• Η απόφαση αναδεικνύει το αυστηρό αποδεικτικό βάρος για την απόδειξη δημόσιας εκτέλεσης και απορρίπτει το αίτημα ηθικής βλάβης ως αόριστο, επιδικάζοντας δικαστική δαπάνη 300 ευρώ υπέρ της εναγόμενης
Μία υπόθεση με ευρύτερες προεκτάσεις για τον ξενοδοχειακό κλάδο και τους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης πνευματικών δικαιωμάτων κρίθηκε στη Ρόδο.
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου, με απόφασή του που δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, απέρριψε την αγωγή της «Ένωσης Δικαιούχων ΕΔΕΜ» κατά της ανώνυμης εταιρείας η οποία εκμεταλλεύεται ξενοδοχείο στα Κολύμπια.
Στο επίκεντρο βρέθηκε το αν υφίσταται, αποδεικτικά και νομικά, δημόσια εκτέλεση μουσικών έργων χωρίς σχετική άδεια, καθώς και το εάν στοιχειοθετείται ηθική βλάβη του οργανισμού.
Η ΕΔΕΜ, οργανισμός συλλογικής διαχείρισης με έδρα την Αθήνα, προσέφυγε στη δικαιοσύνη, αξιώνοντας αμοιβές για χρήση ρεπερτορίου που φερόταν να εκτελείται δημόσια στην ξενοδοχειακή μονάδα από το 2018 έως και το 2023.
Ο οργανισμός επικαλείτο το διπλάσιο της συνήθους αμοιβής, κατά το άρθρο 65 του ν. 2121/1993, συνολικά 17.422,50 ευρώ, καθώς και 3.000 ευρώ για ηθική βλάβη. Παράλληλα, προβλήθηκε επικουρικά βάση αδικαιολόγητου πλουτισμού για 8.711,25 ευρώ.
Στις σκέψεις της απόφασης αναλύεται διεξοδικά το θεσμικό πλαίσιο της πνευματικής ιδιοκτησίας. Το δικαστήριο υπενθύμισε ότι ο δημιουργός αποκτά εξ αρχής περιουσιακό και ηθικό δικαίωμα επί του έργου του, ενώ οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης δύνανται να εκπροσωπούν τους δικαιούχους και να εισπράττουν εύλογες αμοιβές. Καίρια έννοια είναι η «δημόσια εκτέλεση», δηλαδή η χρήση που καθιστά το έργο προσιτό σε κύκλο προσώπων πέρα από το στενό οικογενειακό ή άμεσο κοινωνικό περιβάλλον.
Στο ξενοδοχειακό περιβάλλον, δημόσια εκτέλεση μπορεί να συντρέχει όταν ο επιχειρηματίας οργανώνει συστηματικά τη μετάδοση μουσικής σε κοινό πελατών ή μέσω κεντρικών συστημάτων διανομής—προϋπόθεση που πρέπει να αποδεικνύεται με σαφήνεια.
Το αποδεικτικό βάρος «κλειδί» της υπόθεσης
Κατά την εκτίμηση των εγγράφων, των φωτογραφιών και της μίας ένορκης βεβαίωσης που προσκομίστηκε υπέρ της αγωγής, το δικαστήριο δεν πείσθηκε ότι το ξενοδοχείο προέβη σε δημόσια εκτέλεση έργων που ανήκουν στο ρεπερτόριο που διαχειρίζεται η ΕΔΕΜ. Καθοριστική ήταν η αντιπαραβολή του δειγματοληπτικού ελέγχου με τον δημοσιευμένο πίνακα ρεπερτορίου του έτερου οργανισμού «ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ», από τον οποίο η εναγόμενη είχε ήδη λάβει άδειες για τα έτη 2021, 2022 και 2023.
Με άλλα λόγια, δεν τεκμηριώθηκε ότι παίζονταν, ζωντανά ή μηχανικά, έργα που βρίσκονται στη διαχείριση της ΕΔΕΜ χωρίς την απαιτούμενη άδεια.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στον ισχυρισμό ότι υπήρξε δημόσια εκτέλεση μέσω των τηλεοπτικών συσκευών στα δωμάτια.
Ο μάρτυρας του ενάγοντος, που επισκέφθηκε το ξενοδοχείο ως πελάτης για μία ημέρα (11 Οκτωβρίου 2023) χωρίς διαμονή, ανέφερε ότι «είναι σε θέση να βεβαιώσει» δημόσια εκτέλεση ρεπερτορίου. Ωστόσο, το δικαστήριο έκρινε ότι δεν εξήγησε πώς απέκτησε αυτή τη γνώση, αφού δεν διέμεινε σε δωμάτιο και παρέμεινε μόνο στους κοινόχρηστους χώρους. Ενόψει αυτού, ο συγκεκριμένος ισχυρισμός δεν βρήκε επαρκές αποδεικτικό έρεισμα.
Το αίτημα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης απορρίφθηκε ως αόριστο. Η απόφαση υπογραμμίζει ότι για νομικά πρόσωπα η ηθική βλάβη πρέπει να εμφανίζει συγκεκριμένη υλική αποτύπωση: προσβολή εμπορικής πίστης, απώλεια συνεργασιών, υποχώρηση μεριδίου αγοράς ή ακύρωση συμβάσεων. Στην προκειμένη περίπτωση, η ΕΔΕΜ δεν επικαλέστηκε συγκεκριμένα περιστατικά όπως απώλεια δημιουργών ή χρηστών, υπαναχωρήσεις ή οικονομική ζημία με μετρήσιμο αντίκτυπο στο εμπορικό της μέλλον. Κατά συνέπεια, το σχετικό κονδύλι δεν μπορούσε να σταθεί.
Και η επικουρική βάση απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, καθώς στηριζόταν στα ίδια πραγματικά περιστατικά με την κύρια αγωγή. Το δικαστήριο υπενθύμισε ότι ο αδικαιολόγητος πλουτισμός έχει επιβοηθητικό χαρακτήρα και προϋποθέτει διαφορετικά ή πρόσθετα πραγματικά στοιχεία, τα οποία εδώ δεν υφίσταντο.
Το δικαστήριο έκρινε την αγωγή, κατά τα νόμιμα και παραδεκτά τμήματά της, αβάσιμη στην ουσία και την απέρριψε. Επιπλέον, επέβαλε στον ενάγοντα την καταβολή δικαστικής δαπάνης υπέρ της εναγόμενης, ύψους 300 ευρώ.
Η απόφαση δεν αμφισβητεί την κανονιστική αρχή ότι η δημόσια εκτέλεση σε επιχειρήσεις απαιτεί άδεια και αμοιβή υπέρ των δικαιούχων. Αντιθέτως, καθιστά σαφές ότι το δικαίωμα αυτό πρέπει να στηρίζεται σε στιβαρό αποδεικτικό υλικό: ακριβείς καταγραφές ρεπερτορίου, ταυτοποίηση έργων, τεχνική τεκμηρίωση της μετάδοσης, και διαχωρισμός ανάμεσα σε καλυμμένο και μη καλυμμένο ρεπερτόριο.
Για τα ξενοδοχεία, η υπόθεση υπενθυμίζει την ανάγκη συστηματικής συμμόρφωσης και σαφών αδειοδοτήσεων όπου υπάρχουν πολλοί οργανισμοί, οι άδειες πρέπει να αντανακλούν το πραγματικό ρεπερτόριο που χρησιμοποιείται. Για τους οργανισμούς, το μήνυμα είναι ότι η τεκμηρίωση δεν μπορεί να επαφίεται σε γενικές αναφορές ή δειγματοληπτικές κρίσεις χωρίς επαρκή μεθοδολογία.
Την υπόθεση χειρίστηκε ο δικηγόρος κ. Βασίλης Καβουριού.