• Εξετάζεται στις 24 Οκτωβρίου 2025 στο Ε’ Τμήμα του Αρείου Πάγου η αίτηση αναίρεσης δύο Ιταλών, 49 και 38 ετών, καταδικασθέντων για σειρά αδικημάτων περιλαμβανομένης διακεκριμένης αρπαγής, επικίνδυνης σωματικής βλάβης, οπλοκατοχής και οπλοχρησίας
Στις 24 Οκτωβρίου 2025 αναμένεται να εξεταστεί ενώπιον του Ε’ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου η αίτηση αναίρεσης που κατέθεσαν δύο Ιταλοί υπήκοοι, ηλικίας 49 και 38 ετών, καταδικασθέντες με την υπ’ αριθμόν 39/2024 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Δωδεκανήσου. Πρόκειται για υπόθεση με έντονο κοινωνικό και δικαστικό ενδιαφέρον, η οποία ξεκίνησε με ένα βίαιο επεισόδιο το καλοκαίρι του 2016 στη Ρόδο.
Σύμφωνα με το αναλυτικό ιστορικό που αποτυπώθηκε τόσο στην πρωτόδικη όσο και στην εφετειακή απόφαση, όλα ξεκίνησαν το απόγευμα της 24ης Ιουλίου 2016. Ο πρώτος κατηγορούμενος, τότε 40 ετών, κάτοικος Ρόδου και ιδιοκτήτης καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος στην Παλιά Πόλη, κάλεσε τον παθόντα, υπήκοο αλβανικής καταγωγής, προκειμένου –κατά δήλωσή του– να «διευθετήσουν» μεταξύ τους μια σοβαρή διαφορά.
Η διαφορά, όπως υποστηρίχθηκε από τον ίδιο, αφορούσε χρηματικό ποσό και την κλοπή αντικειμένων από την οικία του, πράξη για την οποία κατονόμασε τον παθόντα ως υπαίτιο.
Η κατάσταση ξέφυγε από τον έλεγχο, και, όπως περιγράφεται στο κατηγορητήριο, με τη συνδρομή του δεύτερου κατηγορουμένου, που βρισκόταν στον ίδιο χώρο, ο παθών ακινητοποιήθηκε, χτυπήθηκε βάναυσα με χρήση διαφόρων αντικειμένων –ανάμεσά τους και συσκευή ηλεκτρικής εκκένωσης (taser), τσεκούρι και μαχαίρι–, δεσμεύτηκε χειροπόδαρα, φιμώθηκε και στη συνέχεια κρατήθηκε επί ώρες υπό περιορισμό.
Ο σκοπός, σύμφωνα με το διατακτικό της πρωτόδικης απόφασης, ήταν ο εξαναγκασμός του θύματος να προβεί σε πράξη που δεν είχε υποχρέωση, πιθανώς να παραδεχτεί κάποια οφειλή ή να επιστρέψει χρήματα.
Το θύμα εντοπίστηκε τα ξημερώματα της 25ης Ιουλίου 2016 από δημοτικούς υπαλλήλους καθαριότητας, δεμένος πίσω από κάδους απορριμμάτων, αιμόφυρτος και σε ημιλιπόθυμη κατάσταση.
Η εικόνα του προκάλεσε άμεση κινητοποίηση των αρχών. Η αστυνομία που έσπευσε στο σημείο εντόπισε ευρήματα τόσο στον χώρο του καταστήματος όσο και στην οικία του πρώτου κατηγορουμένου. Μεταξύ αυτών, βρέθηκαν ιατροδικαστικά στοιχεία που επιβεβαίωναν τη βιαιότητα του επεισοδίου, καθώς και ναρκωτικά δισκία που, κατά δήλωσή του, προορίζονταν για προσωπική χρήση.
Το 2019, το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Κω εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 47–56/2019 απόφαση, κρίνοντας ένοχο τον πρώτο κατηγορούμενο για διακεκριμένη αρπαγή, επικίνδυνη σωματική βλάβη, παράνομη οπλοκατοχή, οπλοχρησία και κατοχή ναρκωτικών για ιδία χρήση. Η συνολική ποινή που του επιβλήθηκε ήταν πρόσκαιρη κάθειρξη οκτώ ετών και τριών μηνών. Ο δεύτερος κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος για συμμετοχή στη διακεκριμένη αρπαγή και καταδικάστηκε σε κάθειρξη πέντε ετών, ποινή που μετατράπηκε σε χρηματική προς δέκα ευρώ ημερησίως.
Και οι δύο άσκησαν εφέσεις, οι οποίες εξετάστηκαν από το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Δωδεκανήσου. Η απόφαση 39/2024, που εκδόθηκε στις 3 Ιουνίου 2024, αποδέχθηκε εν μέρει την έφεση του πρώτου κατηγορουμένου, κηρύσσοντας απαράδεκτη τη συζήτηση για τα αδικήματα της οπλοχρησίας και της κατοχής ναρκωτικών, λόγω παραγραφής βάσει του άρθρου 64 του Ν. 4689/2020. Ωστόσο, για τα υπόλοιπα αδικήματα η έφεση απορρίφθηκε επί της ουσίας, επιβεβαιώνοντας την πρωτόδικη ενοχή.
Ο δεύτερος κατηγορούμενος, παρότι είχε ασκήσει έφεση, δεν παρέστη κατά τη συνεδρίαση, με αποτέλεσμα η έφεσή του να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη.
Κατά την ακροαματική διαδικασία στο Εφετείο, ο πρώτος κατηγορούμενος προέβαλε εκτενείς αυτοτελείς ισχυρισμούς. Υποστήριξε πως βρισκόταν σε άμυνα απέναντι σε βίαιη επίθεση από το θύμα, επικαλούμενος σωματικά σημάδια που, όπως είπε, πιστοποιούνταν από ιατροδικαστικές εκθέσεις. Επίσης ζήτησε να του αναγνωριστούν δύο ελαφρυντικές περιστάσεις: η καλή μεταγενέστερη συμπεριφορά του και ο σύννομος βίος μέχρι τον χρόνο τέλεσης των πράξεων.
Προσκομίστηκαν πολυάριθμα έγγραφα: ιατρικές γνωματεύσεις, ψυχιατρικές αξιολογήσεις, βεβαιώσεις από προγράμματα απεξάρτησης, μαρτυρίες της πρώην συζύγου του και άλλων μαρτύρων υπεράσπισης, που περιέγραψαν τον κατηγορούμενο ως πατέρα, επαγγελματία και μέλος της τοπικής κοινωνίας.
Η αίτηση αναίρεσης που κατατέθηκε στον Άρειο Πάγο επικεντρώνεται κυρίως σε ζητήματα εσφαλμένης νομικής κρίσης. Τίθεται ζήτημα παραβίασης της δικονομικής τάξης, ανεπαρκούς αιτιολογίας στην εφετειακή απόφαση, καθώς και μη ορθής εφαρμογής των διατάξεων περί άμυνας και ελαφρυντικών. Επιπλέον, γίνεται λόγος για παραβίαση του δικαιώματος νόμιμης εκπροσώπησης του δεύτερου κατηγορουμένου, η έφεση του οποίου απορρίφθηκε χωρίς να έχει ακουστεί.