• Διεκδικείται αποζημίωση 10.000 ευρώ για ηθική βλάβη • Συμβολικό το ποσό, στόχος η αναγνώριση της θεσμικής και προσωπικής προσβολής
Αγωγή κατά του Δικηγορικού Συλλόγου Ρόδου ασκήθηκε από δικαστική λειτουργό και τον σύζυγό της, δικηγόρο, με αντικείμενο την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υποστηρίζουν ότι υπέστησαν από συνεδρίαση και λήψη απόφασης που έλαβε χώρα εντός του Συλλόγου χωρίς την κλήση ή ακρόασή τους και με αμφισβητούμενη θεσμική αρμοδιότητα.
Σύμφωνα με το περιεχόμενο της αγωγής, ο Δικηγορικός Σύλλογος Ρόδου προχώρησε στην έκδοση απόφασης κατά της δικαστικής λειτουργού και η απόφαση αυτή, όπως αναφέρεται, διατυπώθηκε με αρνητικές κρίσεις και χαρακτηρισμούς, χωρίς να έχει προηγηθεί οποιαδήποτε ενημέρωση, πρόσκληση σε ακρόαση ή δυνατότητα υπεράσπισης της ίδιας.
Η αγωγή θέτει στο επίκεντρο το ερώτημα της αρμοδιότητας του Δικηγορικού Συλλόγου να γνωμοδοτεί ή να αποφασίζει επί θεμάτων που στρέφονται κατά δικαστικών λειτουργών, πρόσωπα δηλαδή που δεν είναι μέλη του Συλλόγου και δεν υπάγονται στην πειθαρχική του εξουσία.
Παράλληλα, στην αγωγή περιγράφεται λεπτομερώς η μετάθεση της πρώτης ενάγουσας από το Πρωτοδικείο Κω στο Πρωτοδικείο Ρόδου, η οποία αποφασίστηκε με την από 12.7.2024 απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου κατόπιν αίτησής της. Η μετάθεση ολοκληρώθηκε με την έκδοση του σχετικού Προεδρικού Διατάγματος στις 26.7.2024, κατόπιν πρότασης του υπουργού Δικαιοσύνης και δημοσίευσης στο ΦΕΚ.
Όπως αναφέρεται στην αγωγή, τα καθήκοντά της ως διευθύνουσας του Πρωτοδικείου Ρόδου είναι κυρίως οργανωτικά και διοικητικά, χωρίς ουσιαστική εμπλοκή σε μεγάλο όγκο υποθέσεων. Υπογραμμίζεται δε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 49 του ν. 4938/2022, η υπηρεσία δικαστικού λειτουργού σε δικαστήριο στο οποίο υπηρετεί ως δικηγόρος ο/η σύζυγος εξαιρείται ρητά για πόλεις όπως η Ρόδος.
Παρά τα ανωτέρω, όπως σημειώνεται, η μετάθεσή της αμφισβητήθηκε δημόσια και σθεναρά από τον Δικηγορικό Σύλλογο Ρόδου, με αποτέλεσμα να συγκληθεί έκτακτο Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου στις 17 Ιουλίου 2024 με μοναδικό θέμα την τοποθέτηση των νέων δικαστών. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της αγωγής, ενώ το θέμα ήταν διατυπωμένο γενικά, η συζήτηση επικεντρώθηκε αποκλειστικά στη μετάθεση της πρώτης ενάγουσας.
Κατά τη συνεδρίαση, ο δεύτερος ενάγων, ο οποίος ήταν μέλος του ΔΣ έως την παραίτησή του στις 7 Ιανουαρίου 2025, υπερασπίστηκε τη νομιμότητα της μετάθεσης και παρουσίασε στοιχεία για τις ελάχιστες παραστάσεις του ίδιου και του γραφείου του στις συνθέσεις στις οποίες ενδέχεται να συμμετάσχει η σύζυγός του. Παρουσιάστηκε πλήρης πίνακας προεισπράξεων για τα έτη 2023 και 2024, από τον οποίο τεκμηριώνεται η περιορισμένη πιθανότητα επαγγελματικής διασταύρωσης εντός του Πρωτοδικείου.
Παρά τις εξηγήσεις, στις 26.7.2024 ο Σύλλογος απέστειλε επιστολή στην Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, ζητώντας την ανάκληση της μετάθεσης. Η επιστολή, όπως υποστηρίζεται στην αγωγή, περιέχει βολές τόσο προς τη δικαστική λειτουργό όσο και προς τον σύζυγό της, τις οποίες οι ενάγοντες χαρακτηρίζουν ατεκμηρίωτες, επιθετικές και δυσφημιστικές.
Οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι η πράξη αυτή αποτελεί προσβολή της προσωπικότητάς τους και της επαγγελματικής τους υπόστασης, καθώς και θεσμική εκτροπή, η οποία συνιστά διοικητική πράξη με εξωτερικά αποτελέσματα, εφόσον διαβιβάστηκε και σε τρίτους (μεταξύ αυτών, σε προϊστάμενη δικαστική αρχή).
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στον ισχυρισμό ότι ουδέποτε ζητήθηκαν εξηγήσεις από τη δικαστική λειτουργό ή τον σύζυγό της, παρά το γεγονός ότι κρίθηκαν και αναφέρθηκαν ονομαστικά στο σκεπτικό της απόφασης.
Κατά τους ισχυρισμούς των εναγόντων, αυτό συνιστά κατάφωρη παραβίαση του άρθρου 20 του Συντάγματος, του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, καθώς και βασικών αρχών του διοικητικού δικαίου περί προηγούμενης ακρόασης και δικαιώματος υπεράσπισης.
Οι ενάγοντες ζητούν από το Μονομελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Ρόδου την καταβολή αποζημίωσης ύψους 10.000 ευρώ, ποσό που όπως ρητά αναφέρουν έχει συμβολικό χαρακτήρα, καθώς ο πραγματικός στόχος είναι η ηθική και θεσμική αναγνώριση της αδικίας που θεωρούν ότι υπέστησαν.