Μεταξύ 800 εκατ. και 1 δισ. εκτιμάται ότι ανέρχεται ο ετήσιος όγκος συναλλαγών στην αγορά πολυτελών κατοικιών στην Ελλάδα, σύμφωνα με τη νέα έρευνα της Sotheby’s International Realty. Παρά τη δυναμική της, η Ελλάδα κατέχει ακόμη μόλις 2% της μεσογειακής αγοράς πολυτελούς κατοικίας, συνολικής αξίας 50 δισ., γεγονός που υπογραμμίζει το σημαντικό περιθώριο ανάπτυξης που διαθέτει η χώρα.
Tα στοιχεία δείχνουν ότι η ελληνική αγορά πολυτελούς κατοικίας δεν αυξάνεται μόνο σε όγκο, αλλά και ωριμάζει ποιοτικά. Οι τιμές πλέον συγκρίνονται με εκείνες κορυφαίων μεσογειακών προορισμών, όπως η Μαγιόρκα και η Ίμπιζα, ενώ η ζήτηση για ακίνητα υψηλών προδιαγραφών ενισχύεται σταθερά, σηματοδοτώντας τη σταδιακή αναβάθμιση της θέσης της Ελλάδας στον παγκόσμιο χάρτη της πολυτελούς κατοικίας. Σε αυτό το αναπτυσσόμενο περιβάλλον, ο σύγχρονος αγοραστής εμφανίζεται ώριμος, ενημερωμένος και εξαιρετικά επιλεκτικός, αναζητώντας ακίνητα που συνδυάζουν ποιότητα, τοποθεσία και υψηλή αισθητική. Σύμφωνα με τον Σάββα Σαββαΐδη, Πρόεδρο και CEO της Greece Sotheby’s International Realty, η ολοκλήρωση του πολεοδομικού και χωροταξικού πλαισίου, μαζί με τη βελτίωση της διαφάνειας στην αγορά, μπορεί να αποτελέσει καταλύτη για την προσέλκυση θεσμικών επενδύσεων σε αναπτύξεις πολυτελούς κατοικίας. «Αυτή η εισροή κεφαλαίων θα δώσει στην αγορά το βάθος που της λείπει σήμερα», τονίζει χαρακτηριστικά.
Η ανάλυση τιμών σε δείγμα 2.145 ακινήτων από τη διεθνή βάση της Sotheby’s International Realtyεπιβεβαιώνει την ταχεία σύγκλιση της Ελλάδας με κορυφαίους μεσογειακούς προορισμούς. Οι συγκρίσεις είναι ενδεικτικές, στη Μαγιόρκα η μέση τιμή διαμορφώνεται στα €9.900/τ.μ., την ώρα που στην Κέρκυρα φτάνει τα 8.900 ευρώ /τ.μ.· στην Ίμπιζα τα ακίνητα αγγίζουν τα €11.600/τ.μ., ενώ η Μύκονος ακολουθεί στα €10.800/τ.μ. Παράλληλα, η Πελοπόννησος προσεγγίζει τα επίπεδα της Τοσκάνης (€5.500/τ.μ. έναντι €4.000/τ.μ.), ενώ η Αθηναϊκή Ριβιέρα κινείται στα €10.500/τ.μ., σε σύγκριση με τα 12.600 ευρώ / τ.μ. του Ντουμπάι, ενός από τους σημαντικότερους διεθνείς προορισμούς για παράκτιες αναπτύξεις.
Παρά τη σύγκλιση των τιμών, η Ελλάδα εξακολουθεί να υπολείπεται στον όγκο και την ποικιλία επιλογών που διαθέτουν οι πλήρως ανεπτυγμένες αγορές. Η δυναμική αυτή εξέλιξη καθιστά ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη για προσεκτική αποτίμηση, στρατηγικό σχεδιασμό και ποιοτική ενίσχυση της προσφοράς, έτσι ώστε η χώρα να μπορέσει να κεφαλαιοποιήσει πλήρως το ισχυρό ενδιαφέρον των διεθνών αγοραστών και επενδυτών.
Το προφίλ αγοραστών για πολυτελείς κατοικίες
Ο σύγχρονος αγοραστής πολυτελούς κατοικίας στην Ελλάδα παρουσιάζει ένα προφίλ ιδιαίτερα ώριμο, ενημερωμένο και επιλεκτικό. Τα δημογραφικά στοιχεία δείχνουν ότι η ισχυρότερη ηλικιακή ομάδα βρίσκεται μεταξύ 55 και 64 ετών, καλύπτοντας το 33,6% του συνόλου, ενώ ακολουθούν οι αγοραστές 45-54 ετών με 29,6%. Η μέση ηλικία διαμορφώνεται στα 54 έτη, υποδηλώνοντας ένα κοινό με εμπειρία, οικονομική σταθερότητα και υψηλές απαιτήσεις.
Σε επίπεδο οικονομικής δυνατότητας, ο διάμεσος προϋπολογισμός ανέρχεται στα 2,5 εκατ., επιβεβαιώνοντας το ισχυρό αγοραστικό δυναμικό της συγκεκριμένης κατηγορίας. Η μεγάλη πλειονότητα, ποσοστό 87%, κινείται στο εύρος των 1-5 εκατ., ενώ το 13% διαθέτει προϋπολογισμό άνω των 5 εκατ., τοποθετώντας τους στην ανώτερη κατηγορία της αγοράς. Το προφίλ αυτό αποτυπώνει μια αγορά που ωριμάζει, διαφοροποιείται και απαιτεί υψηλού επιπέδου προϊόντα και υπηρεσίες για να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των αγοραστών.
Η ελληνική αγορά πολυτελών ακινήτων εξελίσσεται πλέον σε σημείο συνάντησης διεθνών επενδυτών και αγοραστών υψηλού εισοδήματος, προσελκύοντας ένα εξαιρετικά πολυσύνθετο μωσαϊκό προελεύσεων, κουλτούρας και κινήτρων. Πρώτη μεταξύ των ξένων αγορών εμφανίζεται η Ηνωμένες Πολιτείες με 12%, γεγονός που συνδέεται με το υψηλό επίπεδο εισοδήματος της αμερικανικής πελατείας και το έντονο lifestyle-oriented προφίλ των Αμερικανών αγοραστών. Ακολουθούν το Ηνωμένο Βασίλειο με 10%, η Γαλλία με 8%, η Γερμανία με 7%, η Ελβετία με 4% και οι χώρες του GCC επίσης με 4%. Συνολικά, οι έξι αυτές διεθνείς αγορές καλύπτουν σχεδόν το μισό της ζήτησης, δείχνοντας ότι η Ελλάδα έχει αποκτήσει πλέον διεθνή βαρύτητα και σταθερή θέση στον παγκόσμιο χάρτη πολυτελών κατοικιών. Στο ευρύτερο πεδίο ενδιαφέροντος εμφανίζονται και χώρες όπως η Ιταλία, η Αυστρία, η Τουρκία, το Ισραήλ, η Σιγκαπούρη και η Ιρλανδία, συνθέτοντας ένα ακόμη πιο ευρύ ευρωπαϊκό και μεσογειακό προφίλ.
Οι Αμερικανοί, αντίθετα, εντάσσονται στο προφίλ του «ρομαντικού εύπορου αγοραστή». Αντιμετωπίζουν την Ελλάδα όχι απλώς ως επενδυτικό προορισμό, αλλά ως εμπειρία και τρόπο ζωής. Διαθέτουν υψηλά διαθέσιμα κεφάλαια και έντονη προσωπική αισιοδοξία, ενώ η επιλογή τους καθοδηγείται περισσότερο από το lifestyle και λιγότερο από στεγνούς επενδυτικούς δείκτες.
Οι Βρετανοί χαρακτηρίζονται ως «seekers ασφαλούς καταφυγίου». Η περίοδος μετά το Brexit έχει ενισχύσει το διαρκές μακροοικονομικό άγχος, με αποτέλεσμα να αναζητούν σταθερότητα, αλλά πάντα με μια δόση επιφυλακτικότητας. Οι Γερμανοί, από την άλλη, εμφανίζονται οι πιο συντηρητικοί και αποστρεφόμενοι τον κίνδυνο· δίνουν μεγάλη βαρύτητα στη θεσμική σταθερότητα πριν προχωρήσουν σε οποιαδήποτε αγορά.
Οι Γάλλοι, αν και παρακινούνται έντονα από το prestige, φαίνεται να επηρεάζονται από την πολιτική αβεβαιότητα στη χώρα τους. Αντίθετα, οι Ελβετοί προσεγγίζουν την αγορά με αυστηρά ορθολογικό τρόπο: δεν αγοράζουν για το lifestyle, αλλά για την αξία του περιουσιακού στοιχείου, λειτουργώντας περισσότερο ως μακροπρόθεσμοι επενδυτές.
Τέλος, οι αγοραστές από τις χώρες του Κόλπου (GCC) ανήκουν στην υπερεύπορη κατηγορία, με budgets που ξεκινούν από 5 και φτάνουν ακόμη και τα 10 εκατ. ευρώ. Κινούνται σχεδόν αποκλειστικά από το κύρος, το brand και την αναγνωρισιμότητα ενός ακινήτου, και πολύ λιγότερο από φορολογικούς ή άλλους λειτουργικούς παράγοντες.
Οι Έλληνες τo 33% των αγοραστών
Οι Έλληνες αγοραστές πολυτελών κατοικιών εξακολουθούν να αποτελούν θεμέλιο της εγχώριας αγοράς, καλύπτοντας το ένα τρίτο του συνόλου, 33% και κινούμενοι κυρίως από προσωπικά, οικογενειακά και ποιοτικά κίνητρα ζωής, παρά από λόγους κερδοσκοπίας ή διεθνούς τοποθέτησης κεφαλαίων. Προτιμούν περιοχές που συνδυάζουν πρακτικότητα και καθημερινή λειτουργικότητα, με το 42% να στρέφεται στην Αθηναϊκή Ριβιέρα και τα Βόρεια Προάστια, όπου η πρόσβαση είναι εύκολη όλο τον χρόνο και το lifestyle έντονο. Άλλο ένα μεγάλο τμήμα, το 28%, επιλέγει τις Κυκλάδες, για το συναίσθημα και την αισθητική που προκαλούν, ενώ το 15% αναζητά ευκαιρίες στην Πελοπόννησο, δείχνοντας ότι η ζήτηση σταδιακά διευρύνεται και πέρα από τα καθιερωμένα hotspots.
Ως προς τα διαθέσιμα ποσά, το 94% των Ελλήνων κινείται στο εύρος 1 έως 5 εκατ. ευρώ, με κύρια κατηγορία τις αγορές 1–2 εκατ. που αντιπροσωπεύουν το 71% του συνόλου. Πρόκειται για αγοραστές αποφασιστικούς και πρακτικούς, που συχνά κινούνται ταχύτερα από τους ξένους όταν εντοπίσουν το ακίνητο που ταιριάζει στις ανάγκες της ζωής τους. Οι αποφάσεις τους δεν χαρακτηρίζονται από speculative διάθεση· αντίθετα, είναι στρατηγικές, σταθερές και με μακροπρόθεσμη σύνδεση με τον τόπο, παρά το ότι η φορολογία παραμένει ένας εξωτερικός ανασταλτικός παράγοντας.
Παράλληλα, η εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία παραμένει εντυπωσιακά υψηλή. Το 83% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι η οικονομία θα παραμείνει σταθερή ή θα βελτιωθεί το επόμενο έτος, ποσοστό που ξεπερνά αισθητά την αντίστοιχη εμπιστοσύνη που δείχνουν στις δικές τους χώρες, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο ή η Γαλλία. Η Ελλάδα αντιμετωπίζεται πλέον όχι ως μια ασταθής ή αναδυόμενη αγορά, αλλά ως ένα ώριμο περιβάλλον με ενισχυμένα θεμελιώδη μεγέθη και θεσμική ανθεκτικότητα, ικανή να διατηρήσει τη δυναμική της ακόμη και σε περιόδους διεθνούς αβεβαιότητας.
Όταν οι αγοραστές καλούνται να προβλέψουν την πορεία των τιμών στην αγορά πολυτελών κατοικιών, η εικόνα παραμένει σταθερά θετική. Το 44% αναμένει αύξηση των τιμών και ένα επιπλέον 32% προβλέπει σταθερότητα, δείχνοντας ότι το 73% θεωρεί πως δεν πρόκειται να υπάρξουν αρνητικές μεταβολές. Μόνο το ένα πέμπτο προβλέπει πτώση, ενώ ακόμη και ανάμεσά τους πολλοί παραμένουν πιθανοί αγοραστές. Αυτό είναι ενδεικτικό ενός βαθύτερου χαρακτηριστικού της ελληνικής αγοράς luxury ακινήτων: η κινητικότητα καθορίζεται από τον τρόπο ζωής και την επιθυμία για ποιότητα και κύρος, όχι από βραχυπρόθεσμες κερδοσκοπικές προσδοκίες.
Πηγή: powergame.gr
















