Ειδήσεις

Σε κενό αέρος τα ελληνοτουρκικά

Οι ετήσιες Γενικές Συνελεύσεις του ΟΗΕ ίσως είναι τελικά σημαδιακές για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Τον Σεπτέμβριο του 2019, ως «φρέσκος» πρωθυπουργός, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε μια πολύ δύσκολη συνάντηση στη Νέα Υόρκη με τον πρόεδρο της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και επέστρεφε στην Αθήνα έχοντας πλήρη συναίσθηση ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν εισέλθει για τα καλά σε ένα «σπιράλ» επιδείνωσης. Μια άλλη συνάντηση των δύο ανδρών, τον Σεπτέμβριο του 2023, λίγους μήνες μετά το Βίλνιους, άνοιγε τον δρόμο για τη Διακήρυξη των Αθηνών στο τέλος του ίδιου έτους. Δύο χρόνια μετά, μια παρ’ ολίγον συνάντηση, ακυρωμένη αυτή τη φορά από τον κ. Ερντογάν, φέρνει τον κ. Μητσοτάκη αλλά και συνολικότερα την ελληνική διπλωματία αντιμέτωπους με διλήμματα τα οποία δεν μπορεί να έχουν καθόλου εύκολες απαντήσεις.

Αναβολή στην αναβολή
Κατ’ αρχάς, τι μέλλει γενέσθαι με τη διαδικασία των ελληνοτουρκικών επαφών; Οπως φαίνεται, το αναβεβλημένο άνω της μιας φοράς Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας (ΑΣΣ) Ελλάδας – Τουρκίας δεν πρόκειται να γίνει σύντομα, αν και οι υπόλοιπες επαφές (μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης, θετική ατζέντα, πολιτικός διάλογος) θα συνεχιστούν. Ειδικά ως προς τον πολιτικό διάλογο, έμπειροι παρατηρητές διερωτώνται πώς θα συνεχιστεί αν δεν υπάρξει κάποιο ουσιαστικό έδαφος. Ο δίαυλος ανάμεσα στους υπουργούς Εξωτερικών Γιώργο Γεραπετρίτη και Χακάν Φιντάν προφανώς παραμένει ενεργός, άλλωστε οι δύο άνδρες συνομίλησαν ατύπως και στη Νέα Υόρκη. Τίθεται, ωστόσο, ερώτημα αν χρειάζεται τα ζητήματα να προσεγγιστούν από κάποια άλλη οπτική γωνία.

Μόνο η Χάλκη – Από τα ελληνικού ενδιαφέροντος ζητήματα, το μοναδικό που αναφέρθηκε δημόσια τόσο από τον Τραμπ όσο και από τον Ερντογάν ήταν το ενδεχόμενο επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης.
Η ανάγκη για «ήρεμα νερά» παραμένει, αλλά πλέον έχει γίνει ορατό ακόμα και από τους πιο καλόπιστους υποστηρικτές τής μετά το 2023 προσέγγισης με την Τουρκία ότι από τη στιγμή που δεν έχει δημιουργηθεί έδαφος για την επίλυση προβλημάτων, η Ελλάδα δεν κερδίζει κάτι, πέρα από κάποιους ευχαριστημένους νησιώτες λόγω της τουριστικής βίζας. Αντιθέτως, η επιμήκυνση αυτής της άνευ ουσιαστικού αποτελέσματος διαδικασίας επιτρέπει στον κ. Ερντογάν να επιτυγχάνει τον βασικό στόχο του, δηλαδή να προβάλλει την Τουρκία ως πυλώνα σταθερότητας και συνεργασίας με τη Δύση, είτε πρόκειται για τις ΗΠΑ είτε πολύ περισσότερο για την Ε.Ε.

Μητσοτάκης στον ΟΗΕ: Η Τουρκία να άρει το casus belli, ο δρόμος προς τα εμπρός βασίζεται στον διάλογο
Εν ολίγοις η Αθήνα εμφανίζεται εγκλωβισμένη σε «ήρεμα νερά», χωρίς να έχει κατορθώσει, έστω, να αποσπάσει από την Αγκυρα υποσχέσεις για επίλυση κάποιων ζητημάτων. Και επ’ αυτού προκύπτει το ερώτημα αν η κατάργηση των διερευνητικών επαφών, που τουλάχιστον μπορούσαν να εξετάσουν κάποιες πολύ συγκεκριμένες διαφορές (χωρικά ύδατα), υπηρέτησε τελικά τον σκοπό της, μια και αντικαταστάθηκε από μια διαδικασία πολιτικού διαλόγου, όπου συζητούνται κυριολεκτικά τα πάντα.

Το πρεσβευτικό δίδυμο
Ενώ οι διμερείς ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν περιπέσει σε αυτό το τέλμα, αποτελεί ερώτημα αν καθ’ οιονδήποτε τρόπο υπάρχει περίπτωση η κυβέρνηση του κ. Τραμπ να ασχοληθεί, στο πλαίσιο των αποστολών «συμφιλίωσης» που έχει αναλάβει ο πρόεδρος των ΗΠΑ ανά την υφήλιο. Το γεγονός ότι σύντομα φθάνει στην Αθήνα η νέα πρέσβειρα των ΗΠΑ Κίμπερλι Γκίλφοϊλ, πρόσωπο εμπιστοσύνης του κ. Τραμπ, και την ίδια στιγμή τα αμερικανικά συμφέροντα στην Τουρκία εκπροσωπεί ένας στενός προσωπικός φίλος του, ο Τομ Μπάρακ, μπορεί να δημιουργήσει κάποια κινητικότητα, αν και είναι απολύτως σαφές ότι υπάρχουν άλλες προτεραιότητες.

Ερντογάν: «Παίρνουμε το δικό μας μερίδιο»
Στην Αθήνα παρακολούθησαν τη συνάντηση των κ. Τραμπ και Ερντογάν με εύλογο ενδιαφέρον και αντιλήφθηκαν ότι η καλή προσωπική χημεία ανάμεσα στους δύο άνδρες παραμένει η βασική συγκολλητική ουσία των αμερικανοτουρκικών συμφερόντων σε αυτή τη φάση. Δεν πέρασε, βεβαίως, απαρατήρητο ότι από τα ελληνικού ενδιαφέροντος ζητήματα, το μοναδικό που αναφέρθηκε δημόσια τόσο από τον κ. Τραμπ όσο και από τον κ. Ερντογάν ήταν το ενδεχόμενο επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης.

Κάτι που, βεβαίως, οφείλεται στην –προ ολίγων ημερών– επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου στην Ουάσιγκτον, αλλά και στην έντονη κινητικότητα του Αρχιεπισκόπου Αμερικής κ. Ελπιδοφόρου όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα. Ο σεβασμός στο πρόσωπο του κ.κ. Βαρθολομαίου από το περιβάλλον του κ. Τραμπ ήταν ορατός σε κάθε συζήτηση που είχαν όχι μόνο Ελληνες, αλλά και Τούρκοι αξιωματούχοι στην Ουάσιγκτον.

Για την Αθήνα είναι, επίσης, εξαιρετικά σημαντική μια άλλη πτυχή του πάντα έντονου πολιτικού και διπλωματικού παρασκηνίου στην Ουάσιγκτον, και αυτή αφορά την οργή του κ. Τραμπ για τον πρωθυπουργό του Ισραήλ Μπέντζαμιν Νετανιάχου, ειδικά μετά το χτύπημα στην Ντόχα του Κατάρ. Φαίνεται ότι ο Λευκός Οίκος έχει περιορίσει τις επαφές με το εβραϊκό λόμπι, κάτι που, βεβαίως, αφορά άμεσα και την Ελλάδα, καθώς τα προηγούμενα χρόνια είχαν ανοίξει αρκετές πόρτες με τη βοήθεια των μεγάλων και μικρών εβραϊκών οργανώσεων. Πρόκειται, εν ολίγοις, για ακόμα ένα στοιχείο που προσθέτει βαθμό δυσκολίας για την ελληνική διπλωματία, η οποία ήδη κάνει εξαιρετικά ευαίσθητους χειρισμούς προκειμένου να μην πληγώσει την πολύτιμη, στρατηγική σχέση με το Ισραήλ.

Ραντεβού με Ρούτε – Ο γ.γ. του ΝΑΤΟ Μαρκ Ρούτε θέλει να συναντήσει στις 2/10 τον κ. Μητσοτάκη στην Κοπεγχάγη με σκοπό να του ζητήσει να μην εγείρει εμπόδια στη συμμετοχή της Τουρκίας στα δάνεια του SAFE.

Επιστρέφοντας από τη Νέα Υόρκη, ο κ. Μητσοτάκης έχει να αντιμετωπίσει μια σειρά από εκκρεμότητες. Καμία από αυτές δεν έχει εύκολη απάντηση. Η πλέον βασική είναι αυτή της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας – Κύπρου, το έργο του Great Sea Interconnector (GSI). Οι δημόσιες διαβεβαιώσεις για την υλοποίηση του έργου είναι απαραίτητες, ωστόσο φαίνεται ότι η τύχη του GSI κρέμεται από μια κλωστή. Προς αυτή την κατεύθυνση συνηγορούν όλες οι πρόσφατες εξελίξεις.

Η πρώτη, βεβαίως, είναι η δημοσιοποίηση της κυπριακής αμφιθυμίας για το έργο, που έφερε στην επιφάνεια και τις τριβές Αθηνών – Λευκωσίας. Η δεύτερη προκύπτει ανάγλυφα από την ομιλία του κ. Ερντογάν στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, όπου επανέλαβε για ακόμα μια φορά ότι δυτικά της Κύπρου δεν μπορεί να γίνει κάτι χωρίς τη συγκατάθεση της Τουρκίας. Και η τρίτη προκύπτει από τη στάση της Γαλλίας, η οποία έχει διαμηνύσει στην Ελλάδα πως δεδομένου ότι ο GSI έχει «κολλήσει» σε ζητήματα που αφορούν επιχειρηματικές και οικονομικές διαφωνίες, δεν τίθεται ζήτημα ενεργοποίησης της ρήτρας αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής.

Υπό αυτές τις συνθήκες, η επιστροφή στην Κάσο κρίνεται μάλλον δύσκολη, αν όχι αδύνατη, και ως εκ τούτου απομακρύνεται (προς το παρόν τουλάχιστον) οποιοδήποτε ενδεχόμενο κρίσης σε αυτή την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Αντιθέτως, η Αθήνα έχει επικεντρώσει την προσοχή της στα νότια της Κρήτης, όπου η αμερικανική Chevron εξέφρασε το ενδιαφέρον της, προκάλεσε τον εκνευρισμό της Τουρκίας και, εντέλει, έφερε ξανά στην επιφάνεια τα διάφορα σενάρια κρίσης στα νότια του μεγάλου ελληνικού νησιού.

Για την ελληνική πλευρά παραμένει, βεβαίως, μέγα ερώτημα με ποιο τρόπο συζητήθηκαν τα ζητήματα της Ανατολικής Μεσογείου στον Λευκό Οίκο ανάμεσα στους κ. Τραμπ και Ερντογάν, οι οποίοι συνομίλησαν για πάνω από δυόμισι ώρες και, όπως φαίνεται, δεν άφησαν εκτός ατζέντας κανένα από τα περιφερειακά ζητήματα.

Στην Κοπεγχάγη
Ως προς τον κανονισμό SAFE, το επόμενο χρονικό διάστημα θα αυξηθούν οι πιέσεις προς την Αθήνα. Ηδη ο γ.γ. του ΝΑΤΟ Μαρκ Ρούτε θέλει να συναντήσει στις 2/10 τον κ. Μητσοτάκη στην Κοπεγχάγη με σκοπό να του ζητήσει, πρώτον, να μην εγείρει εμπόδια στη συμμετοχή της Τουρκίας στα δάνεια του SAFE αλλά και, δεύτερον, να αυξήσει τη βοήθεια στην Ουκρανία αγοράζοντας αμερικανικά όπλα (μέσω του PURL, στο οποίο έχουν ήδη υποσχεθεί χρήματα χώρες όπως η Γερμανία).

Το χρονικό μιας ματαίωσης
Η συνάντηση των κ. Μητσοτάκη και Ερντογάν είχε προγραμματιστεί να γίνει την Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου στις 21.00 ώρα Ελλάδος (14.00 τοπική). Ηδη, άνω των 24 ωρών πριν από τη συνάντηση, ο Λευκός Οίκος είχε ανακοινώσει πρωτοβουλία του κ. Τραμπ για μια μίνι διάσκεψη ανάμεσα στον πρόεδρο των ΗΠΑ και μουσουλμάνους ηγέτες, μεταξύ των οποίων και ο κ. Ερντογάν, στις 21.30 ώρα Ελλάδος, δηλαδή μισή ώρα μετά την προγραμματισμένη συνάντηση με τον κ. Μητσοτάκη.

Ανώτατη διπλωματική πηγή για την ακύρωση συνάντησης Μητσοτάκη – Ερντογάν: «Ηταν ζήτημα προγραμματισμού»
Δεδομένου ότι προηγούνται συνεννοήσεις για αυτές τις διασκέψεις, είναι απολύτως σαφές ότι το επιτελείο του κ. Ερντογάν γνώριζε πως η διάσκεψη αυτή καθιστούσε χρονικά ανέφικτη τη συνάντηση με τον κ. Μητσοτάκη. Ωστόσο, το τηλεφώνημα για το αίτημα αναβολής της συνάντησης δεν ήρθε παρά την ίδια ημέρα, περίπου τέσσερις ώρες νωρίτερα, δηλαδή περί τις 17.00 ώρα Ελλάδος, όταν για την αδυναμία του κ. Ερντογάν να είναι παρών ενημέρωσε ο διπλωματικός σύμβουλός του Ακίφ Τσαγατάι Κιλίτς, τον ομόλογό του Μίλτωνα Νικολαΐδη. Στην ελληνική πλευρά επικράτησε αιφνιδιασμός, καθώς αναμενόταν ίσως μετακίνηση λίγο νωρίτερα, αλλά όχι ακύρωση του ραντεβού.

Σύμφωνα με άριστα πληροφορημένες πηγές, λίγο μετά το αίτημα της αναβολής, και συγκεκριμένα περί τις 19.00 ώρα Ελλάδος, η ελληνική πλευρά επανήλθε προτείνοντας ως εναλλακτικές λύσεις μιας σύντομης –έστω– συνάντησης «δύο ανοίγματα» που μπορούσε να έχει την επόμενη ημέρα στο πρόγραμμά του ο κ. Μητσοτάκης.

Ευθύς εξαρχής το εγχείρημα ήταν δύσκολο, καθώς ο κ. Ερντογάν είχε προγραμματίσει να πετάξει την επόμενη ημέρα για την Ουάσιγκτον, προκειμένου να συναντηθεί με τον κ. Τραμπ. Μία ώρα μετά τα μεσάνυχτα της 23ης Σεπτεμβρίου, έπειτα δηλαδή από σχεδόν έξι ώρες αναμονής, ο πρωθυπουργός έδινε το πράσινο φως να γνωστοποιηθεί ότι δεν κατέστη δυνατόν να βρεθεί χρόνος επαναπροσδιορισμού του ραντεβού.

Πηγή: kathimerini.gr

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου