτόματα υψηλές προσδοκίες, όχι μόνο από το κοινό, αλλά κυρίως από τους ανθρώπους που πίστεψαν σε εσένα και σε επέλεξαν. Ο πήχης ανεβαίνει και μαζί του η ευθύνη.Δεν πιστεύω πως, σε περίπτωση διαφορετικού αποτελέσματος, θα δεχόμουν κακοπροαίρετη κριτική. Παρ’ όλα αυτά, θεωρώ πως οφείλεις να σταθείς στο ύψος των περιστάσεων. Να τιμήσεις τη στήριξη που σου δόθηκε, να ανταποδώσεις την εμπιστοσύνη και να δικαιώσεις όλους όσοι πόνεσαν και αγωνίστηκαν μαζί σου σε αυτή τη διαδρομή.
• Ποια προετοιμασία χρειάζεται για μια τέτοια παγκόσμια διοργάνωση και τι είναι αυτό που τελικά σας ανταμείβει περισσότερο το μετάλλιο ή η διαδικασία;
Υπάρχουν δύο βασικοί άξονες προετοιμασίας που οφείλει να ακολουθήσει κανείς όταν πρόκειται να συμμετάσχει σε έναν διαγωνισμό μαγειρικής.
Ο πρώτος αφορά την τεχνική και θεωρητική προετοιμασία: την ανανέωση των μαγειρικών γνώσεων, την εξάσκηση στις βασικές τεχνικές, την επανεξέταση και προσαρμογή συνταγών που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν στον διαγωνισμό. Περιλαμβάνει επίσης τη συνεχή πρακτική, ώστε να τελειοποιηθούν οι χρόνοι και να υπάρξει απόλυτη εξοικείωση με την τεχνική εκτέλεση.
Ο δεύτερος και σαφώς πιο απαιτητικός, είναι ο τομέας της ψυχολογικής και ψυχικής προετοιμασίας. Πριν ακόμη ξεκινήσει ο διαγωνισμός, πρέπει κανείς να έχει συμφιλιωθεί με την πιθανότητα της ήττας. Να είναι έτοιμος να αποδεχτεί οποιοδήποτε αποτέλεσμα, με αξιοπρέπεια και ωριμότητα.
Όλοι όσοι ξεκινούν ένα τέτοιο ταξίδι έχουν έναν κοινό στόχο: την πρώτη θέση. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι πως αυτή η θέση είναι μία και μόνο. Πρόκειται για μια σκληρή αλήθεια, με την οποία πρέπει κανείς να συμφιλιωθεί πριν καν κάνει το πρώτο βήμα. Και μόνο τότε μπορεί πραγματικά να αποδώσει στο μέγιστο των δυνατοτήτων του, χωρίς να επέρχεται ψυχολογική φθορά συνεπεία της αγωνίας του αποτελέσματος.
Το μετάλλιο στην τελική αποτελεί απλώς ένα ενθύμιο, το οποίο για εμένα προσωπικά, πέραν της συναισθηματικής του αξίας και του χώρου που πιάνει, δεν προσφέρει κάτι ουσιαστικό.
Η μοναδική φορά που αξιοποίησα κάποιο μετάλλιο ήταν το πρώτο που απέσπασα το 2009· το είχα κρεμάσει για περίπου δύο μήνες στον καθρέφτη του αυτοκινήτου μου. Εκείνη την περίοδο, το τραγούδι που έπαιζε συνεχώς ήταν το “We Are the Champions”. Έπειτα από αυτό το σύντομο διάλειμμα, επέστρεψα στη μουσική παράδοση της Ολύμπου.
Αυτό που πραγματικά παραμένει και έχει σημασία είναι η ηθική ικανοποίηση, οι προσωπικές σχέσεις και οι άνθρωποι που γνωρίζεις και συναναστρέφεσαι μέσα από αυτήν την εμπειρία.
Από καταξιωμένους σεφ με διεθνή αναγνώριση στον χώρο της γαστρονομίας, έως τους αφανείς ήρωες που εργάζονται αθόρυβα και ακούραστα για την επιτυχημένη διεξαγωγή των διαγωνισμών.
Κάτι που αποτελεί προσωπική μου ανάγκη πριν από κάθε σημαντικό βήμα ή πρόκληση, είναι να επισκέπτομαι, έστω και για λίγες ημέρες, την ιδιαίτερη πατρίδα μου, την Όλυμπο της Καρπάθου. Πρόκειται για τον δικό μου τόπο ηρεμίας, ένα ησυχαστήριο που έχει τη μοναδική ικανότητα να με γαληνεύει, να με γειώνει και ταυτόχρονα να με γεμίζει αυτοπεποίθηση.
Αναχωρώ πάντα με βαριά καρδιά, αλλά γεμάτος αγάπη. Αγάπη αυθεντική από όλους τους συγχωριανούς μου. Και με αυτήν τη δύναμη στις αποσκευές μου, αισθάνομαι έτοιμος να αντιμετωπίσω κάθε πρόκληση που θα παρουσιαστεί στον δρόμο μου.
• Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε να επιστρέφετε διαρκώς με νέες πρωτιές και τιμητικές διακρίσεις. Πώς καθορίζετε τον νέο στόχο κάθε φορά;
Δεν συνηθίζω να προγραμματίζω εκ των προτέρων συμμετοχές σε διαγωνισμούς. Τουλάχιστον όχι αυτού του είδους. Αν με ρωτούσατε αυτή τη στιγμή, θα σας έλεγα πως για εμένα ο κύκλος των διαγωνισμών έχει ολοκληρωθεί. Βέβαια, το ίδιο ακριβώς έλεγα και πριν από την τελευταία μου συμμετοχή, οπότε πλέον αποφεύγω τα μεγάλα λόγια.
Οι προτεραιότητές μου είναι ξεκάθαρες: πρωταρχικός μου στόχος είναι η εύρυθμη και ουσιαστική λειτουργία των ξενοδοχείων και εστιατορίων, στων οποίων τις κουζίνες έχω την τιμή να ηγούμαι. Εφόσον αυτή η βάση είναι σταθερή και υγιής, τότε και μόνο τότε μπορεί να υπάρξει το ενδεχόμενο ή η βλέψη για περαιτέρω δράσεις, όπως είναι οι διαγωνισμοί. Άλλωστε, ως επαγγελματίας, οφείλω να σέβομαι και να τιμώ τη συνεργασία και την εμπιστοσύνη των επιχειρηματιών που μου ανέθεσαν την ευθύνη της κουζίνας τους. Η συνέπεια και η αφοσίωση στον ρόλο μου είναι για εμένα αδιαπραγμάτευτες αξίες και την ίδια ώρα ανάγκη επιτακτική.
• Οι βραβεύσεις στο εξωτερικό φέρνουν και νέες επαγγελματικές προτάσεις. Έχετε δεχτεί προτάσεις να εγκαταλείψετε την Ελλάδα ή τη Ρόδο;
Ένα ακόμη σημαντικό πλεονέκτημα που προκύπτει από τη συμμετοχή σε διαγωνισμούς και τη διεθνή προβολή είναι η ανάπτυξη δημοσίων σχέσεων και η δημιουργία επαφών με επαγγελματίες του επισιτιστικού τομέα. Είναι, θα έλεγα, κάτι το αναπόφευκτο και άρρηκτα συνδεδεμένο με την εξωστρέφεια που απαιτεί ο σύγχρονος επαγγελματισμός στον χώρο της γαστρονομίας.
Έχω δεχθεί πολλές προτάσεις να εγκαταλείψω την Ελλάδα, και πιο συγκεκριμένα τη Ρόδο, προκειμένου να αναλάβω ρόλους στο εξωτερικό. Μάλιστα, στο παρελθόν το έχω πράξει για περιορισμένα χρονικά διαστήματα, πάντα στους μήνες που η παρουσία μου στη Ρόδο δεν ήταν απαραίτητη. Ωστόσο, αισθάνομαι ότι η γαστρονομική σκηνή της Ελλάδας, όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα, δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από εκείνη μεγάλων πόλεων ή χωρών του εξωτερικού. Εκατοντάδες επαγγελματίες μάγειρες, ο καθένας με τη δική του προσέγγιση και φιλοσοφία, συμβάλλουν με τον δικό τους τρόπο στη δυναμική και την ποικιλομορφία της ελληνικής γαστρονομίας.
Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν είναι χρήσιμο ή και απαραίτητο, να ταξιδέψει κανείς, να έρθει σε επαφή με άλλες κουζίνες, πολιτισμούς και τεχνικές. Ο κάθε επαγγελματίας, ως άνθρωπος πάνω απ’ όλα, έχει τις δικές του ανάγκες, επιδιώξεις και επιθυμίες. Είναι απόλυτα σεβαστό όταν κάποιος επιλέγει να συνεχίσει την πορεία του εκτός Ελλάδας. Όλα εξαρτώνται από το προσωπικό του όραμα και τις συνθήκες που κρίνει ότι του ταιριάζουν περισσότερο.
• Τι απαντάτε σε όσους λένε πως η ελληνική γαστρονομία υστερεί σε διεθνή προβολή;
Θα έλεγα πως, εν μέρει, όσοι εκφράζουν προβληματισμό έχουν δίκιο, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη τις ενέργειες που πραγματοποιούν άλλες χώρες με στόχο την κατοχύρωση Προστατευόμενων Ονομασιών Προέλευσης (Π.Ο.Π.) και τους διαρκείς αγώνες που δίνουν για την καθιέρωση και την κυριαρχία των δικών τους εθνικών προϊόντων στη διεθνή αγορά.
Από την άλλη πλευρά, η ελληνική γαστρονομία έχει εξαπλωθεί και εκπροσωπηθεί επάξια στο εξωτερικό χάρη σε Έλληνες μάγειρες που εργάζονται με πάθος και υπευθυνότητα. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, καθώς και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, συνέβαλαν τα τελευταία χρόνια σημαντικά στην καλύτερη ανάδειξη των αρχών και των αξιών που όλοι μας πρέπει να προβάλλουμε και να υπερασπιζόμαστε.
Ο τίτλος του πρεσβευτή της ελληνικής γαστρονομίας είναι, αναμφίβολα, τιμητικός και τον σέβομαι βαθύτατα. Ωστόσο, θεωρώ ότι κάθε επαγγελματίας του χώρου οφείλει να αισθάνεται το ίδιο βάρος ευθύνης. Δεν πρόκειται για έναν τίτλο που ανήκει μόνο σε έναν ή λίγους. Είναι ένα συλλογικό χρέος και καθήκον που αφορά όλους μας, να σταθούμε αντάξιοι της γαστρονομικής μας κληρονομιάς και να την προβάλλουμε με ήθος, γνώση και σεβασμό.
• Πώς νιώθετε όταν βλέπετε ξένους να ερμηνεύουν ή να “πειράζουν” την ελληνική κουζίνα;
Η καλύτερη μορφή κολακείας είναι, αναμφίβολα, η αντιγραφή. Δεν έχω απολύτως κανένα πρόβλημα όταν βλέπω συναδέλφους από το εξωτερικό να τιμούν και να προσπαθούν να υιοθετήσουν ελληνικές τεχνικές και συνταγές. Είναι, άλλωστε, κάτι που και εμείς οι ίδιοι κάνουμε ως επαγγελματίες, με σεβασμό και αναγνώριση προς άλλες γαστρονομικές παραδόσεις.
Για παράδειγμα, η τεχνική του «dry aging» στα ψάρια που τα τελευταία χρόνια έχει αποκτήσει δημοτικότητα, έχει τις ρίζες της στις σκανδιναβικές χώρες, ήδη από την εποχή των Βίκινγκς. Παρότι σήμερα οι συνθήκες είναι πλήρως ελεγχόμενες και επιστημονικά τεκμηριωμένες, σε μεγάλο βαθμό μιμούνται τον τρόπο με τον οποίο εκείνοι αποθήκευαν και συντηρούσαν τα αλιεύματά τους.
Σε μια κοινωνία χωρίς ανταλλαγή πληθυσμών, και κατ’ επέκταση χωρίς ανταλλαγή συνταγών, τεχνικών και γαστρονομικών στοιχείων και εν γένει πληροφοριών, δεν θα είχαμε ούτε την γευσιγνωσία ούτε τη γευστική ποικιλία που απολαμβάνουμε σήμερα. Ενδεικτικά παραδείγματα είναι το σούσι, τα μπέργκερ ή τα τάκος, εμβληματικά πιάτα που έχουν υιοθετηθεί παγκοσμίως, προσαρμοσμένα σε τοπικά δεδομένα.
Κατά την προσωπική μου άποψη, το ιδανικό είναι να ενσωματώνει κανείς τα καλύτερα στοιχεία από κάθε κουλτούρα, με δημιουργικότητα αλλά και με σεβασμό προς τη δική του παράδοση. Η εξέλιξη δεν προϋποθέτει την απόρριψη των ριζών μας, αντιθέτως, τις ενδυναμώνει.
• Ποιο είναι το επόμενο μεγάλο σας στοίχημα;
Όπως ανέφερα και προηγουμένως, η συμμετοχή μου σε κάποιον διαγωνισμό δεν περιλαμβάνεται στα άμεσα σχέδιά μου. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει πως το αποκλείω στο μέλλον. Προς το παρόν, το βασικό μου μέλημα είναι η εύρυθμη λειτουργία των ξενοδοχείων και εστιατορίων που έχω αναλάβει, καθώς και η διαρκής προσπάθεια διατήρησης τόσο του Πράσινου όσο και του Κόκκινου Αστεριού Michelin, με τον υφέρποντα αλλά και διακαή πόθο πως ίσως καταφέρουμε στο μέλλον να φτάσουμε και στα υπόλοιπα δύο.
Φέτος, στο εστιατόριο “Onar” του ξενοδοχείου “Lindian Dream Resort” στη Λίνδο, μαζί με την ομάδα μου, θα επιχειρήσουμε να ενσωματώσουμε συνταγές και τεχνικές από το εστιατόριό μας στο Άμστερνταμ, προσαρμόζοντάς τες στην τοπική αγορά και στα εξαιρετικά προϊόντα του τόπου μας. Είναι μια πρόκληση που μας εμπνέει, με στόχο τη δημιουργία μιας γαστρονομικής εμπειρίας αντάξιας των προσδοκιών τόσο του κοινού όσο και των θεσμών που μας τιμούν με τη διάκρισή τους.
Κλείνοντας, με τον φόβο να ακουστώ γραφικός, αλλά με πλήρη ειλικρίνεια, θα ήθελα να ευχαριστήσω από καρδιάς όλους εκείνους που με στηρίζουν ανιδιοτελώς όλα αυτά τα χρόνια, την οικογένειά μου, τους συνεργάτες μου παλιούς και νέους καθώς και τους επιχειρηματίες που πιστεύουν στο όραμά μας και το μοιράζονται μαζί μας καθημερινά.
Ένα μεγάλο και ειλικρινές ευχαριστώ οφείλω, επίσης, στην κυρία Άννα Σπανού, Διευθύντρια του ξενοδοχείου Lindian Dream Resort, καθώς και στον F&B Manager, κύριο Λέανδρο Λουιζίδη, για την εμπιστοσύνη, τη συνεργασία και την ουσιαστική στήριξή τους. Η συμβολή τους είναι καθοριστική σε κάθε βήμα αυτής της απαιτητικής αλλά και δημιουργικής διαδρομής.