• Τα παιδιά παρουσία παιδοψυχολόγου φωτίζουν επαναλαμβανόμενες πρακτικές δολώματος με μικροποσά και ζωγραφιές • Η Αστυνομία κατέσχεσε κινητό τηλέφωνο και δύο παιδικές ζωγραφιές • Από τα πρώτα ιατροδικαστικά ευρήματα δεν διαπιστώθηκε σωματική σεξουαλική κακοποίηση όμως οι αρχές ερευνούν προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας ανηλίκων
Η νέα υπόθεση που συγκλονίζει την Ρόδο αναδεικνύει πόσο εύθραυστη είναι η γραμμή ανάμεσα στην καθημερινή οικειότητα μιας γειτονιάς και στην εκμετάλλευση της παιδικής αθωότητας. Τρία κορίτσια οκτώ και εννέα ετών εξετάστηκαν παρουσία πραγματογνώμονα ψυχολόγου και απέδωσαν με την παιδική τους γλώσσα έναν κύκλο προσέγγισης που ξεκίνησε με αγορές ζωγραφιών και μικρά χρήματα και κλιμακώθηκε σε πράξεις που τα ίδια περιγράφουν ως φοβιστικές και ντροπιαστικές.
Οι μητέρες τους είχαν ήδη απευθυνθεί στην Υποδιεύθυνση Δίωξης και Εξιχνίασης Εγκλημάτων Ρόδου καταγγέλλοντας τον εξηνταεννιάχρονο γείτονα.
Η έρευνα στο σπίτι του οδήγησε σε κατάσχεση κινητού τηλεφώνου και δύο ζωγραφιών. Το αυτόφωρο είχε παρέλθει όμως η προανάκριση συνεχίζεται με αυστηρό πλαίσιο και με τη σκιά της κοινωνικής αναστάτωσης να βαραίνει την περιοχή.
Και τα τρία παιδιά, σύμφωνα με τις πληροφορίες της «δημοκρατικής» εξετάστηκαν χωρίς όρκο. Οι ερωτήσεις ήταν απλές και συγκεκριμένες με στόχο να γίνει κατανοητή η αλληλουχία των γεγονότων να απομονωθούν πιθανά σημεία πίεσης και να διασταυρωθεί η συνέπεια του κάθε αφηγήματος μέσα στον χρόνο. Η τριπλή εικόνα που αναδύεται δεν είναι ταυτόσημη σε όλες τις λεπτομέρειες όμως παρουσιάζει σταθερά μοτίβα σε τόπο χρόνο και τρόπο προσέγγισης.
Το ένα παιδί, σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, τοποθετεί χρονικά τα περιστατικά περίπου μία εβδομάδα πριν από την εξέταση. Αναφέρει ότι επισκέφθηκε το σπίτι του ηλικιωμένου μαζί με φίλες και ότι ο ίδιος την τράβηξε για να τη φιλήσει κρατώντας το χέρι της. Η περιγραφή επικεντρώνεται στο αίσθημα αιφνιδιασμού και στην προσπάθειά της να απομακρυνθεί. Λέει ότι φοβήθηκε και δεν ενημέρωσε αμέσως τους γονείς της. Προσθέτει ότι η γνωριμία δεν ήταν τυχαία αφού ο άνδρας είχε αρχίσει να τους μιλά στην εκκλησία και μάλιστα τους είχε δώσει χρήματα δύο φορές γεγονός που λειτούργησε ως κίνητρο για να βρεθούν στην αυλή ή στο σπίτι του.
Αναφέρει πληροφορία που έμαθε από τη φίλη της για προσπάθεια φωτογράφισης σε στιγμή που εκείνη είχε κατεβάσει το παντελόνι της χωρίς να γνωρίζει αν πράγματι τραβήχτηκε φωτογραφία. Το παιδί επιβεβαιώνει ότι κανείς δεν του υπέδειξε τι να πει και ότι η οικογένεια είχε στο παρελθόν καλή σχέση γειτονίας με τον άνδρα.
Αλλο παιδί δηλώνει ότι γνώριζε το μεγαλύτερο μέρος όσων συνέβησαν όχι μόνο από όσα της είπε φίλη της αλλά και από προσωπική εμπειρία. Περιγράφει ότι ο άνδρας την τσιμπούσε επανειλημμένα πάνω από τα ρούχα στο στήθος και στους γλουτούς. Τοποθετεί ορισμένα από τα περιστατικά στον ανοιχτό χώρο της αυλής της εκκλησίας σε ώρες που δεν υπήρχε κόσμος. Αναφέρει ως πιο πρόσφατο συμβάν το μεσημέρι δύο ημέρες πριν από την κατάθεση. Εξηγεί ότι μετά το επεισόδιο με τη φίλη της που κατέβασε το παντελόνι της αποφάσισε να μιλήσει στους γονείς της.
Η τρίτη ανήλικη περιγράφει αρχική επαφή με πρόσχημα μια φωτογραφία στο κινητό του άνδρα και άρνηση να εισέλθει με δέλεαρ γλυφιτζούρι. Τοποθετεί δεύτερο επεισόδιο πέντε ημέρες πριν από την εξέταση όταν ο άνδρας τη φώναξε στο σπίτι και της ζήτησε να δείξει τα πόδια της επειδή όπως λέει εκείνη κάνει πολεμική τέχνη και θεωρείται δυνατή. Αναφέρει ότι για να προστατευθεί σήκωσε τα μπατζάκια ώστε να μη φανεί το εσώρουχο όμως μέσα στο σπίτι εκείνος της κατέβασε το παντελόνι και άγγιξε το μπούτι της. Περιγράφει ότι τον έσπρωξε και έφυγε όπου έξω την περίμεναν οι φίλες της στις οποίες αμέσως διηγήθηκε τι συνέβη.
Στη συνέχεια εξηγεί ότι ο άνδρας συνέδεσε τις κινήσεις του με χρηματικό αντάλλαγμα των πέντε ευρώ τα οποία τελικά της έδωσε. Τα χρήματα τοποθετήθηκαν στο κοινό ταμείο του αυτοσχέδιου παιδικού μαγαζιού που είχαν στήσει με φίλες πουλώντας ζωγραφιές και χειροτεχνίες. Η μητέρα αντιλήφθηκε την ύπαρξη χρημάτων όταν είδε τις μικρές αγορές και ρώτησε για την προέλευσή τους γεγονός που οδήγησε στην αποκάλυψη των όσων είχαν προηγηθεί.
Η μαθήτρια περιγράφει ότι ο άνδρας την φιλούσε όταν ήταν μόνη της στο μάγουλο στο χέρι και στο κεφάλι ζητώντας της να το κρατήσουν μυστικό και ότι μία φορά το φιλί ακούμπησε την άκρη των χειλιών οπότε εκείνη έσπευσε να πλυθεί. Τέλος αναγνωρίζει δύο ζωγραφιές που βρέθηκαν στο σπίτι του και αναφέρει ότι του είχε πουλήσει και άλλη μία με αφιέρωση που δεν βρέθηκε.
Στις τρεις μαρτυρίες αναδύεται σταθερά η χρήση δολώματος με μικροποσά και μικρά δώρα. Εμφανίζεται η αγορά παιδικών ζωγραφιών ως γέφυρα οικειότητας και ως πρόσχημα για συχνές επαφές. Καταγράφεται η επιλογή στιγμών όπου τα παιδιά ήταν μόνα ή δεν υπήρχε κόσμος και η μεταφορά των επαφών από την αυλή και τον δρόμο σε εσωτερικό χώρο.
Περιγράφονται αγγίγματα πάνω από τα ρούχα αλλά και προσπάθειες αποκάλυψης σημείων του σώματος που τα παιδιά βίωσαν ως παραβίαση. Εντοπίζεται το αίτημα για σιωπή ως μυστικό. Επιβεβαιώνονται μικρά ποσά που στη συνέχεια έγιναν ορατά σε τρίτους όταν τα παιδιά προχώρησαν σε αγορές.
Το σύνολο συνθέτει εικόνα επαναλαμβανόμενων πράξεων που κατά το νόμο συνιστούν προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας ανηλίκων ακόμη και χωρίς ιατροδικαστικά ευρήματα σωματικής κακοποίησης.
Τα κατασχεθέντα αντικείμενα και ο πιθανός αποδεικτικός ρόλος τους
Το κινητό τηλέφωνο που κατασχέθηκε μπορεί να αποτυπώνει αναζητήσεις φωτογραφίες μηνύματα ή μεταδεδομένα που θα επιβεβαιώσουν ή θα διαψεύσουν ισχυρισμούς για απόπειρα φωτογράφισης. Οι δύο ζωγραφιές λειτουργούν ως υλικό ίχνος της σχέσης πωλητή και αγοραστή και ίσως φέρουν σημειώσεις αφιερώσεις ή ημερομηνίες. Η αναφορά ότι υπήρχε και τρίτη ζωγραφιά με κείμενο αγάπης την οποία δεν εντόπισαν οι αστυνομικοί ανοίγει ερωτήματα για το αν υπάρχει επιπλέον υλικό που έχει απομακρυνθεί ή παραμένει σε άλλο χώρο.
Η θέση του εξηνταεννιάχρονου
Ο άνδρας προσήχθη για εξέταση και αρνήθηκε κατηγορηματικά τις κατηγορίες υποστηρίζοντας ότι δεν προσέβαλε τα παιδιά. Η απουσία ιατροδικαστικών ευρημάτων σωματικής κακοποίησης δεν ακυρώνει τις πράξεις που περιγράφονται οι οποίες υπάγονται στην προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας και εξετάζονται ως αυτοτελή αδικήματα.
Οι αρχές αναμένουν την πλήρη ανάλυση του κινητού τηλεφώνου και τυχόν συσχετίσεις με καταγεγραμμένα περιστατικά. Θα ληφθούν συμπληρωματικές καταθέσεις από ενήλικες μάρτυρες που είδαν τα παιδιά στη γύρω περιοχή τις επίμαχες ημέρες. Εξετάζεται επίσης αν υπάρχουν και άλλα παιδιά που δέχθηκαν παρόμοια προσέγγιση και δεν έχουν μιλήσει. Στο μεταξύ η Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Ρόδου εποπτεύει τη διαδικασία με γνώμονα την προστασία των ανηλίκων και την ανάγκη να αποδοθεί η πραγματικότητα χωρίς υπερβολές αλλά και χωρίς σιωπές.
Ως συνήγορος υπεράσπισης του παρίσταται ο δικηγόρος κ. Γιώργος Κυπραίος.