Απόψεις

Από τις πρόχειρες αλλαγές στις ΑΣΤΕ σε μια ουσιαστική μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης

Η βελτίωση της ποιότητας του τουριστικού μας προϊόντος και κατ’ επέκταση της βιώσιμης ανάπτυξης του νησιού μας, έχει ως αφετηρία και την (διαρκώς αναμενόμενη) αναβάθμιση των εκπαιδευτικών τουριστικών δομών και των προγραμμάτων σπουδών τους, με κορωνίδα την ΑΣΤΕΡ.

Ωστόσο, η δημοσίευση της απόφασης (ΦΕΚ Β’ 20552/15.10.2025) του Υπουργείου Τουρισμού για την αιφνίδια αλλαγή του προγράμματος σπουδών στις Ανώτερες Σχολές Τουρισμού (ΑΣΤΕ), με επιστροφή στο τριετές μοντέλο από το ακαδημαϊκό έτος 2025–2026, ανέδειξε για μία ακόμη φορά ένα δομικό πρόβλημα της ελληνικής εκπαίδευσης: τη λογική των αποσπασματικών, πρόχειρων και εσωστρεφών αλλαγών χωρίς συνολικό σχεδιασμό.

Οι φοιτητές που εισήχθησαν φέτος στις σχολές της Ρόδου και του Αγίου Νικολάου επέλεξαν τις ΑΣΤΕ γνωρίζοντας ότι πρόκειται για τετραετές πρόγραμμα σπουδών. Επομένως, τι θα γίνει με τα επαγγελματικά τους δικαιώματα και τη δυνατότητα μεταπτυχιακών; Με μια διοικητική πράξη, βρίσκονται ξαφνικά μπροστά σε ένα διαφορετικό πλαίσιο, χωρίς διαβούλευση, χωρίς μεταβατική ρύθμιση, χωρίς ακαδημαϊκή ή επαγγελματική τεκμηρίωση. Το ζήτημα δεν είναι μόνο η αλλαγή καθαυτή (μπορεί κανείς να συζητήσει τα υπέρ και τα κατά ενός τριετούς κύκλου τουριστικών σπουδών), αλλά ο τρόπος με τον οποίο λαμβάνονται οι αποφάσεις για το εκπαιδευτικό περιεχόμενο στη χώρα.

Η εκπαίδευση, ιδίως η ανώτερη και ανώτατη, δεν μπορεί να λειτουργεί με λογική διοικητικής εγκυκλίου. Το Πρόγραμμα Σπουδών δεν είναι απλώς ζήτημα διάρκειας ή ωρών διδασκαλίας. Χρειάζεται επιστημονικό σχεδιασμό. Είναι ζήτημα παιδαγωγικού προσανατολισμού, συνάφειας με τις ανάγκες της αγοράς, και συνοχής με το ευρύτερο εκπαιδευτικό σύστημα. Κι εκεί ακριβώς πάσχουμε: δεν υπάρχει ένα σταθερό, εξελισσόμενο πλαίσιο που να συνδέει τις σπουδές με τις δεξιότητες, την επιστημονική πρόοδο και τις ανάγκες της κοινωνίας.

Η αλλαγή στις ΑΣΤΕ είναι ένα ακόμη σύμπτωμα του ίδιου προβλήματος που ταλανίζει και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση: η συζήτηση περιορίζεται στο «πώς μπαίνουμε» και όχι στο «τι και γιατί μαθαίνουμε». Η Ελλάδα χρειάζεται έναν εκσυγχρονισμό των εκπαιδευτικών προγραμμάτων με επίκεντρο τη συνάφεια, τη συνέχεια και τη μάθηση, όχι την τυχαία αναδιάταξη δομών.

Αυτό σημαίνει να ξεκινήσουμε από τη βάση:

Να καθοριστεί ένα σταθερό πλαίσιο δεξιοτήτων για κάθε επίπεδο σπουδών, που να εξασφαλίζει οριζόντια συνοχή (από το Λύκειο ως τις επαγγελματικές σχολές και τα ΑΕΙ).

Να συνδεθούν οι σχολές τουρισμού με το πραγματικό τουριστικό οικοσύστημα (τόπο, ξενοδοχεία, περιφέρειες, φορείς, καινοτόμες επιχειρήσεις) ώστε τα προγράμματα να βασίζονται σε ανάγκες της αγοράς και όχι σε διοικητικές αποφάσεις.

Να ενσωματωθούν στο πρόγραμμα πρακτικές μάθησης μέσω έργων (project-based learning), τουριστική αειφορία, ψηφιακές τεχνολογίες και μελέτες διαχείρισης εμπειρίας των επισκεπτών.

Να διασφαλιστεί θεσμική συνέχεια: κάθε αλλαγή προγράμματος να συνοδεύεται από τεκμηρίωση, δημόσια διαβούλευση και επαρκή μεταβατική περίοδο.

Μόνο έτσι θα αποκτήσει νόημα ο όρος «εκσυγχρονισμός». Διότι, όσο οι αποφάσεις λαμβάνονται με όρους επικοινωνίας και όχι παιδείας, τόσο η εκπαίδευση θα παραμένει ένα διοικητικό πεδίο πειραματισμού, χωρίς κατεύθυνση και χωρίς εμπιστοσύνη.

Η περίπτωση των ΑΣΤΕ δεν είναι απλώς μια ατυχής απόφαση για δύο σχολές τουρισμού. Είναι ένα ακόμη καμπανάκι για το πώς αντιλαμβανόμαστε τη σχέση μας με τη γνώση. Αν θέλουμε μια Ελλάδα που να στηρίζεται στη γνώση και την καινοτομία, χρειαζόμαστε πολιτική εκπαίδευσης και όχι διαχείριση εκπαιδευτικών «προγραμμάτων».

Το στοίχημα δεν είναι να αλλάξουμε πάλι το σχήμα, αλλά να αλλάξουμε επιτέλους τη φιλοσοφία!

Θανάσης Βυρίνης

Μαθηματικός και πρ. Αντιδήμαρχος Τουρισμού

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου