• Το Μονομελές Εφετείο εξέτασε υπόθεση εργαζομένου της Δ.Ε.Σ. ΡΟΔΑ που απολύθηκε για υποτιθέμενη υπεξαίρεση • Αναδείχθηκε η σημασία των προσωπικών δεδομένων και της ηθικής αποκατάστασης
Η απόφαση 127/2025 του Μονομελούς Εφετείου Δωδεκανήσου, αποτελεί σημείο αναφοράς για το σύγχρονο εργατικό δίκαιο και τα όρια της εργοδοτικής εξουσίας. Αντικείμενο: η καταγγελία σύμβασης εργασίας οδηγού λεωφορείου της Δ.Ε.Σ. ΡΟΔΑ λόγω υπεξαίρεσης ευτελούς ποσού – 4,80 ευρώ – και η κατοπινή άρνηση του εργοδότη να του χορηγήσει πρόσβαση στα προσωπικά του δεδομένα (υλικό από κάμερες ασφαλείας).
Τα πραγματικά περιστατικά
Ο εργαζόμενος είχε προσληφθεί με οκτάμηνη σύμβαση το 2018. Τον Φεβρουάριο του 2019, η επιχείρηση ισχυρίστηκε ότι δεν απέδωσε έσοδα από τρία εισιτήρια. Παρά την ελάχιστη οικονομική σημασία του ποσού, προχώρησε σε καταγγελία της σύμβασης και υπέβαλε έγκληση για υπεξαίρεση.
Η υπόθεση έφτασε στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο, αλλά η ποινική δίωξη έπαυσε υφ’ όρον βάσει του Ν. 4689/2020 – χωρίς να φτάσει ποτέ σε καταδικαστική απόφαση.
Η δικαστική στρατηγική
Ο δικηγόρος του εργαζομένου κ. Γεώργιος Λαμπαδάκης, προσέβαλε την πρωτόδικη απόφαση που είχε δεχτεί εν μέρει την αγωγή του πελάτη του.
Στην έφεσή του υποστήριξε με τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία ότι:
• Η απόλυση έγινε καταχρηστικά και χωρίς σοβαρή αιτιολόγηση.
• Η έγκληση ήταν ψευδής, καθώς δεν τεκμηριωνόταν επαρκώς το γεγονός.
• Η μη πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα (εικόνα από κάμερες) συνιστούσε παραβίαση του άρθρου 15 του GDPR.
• Η αναγραφή του λόγου απόλυσης στο πιστοποιητικό εργασίας ήταν παράνομη (παραβίαση του άρθρου 678 ΑΚ).
Με σαφείς αναφορές στον Αστικό Κώδικα (άρθρα 57, 59, 914, 932) αλλά και στον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων (άρθρα 12 και 82), ο κ. Λαμπαδάκης ανέδειξε το πλέγμα της προσβολής της προσωπικότητας που υπέστη ο εντολέας του.
Η αντέφεση του Δήμου και η υπεράσπιση από τον Εμμανουήλ Στάγκα
Ο Δήμος Ρόδου, διά του κ. Εμμανουήλ Στάγκα, κατέθεσε αντέφεση, επιδιώκοντας να περιορίσει ακόμη περισσότερο τις αξιώσεις του εργαζομένου. Ανέπτυξε ισχυρισμούς στηριγμένους στον «σπουδαίο λόγο» της καταγγελίας, ισχυριζόμενος ότι η υπεξαίρεση, έστω και μικρού ποσού, αποτελούσε επαρκή λόγο διακοπής της εργασιακής σχέσης.
Ωστόσο, το Δικαστήριο έκρινε ότι:
• Δεν αποδείχθηκε πλήρως η τέλεση της υπεξαίρεσης.
• Η καταγγελία είχε δυσανάλογες συνέπειες και προσέβαλε την υπόληψη του εργαζομένου.
• Η παράλειψη ικανοποίησης του αιτήματος πρόσβασης στα δεδομένα, κατά το άρθρο 12 και 15 του GDPR, ενίσχυσε τη θέση του ενάγοντος.
Η απόφαση
Η απόφαση 127/2025 καταρρίπτει τις κλασικές εργοδοτικές τακτικές αυθαιρεσίας και καθιστά σαφές ότι:
• Η καταγγελία δεν μπορεί να ερείδεται σε αστήρικτους ισχυρισμούς ή ποινικά μη αποδεδειγμένα γεγονότα.
• Η μη πρόσβαση σε δεδομένα του εργαζομένου παραβιάζει το δικαίωμα διαφάνειας του GDPR και συνιστά παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων.
• Το πιστοποιητικό εργασίας δεν μπορεί να περιλαμβάνει χαρακτηρισμούς που στιγματίζουν τον απολυθέντα.
Η σημασία για την ομολογία και την πράξη
Η απόφαση θέτει νέο πλαίσιο για τρία κρίσιμα ζητήματα:
Προστασία της προσωπικότητας στην εργασία – Τονίζεται η ανάγκη η απόλυση να στηρίζεται σε πλήρως τεκμηριωμένα περιστατικά.
Πρόσβαση σε προσωπικά δεδομένα – Ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να απαντά σε αιτήματα εργαζομένων βάσει του GDPR.
Ηθική αποκατάσταση – Το δικαστήριο αναγνώρισε πλήρως την ηθική βλάβη που προκλήθηκε από τη διαχείριση της υπόθεσης και επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση.
Ένας δικαστικός αγώνας με ευρύτερη απήχηση
Η αντιπαράθεση ανέδειξε τη σοβαρότητα της υπόθεσης και την ανάγκη υπεράσπισης των δικαιωμάτων των εργαζομένων, όχι μόνο έναντι καταχρηστικών απολύσεων, αλλά και απέναντι στην ανώνυμη, απρόσωπη διαχείριση της εργασίας μέσω τεχνολογικών μέσων, όπως οι κάμερες και τα ηλεκτρονικά δεδομένα.
Η απόφαση 127/2025 δεν είναι μόνο μία δικαστική νίκη· είναι ένα κοινωνικό μήνυμα. Θέτει σαφείς νομικές γραμμές για την ηθική διάσταση της εργασιακής σχέσης και ενισχύει τον σεβασμό στα προσωπικά δεδομένα. Είναι αποτέλεσμα σοβαρής νομικής δουλειάς και συνιστά υπόδειγμα χειρισμού υποθέσεων στα όρια του εργατικού και του ψηφιακού δικαίου.