Λογιστής κατηγορείται για υπεξαίρεση μεγάλου ποσού

Χρηματική αποζημίωση συνολικού ύψους 60.060,32 ευρώ διεκδικούν από ένα λογιστή της Ρόδου δύο κάτοικοι της Ιαλυσού, καταγγέλλοντάς τον, με αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, για το αδίκημα της υπεξαίρεσης από εντολοδόχο.
Ο πρώτος εναγόμενος που διατηρεί εκπαιδευτήριο προσέλαβε από το έτος 2004 τον εναγόμενο, ο οποίος ως λογιστής του παρείχε τις υπηρεσίες του σχετικές με το αντικείμενο των εργασιών του, μεταξύ δε άλλων συνέτασσε και κατέθετε την δήλωση φόρου εισοδήματος προς την Δ.Ο.Υ. Ρόδου, δημοτικού φόρου προς τον ΔΗΦΟΔΩ και τις Α.Π.Δ. (αναλυτικές περιοδικές δηλώσεις) των εργοδοτικών εισφορών του προσωπικού του προς το ΙΚΑ, συγχρόνως δε με χρήματα που του ζητούσε και εισέπραττε, κατέβαλλε τους αναλογούντες ως άνω φόρους και τις εισφορές, έχοντας την πλήρη και απεριόριστη εμπιστοσύνη του.
Και ενώ έτσι είχαν τα πράγματα και επί σειράν ετών δεν είχε παρουσιαστεί το παραμικρό πρόβλημα, και ήταν πεπεισμένοι ότι όλα βαίνουν καλώς, ξαφνικά τον Νοέμβριο 2011 του κοινοποιήθηκε η από 3-11-2011 ειδοποίηση της Δ.Ο.Υ. Ρόδου περί κατάσχεσης της περιουσίας του, με την οποία η ως άνω υπηρεσία τον ενημέρωνε ότι λόγω οφειλών προερχομένων από μη καταβολή φόρου εισοδήματος των ετών 2006, 2007 και 2008 συνολικού ποσού 12.114,67 ευρώ (ποσό οφειλής 8.273,37 ευρώ πλέον ποσό 3.841,30 ευρώ ως προσαυξήσεις) είχε συντάξει κατάσχεση.
Εκπληκτος μετέβη στην Δ.Ο.Υ. Ρόδου, όπου διαπίστωσε, όπως υποστηρίζει, ότι ο εναγόμενος είχε μεν υποβάλει ως όφειλε τις δηλώσεις φόρου εισοδήματος, πλην όμως αν και είχε ζητήσει και είχε εισπράξει από εκείνον τα ποσά των αναλογούντων φόρων, δεν τα είχε καταβάλει στην Δ.Ο.Υ., αλλά τα οικειοποιήθηκε και κατόπιν, εν αγνοία του, υπέγραψε δύο ρυθμίσεις οφειλών και συγκεκριμένα την με αριθ. 396/2008 και 2240/2009 τις οποίες και πάλι δεν τήρησε, με αποτέλεσμα να του κοινοποιηθεί το ανωτέρω έγγραφο.
Αμέσως αναζήτησε τον εναγόμενο, ο οποίος φέρεται να μην αρνήθηκε ότι είχε εισπράξει τα χρήματα των φόρων, προέβαλε όμως ως δικαιολογία, ότι χρησιμοποίησε τα χρήματα για κάποιαν έκτακτη ανάγκη του και σκόπευε να καταθέσει εμπρόθεσμα τις οφειλές του, πλην όμως λόγω των συνθηκών της οικονομικής κρίσης, δεν μπόρεσε να εισπράξει χρήματα που του οφείλονταν ώστε με την σειρά του να καταβάλει τις οφειλές του στην Δ.Ο.Υ. και του ζήτησε λίγο χρόνο ούτως ώστε να μπορέσει να τακτοποιήσει την υπόθεση αυτή.
Ο ενάγων επισημαίνει ότι η δικαιολογία αυτή όχι μόνον δεν τον έπεισε, δεδομένου ότι είχε οικειοποιηθεί παρανόμως εν αγνοία του τα χρήματά του και εκείνος φερόταν ως οφειλέτης στην Δ.Ο.Υ., αλλά αντίθετα του κίνησε την υποψία ότι ενδεχομένως κάτι ανάλογο είχε πράξει και με τις λοιπές υποχρεώσεις του προ το ΔΗΦΟΔΩ και το ΙΚΑ.
Ετσι, επισκεπτόμενος τα γραφεία του ΔΗΦΟΔΩ, ανακάλυψε, ότι ο εναγόμενος δεν είχε καταβάλει ποτέ κανένα ποσό φόρου και ότι υπήρχαν οφειλές των ετών 2004, 2005, 2006, και 2007, οι οποίες ανέρχονταν στο ποσό των 2.637,68 ευρώ, πλέον προσαυξήσεων ύψους 1.746,48 ευρώ και συνολικά ποσού 4.384,16 ευρώ.
Αλλά και η επίσκεψή του στο ΙΚΑ, έφερε στο φως οφειλές εργοδοτικών εισφορών των ετών 2005, 2006, 2007, 2008, 2009 και 2010 ύψους 15.379,14 ευρώ, πλέον προσαυξήσεων ύψους 7.870,55 ευρώ και συνολικά ποσού 23.249,69 ευρώ.
Υποστηρίζει δε ότι λόγω της εμπιστοσύνης του προς τον εναγόμενο από την μακρά συνεργασία τους και λόγω της συγγενικής σχέσης με εργαζόμενο στο λογιστικό γραφείο του, κατέβαλλε εν λευκώ και χωρίς να λαμβάνει πάντοτε εξοφλητικές αποδείξεις κάθε ποσό που ο εναγόμενος του ζητούσε είτε μεταβαίνοντας ο ίδιος στο γραφείο του, είτε εις χείρας συνεργάτη του, δεδομένου ότι ο ίδιος του δήλωνε ότι κρατούσε τα διπλότυπα της εξόφλησης κάθε ποσού φόρου ή εργοδοτικής εισφοράς στον φάκελο του ως όφειλε λόγω της τήρησης των φορολογικών του στοιχείων και βιβλίων.
Πέραν της προπεριγραφείσας ζημιάς ο πρώτος ενάγων δεν μπόρεσε να εκδώσει φορολογική ενημερότητα για να την προσκομίσει στον ασφαλιστικό του φορέα, ούτως ώστε η οικογένεια του να έχει ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, με αποτέλεσμα η δεύτερη ενάγουσα, σύζυγος του πρώτου, να υποχρεωθεί να καταβάλει εξ ιδίων κάθε νοσοκομειακή, ιατρική και φαρμακευτική δαπάνη που στο διάστημα αυτό ανέκυψε και συνολικά ποσό 5.311,80 ευρώ.