• Ενταγμένη σε δίκτυο θαλάσσιων ανταλλαγών, ένωνε τα νησιά του Αιγαίου με τα μικρασιατικά παράλια
• Νέα ευρήματα αποκαλύπτουν ότι τα Δωδεκάνησα λειτουργούσαν ως ενιαίος οικονομικός χώρος ήδη από την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο
Νέα ευρήματα από τη Ρόδο και την Κω, που φωτίζουν τη θέση των νησιών στα εμπορικά δίκτυα του Αιγαίου και επιβεβαιώνουν ότι τα Δωδεκάνησα λειτουργούσαν ως ενιαίος οικονομικός χώρος ήδη από την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο, παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στο διεθνές συνέδριο «Amphoras and the Archaeology of Ancient Economies».
Το συνέδριο συνδιοργανώθηκε από το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, την Εφορεία Αρχαιοτήτων Χαλκιδικής και Αγίου Όρους, το Πανεπιστήμιο του Αμβούργου και το Πανεπιστήμιο της Μανιτόμπα του Καναδά. Ανάμεσα στις εισηγήσεις που ξεχώρισαν ήταν εκείνες της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου, οι οποίες έφεραν στο φως νέα δεδομένα από ανασκαφές στη Ρόδο και στην Κω, προσθέτοντας σημαντικά στοιχεία στη μελέτη των εμπορικών και κοινωνικών σχέσεων του νησιωτικού Αιγαίου.
Οι αρχαιολόγοι της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου Φανή Σέρογλου, Χαρά Παλαμιδά και Αγγελική Γιαννικουρή, σε συνεργασία με τη Στέλλα Σκαλτσά από το Πανεπιστήμιο Queen’s του Καναδά, παρουσίασαν ευρήματα που επαναπροσδιορίζουν τον ρόλο της Ρόδου ως κέντρου παραγωγής και διακίνησης προϊόντων.
Η Ρόδος, γνωστή για τη σφραγισμένη κεραμική της, δεν περιοριζόταν στην εξαγωγή, αλλά λειτουργούσε και ως εισαγωγέας, ενταγμένη σε ένα δίκτυο θαλάσσιων ανταλλαγών που ένωνε τα νησιά του Αιγαίου με τα μικρασιατικά παράλια.
Ανασκαφές αποκάλυψαν αμφορείς ροδιακής προέλευσης αλλά και δείγματα από Θάσο, Χίο, Κω και τα παράλια της Μικράς Ασίας. Η ανάλυση της Στέλλας Σκαλτσά, από το Πανεπιστήμιο Queen’s του Καναδά, δείχνει ότι η Ρόδος συμμετείχε ενεργά σε ένα ευρύ εμπορικό δίκτυο του Αιγαίου, λειτουργώντας ταυτόχρονα ως κέντρο παραγωγής, κατανάλωσης αλλά και διαμετακομιστικό κέντρο.
Η μελέτη καταγράφει την παρουσία εισαγόμενων αμφορέων, χρονολογημένων στο τέλος του 3ου έως τις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. Πολλά δείγματα φέρουν σφραγίδες, ένδειξη ενός συστήματος ελέγχου προέλευσης και ποιότητας. Οι ερευνήτριες επισημαίνουν ότι η διακίνηση αυτών των προϊόντων φαίνεται να είχε διοικητική διάσταση, με πιθανό έλεγχο από τις τοπικές αρχές.
Τα στοιχεία αυτά, όπως σημειώνουν, συνθέτουν την εικόνα μιας οργανωμένης αγοράς με εμπορική και θεσμική οργάνωση, στην οποία οι αμφορείς λειτουργούσαν ως δείκτες κύρους και αξιοπιστίας των προϊόντων.
Η Φανή Σέρογλου παρουσίασε επίσης τα πρώτα αποτελέσματα νέας ανασκαφής στη δυτική πλευρά της αρχαίας πόλης της Κω. Στην περιοχή αυτή, που περιλαμβάνει δημόσια κτήρια όπως το στάδιο, την παλαίστρα, τις θέρμες του λιμανιού και το ιερό της Δήμητρας, εντοπίστηκε απόθεση ρωμαϊκών αμφορέων σε εξαιρετική κατάσταση διατήρησης.
Η ανασκαφή αποκάλυψε δεκάδες αγγεία, αρκετά από τα οποία φαίνεται να είχαν δευτερογενή χρήση είτε ως οικοδομικό υλικό είτε ως δοχεία αποθήκευσης. Το εύρημα θεωρείται ένδειξη οργανωμένης διαχείρισης εμπορικών δοχείων, παρόμοιας με πρακτικές γνωστές από μεγάλα ρωμαϊκά λιμάνια όπως της Ρώμης και της Αλεξάνδρειας. Σύμφωνα με την ερευνήτρια Φανή Σέρογλου, η ανακάλυψη επιβεβαιώνει τη συνέχιση της εμπορικής δραστηριότητας της Κω κατά τη ρωμαϊκή περίοδο και προσφέρει νέα δεδομένα για τη λειτουργία της πόλης ως λιμενικού κόμβου του Αιγαίου.
Η συγκέντρωση αμφορέων σε συγκεκριμένα σημεία της πόλης δείχνει ότι υπήρχε διαδικασία συλλογής, ανακύκλωσης ή επαναχρησιμοποίησης των αγγείων, πρακτική που συνδέεται με τη διαχείριση του εμπορίου και την οργάνωση των αποθηκών στα μεγάλα ρωμαϊκά κέντρα. Η έρευνα αυτή, όπως επισημαίνουν οι ειδικοί, ανοίγει νέες προοπτικές για την κατανόηση της οικονομίας των νησιών στην ύστερη αρχαιότητα.
Οι δύο παρουσιάσεις εντάχθηκαν στην ενότητα «Aegean Islands», όπου ερευνητές από την Ελλάδα, τη Γερμανία, την Ιταλία και τη Γαλλία παρουσίασαν μελέτες από διάφορα νησιά του Αιγαίου. Τα στοιχεία συγκλίνουν στην άποψη ότι τα Δωδεκάνησα αποτελούσαν έναν ενιαίο εμπορικό χώρο, με σταθερούς δεσμούς ανάμεσα στα νησιά και έντονη ανταλλαγή προϊόντων και τεχνογνωσίας.
Παράλληλες αναφορές σε ευρήματα από τη Νίσυρο, την Κάλυμνο και τη Χάλκη δείχνουν ότι ακόμη και τα μικρότερα νησιά συμμετείχαν στη θαλάσσια αλυσίδα εμπορίου, είτε ως ενδιάμεσοι σταθμοί είτε ως παραγωγικά κέντρα περιορισμένης κλίμακας. Η εικόνα που διαμορφώνεται είναι ενός πυκνού δικτύου διακίνησης αγαθών, όπου η Ρόδος και η Κως λειτουργούσαν ως βασικοί κόμβοι σύνδεσης του Αιγαίου με τη Μικρά Ασία.
Οι ερευνητές τόνισαν ότι η μελέτη των αμφορέων συμβάλλει όχι μόνο στην κατανόηση των εμπορικών ροών, αλλά και των κοινωνικών σχέσεων που αναπτύχθηκαν γύρω από αυτές. Οι σφραγίδες, τα εργαστήρια και οι διαδρομές των αγγείων χαρτογραφούν έναν κόσμο αλληλεξάρτησης, όπου τα νησιά του νοτιοανατολικού Αιγαίου είχαν συνεχή ρόλο και επιρροή.
Πέρα από τα ευρήματα, το συνέδριο ανέδειξε τη σημασία των τεχνολογικών μεθόδων στην αρχαιολογική τεκμηρίωση. Ερευνητές από την Ελλάδα και το εξωτερικό παρουσίασαν σύγχρονες εφαρμογές αρχαιομετρίας, γεωγραφικών συστημάτων πληροφοριών (GIS) και τρισδιάστατης αποτύπωσης, που επιτρέπουν την ταυτοποίηση των εργαστηρίων παραγωγής και τη χαρτογράφηση των εμπορικών διαδρομών.
Οι ίδιες μέθοδοι εφαρμόζονται ήδη στη Ρόδο και την Κω, μέσα από συνεργασίες της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου με πανεπιστήμια του εξωτερικού. Η ενσωμάτωση των τοπικών δεδομένων στις διεθνείς βάσεις κεραμικής προσφέρει στους ερευνητές τη δυνατότητα να συγκρίνουν υλικά από διαφορετικά εργαστήρια και να εντοπίζουν τα σημεία επαφής των αρχαίων οικονομιών.
Πολλά από τα ευρήματα θα αποτελέσουν αντικείμενο περαιτέρω μελέτης και δημοσίευσης στα πρακτικά, που αναμένεται να εκδοθούν μέσα στο 2026 σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.
Τα νέα δεδομένα από τη Ρόδο και την Κω εμπλουτίζουν ουσιαστικά τη γνώση για τον νησιωτικό χώρο του Αιγαίου. Η μελέτη αποτυπώνει ότι τα Δωδεκάνησα ήταν ενεργά μέλη ενός ευρύτερου δικτύου ανταλλαγών, που επέτρεψε τη μακροχρόνια ευημερία της περιοχής.
Η Ρόδος και η Κως, με τη γεωγραφική τους θέση και τη ναυτική τους παράδοση, αποτελούσαν σταθερούς κόμβους μιας εμπορικής γεωγραφίας που διαμόρφωσε την ταυτότητα του Αιγαίου. Τα νέα στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι η αρχαιολογική έρευνα στα νησιά συνεχίζει να παράγει δεδομένα διεθνούς ενδιαφέροντος, αναδεικνύοντας τη συμβολή των τοπικών υπηρεσιών στη σύγχρονη επιστημονική συζήτηση για τις αρχαίες οικονομίες.















