• Ο ιχθυολόγος του ΥΣΡ μιλά για τα τροπικά είδη που εισβάλλουν στο Αιγαίο, τον λαγοκέφαλο, το μέλλον της αλιείας και το πώς η επιστήμη μπορεί να ενώσει κοινωνία και περιβάλλον
Σε μια εποχή που η κλιματική αλλαγή και η ανθρώπινη δραστηριότητα επιταχύνουν τις μεταβολές στα θαλάσσια οικοσυστήματα της Ανατολικής Μεσογείου, η Ρόδος βρίσκεται στην πρώτη γραμμή παρακολούθησης αυτών των φαινομένων. Στον Υδροβιολογικό Σταθμό Ρόδου του Ελληνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ), διεξάγεται μια μακρόχρονη, συστηματική έρευνα για την παρουσία και εξάπλωση των ξενικών και εισβολικών ειδών, όπως ο λαγοκέφαλος, το λεοντόψαρο και η τρομπέτα, είδη που όχι μόνο αλλάζουν τη θαλάσσια βιοποικιλότητα, αλλά επηρεάζουν και την τοπική οικονομία και αλιευτική παραγωγή.
Στη συνέντευξή του σημερα στη «δ» ο ιχθυολόγος του ΥΣΡ Γεράσιμος Κονδυλάτος μάς παρουσιάζει τις νέες τάσεις που καταγράφονται στα νερά του νοτιοανατολικού Αιγαίου, αναλύει τις επιπτώσεις της «τροπικοποίησης» της Μεσογείου και την επίδραση της υπεραλίευσης, ενώ εξηγεί τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να διαχειριστούμε πιο αποτελεσματικά αυτά τα φαινόμενα.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στα προτεινόμενα μέτρα περιορισμού του λαγοκέφαλου, στην ανάγκη για συνδυασμό πρόληψης, στοχευμένης αλιείας και εκπαίδευσης, καθώς και στη δυνατότητα αξιοποίησης ορισμένων εισβολικών ειδών προς όφελος της τοπικής κοινωνίας.
Με τη βιωσιμότητα των ιχθυαποθεμάτων να δοκιμάζεται και τις πιέσεις στα θαλάσσια οικοσυστήματα να αυξάνονται, η φωνή της επιστήμης αποκτά βαρύνουσα σημασία για το μέλλον των νησιωτικών περιοχών.
Αναλυτικά η συνέντευξη:
• Ποια είναι τα βασικά είδη ψαριών ή άλλων οργανισμών που παρακολουθείτε στην περιοχή κ. Κονδυλάτο και τι σας δείχνουν οι μακροχρόνιες τάσεις; Έχετε παρατηρήσει αλλαγές που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή ή την υπεραλίευση;
Τα βασικά είδη κα Παμπρή που παρακολουθούμε στον Υδροβιολογικό Σταθμό Ρόδου (ΥΣΡ) του Ελληνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ) είναι τα ξενικά, με έμφαση στα χωροκατακτητικά είδη, όπως ο λαγοκέφαλος (Lagocephalus sceleratus), το λεοντόψαρο (Pterois miles), η τρομπέτα (Fistularia commersonii), κ.ά.
Η «τροπικοποίηση» της Μεσογείου οδηγεί εδώ και χρόνια στην εισβολή ξενικών ειδών μέσω της Διώρυγας του Σουέζ (Λεσσεψιανή μετανάστευση) στη θαλάσσια περιοχή της Ρόδου. Είδη όπως τα προαναφερθέντα έχουν πλέον καταστεί κυρίαρχα στα παράκτια νερά του νησιού, γεγονός που αποδεικνύεται από τον μεγάλο αριθμό ατόμων, τη βιομάζα και τη συχνότητα εμφάνισής τους, είτε μέσω πειραματικής αλιείας είτε με μαρτυρίες από επαγγελματίες αλιείς της περιοχής.
Ο αριθμός των ξενικών ειδών στην περιοχή έχει αυξηθεί από λίγα το 1940 σε περίπου 37 σήμερα, με τα εισβολικά να ανταγωνίζονται ή να εκτοπίζουν ενδημικά είδη.
Παραδείγματος χάριν, το λεοντόψαρο θεωρείται πλέον το πιο δυναμικό εισβολικό είδος στη Ρόδο, βάσει δειγματοληψιών. Μολονότι τα στοιχεία που διαθέτουμε δεν έχουν μεγάλες χρονοσειρές, υπάρχουν αποδείξεις ότι η βιολογική αυτή ρύπανση αυξάνεται τοπικά με σταθερό ρυθμό.
Αυτήν την περίοδο εργάζομαι, μεταξύ άλλων, στην ανάλυση δεδομένων αλιείας που έχω συλλέξει από το 2003 έως το 2025, μέσω των οποίων θα διερευνήσουμε την αυξητική τάση των ξενικών ειδών στην περιοχή, καθώς και την αντίστοιχη ανταπόκριση των αυτόχθονων ειδών.
Η άνοδος της θερμοκρασίας της Μεσογείου κατά ~1,5 °C τις τελευταίες τρεις δεκαετίες διευκολύνει και επιταχύνει την είσοδο και εγκατάσταση θερμόφιλων και τροπικών ειδών, ενώ παράλληλα συρρικνώνει ή μετακινεί τα ψάρια που είναι προσαρμοσμένα σε πιο δροσερές συνθήκες βορειότερα ή βαθύτερα.
Η Ελλάδα έχει χάσει περίπου 50 % των ιχθυαποθεμάτων της από τη δεκαετία του 1990, λόγω χρόνιας υπεραλίευσης και μη επαρκούς διαχείρισης. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, που αποδίδεται σε έντονη αλιευτική πίεση, αποτελεί η μείωση στο μέσο μέγεθος εμπορικών ειδών, όπως της κουτσομούρας, του λυθρινιού και του σαργόπαππα.
• Ποια ξενικά ή εισβολικά είδη καταγράφετε πιο συχνά στα νερά της Ρόδου; Υπάρχουν νέα είδη που προκαλούν ανησυχία;
Ας δούμε την απάντηση στο ερώτημά σας μέσα από τα αποτελέσματα μίας σειράς δειγματοληψιών (2021–2022) στην περιοχή της Ρόδου, όπου από τα 71 συνολικά είδη ψαριών που συλλέχθηκαν με στατικά δίχτυα, τα 14 ήταν ξενικά (περίπου το 20%). Τα πιο συχνά αλιευόμενα ήταν τα τρία είδη που ανέφερα στην αρχή: λεοντόψαρο, τρομπέτα και λαγοκέφαλος. Όσον αφορά στα καρκινοειδή δεκάποδα (όπως γαρίδες και καβούρια), τουλάχιστον 22 ξενικά είδη έχουν καταγραφεί στην περιοχή της Ρόδου και αποτελούν περίπου το 15% των 148 συνολικά καταγεγραμμένων ειδών (στοιχεία του 2020).
Αρκετά από αυτά είναι ήδη εγκατεστημένα, δηλαδή έχουν έρθει για να μείνουν — ένδειξη της αυξανόμενης βιολογικής ρύπανσης. Παραδείγματα αποτελούν τα είδη Atergatis roseus, που εμφανίστηκε στη Ρόδο μετά το 2009, και Portunus pelagicus (μπλε καβούρι), με πρώτη καταγραφή τη δεκαετία 1990–2000. Το αντίστοιχο ποσοστό στη Μεσόγειο ανέρχεται σε 24%, με 400 καταγεγραμμένα είδη δεκάποδων. Στα νεότερα είδη που έχουν προκαλέσει και συνεχίζουν να προκαλούν ανησυχία συγκαταλέγεται ο πολύ τοξικός λαγοκέφαλος, γνωστός ως ένα από τα 100 πιο επιβλαβή ξενικά είδη στη Μεσόγειο. Για το συγκεκριμένο είδος δεν προκαλούν ανησυχία μόνο οι αρνητικές επιπτώσεις του στο οικοσύστημα, την αλιεία και την τοπική οικονομία. Αποτελεί και σοβαρή απειλή για τη δημόσια υγεία. Σύμφωνα με μελέτη του 2024, στην οποία συμμετείχε το ΕΛΚΕΘΕ, από την εμφάνισή του στη Μεσόγειο έχουν καταγραφεί 198 περιστατικά που σχετίζονται άμεσα με την ανθρώπινη υγεία, εκ των οποίων 28 ήταν επιθέσεις σε ανθρώπους, τουλάχιστον 143 μη θανατηφόρα επεισόδια δηλητηρίασης, ενώ 27 αφορούσαν θανάτους από κατανάλωσή του. Μεγάλη ανησυχία προκαλεί και το λεοντόψαρο, το οποίο αλιεύεται σχετικά εύκολα με υπάρχοντα αλιευτικά εργαλεία, ενώ μπορεί να καταναλωθεί από τον άνθρωπο χωρίς κίνδυνο.
Στο διαδίκτυο κυκλοφορούν ήδη πολλές συνταγές, τόσο από την Ελλάδα όσο και από το εξωτερικό.
Ακόμη ένα είδος είναι ο νανολαγοκέφαλος, επίσης τοξικό, για το οποίο τα έως τώρα τα διαθέσιμα στοιχεία είναι επαρκή ώστε να χαρακτηριστεί ως εισβολικό.
Παρότι στην ανατολική Μεσόγειο η μέδουσα Ροπιλέμα η νομαδική (Rhopilema nomadica) καταγράφεται ως ένα από τα πιο επικίνδυνα είδη, λόγω των τσιμπημάτων που προκαλεί στον άνθρωπο, καθώς και των κοινωνικών και οικολογικών επιπτώσεων — ιδιαίτερα κατά τις εαρινές/καλοκαιρινές εξάρσεις της — η εμφάνισή της στη Ρόδο παραμένει σποραδική. Ωστόσο, επειδή θεωρείται σοβαρός πρόσθετος παράγοντας δημόσιας ασφάλειας, ο ΥΣΡ παρακολουθεί και καταγράφει την παρουσία της και θα ενημερώνει το κοινό σε περίπτωση που αυτό κριθεί αναγκαίο.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι, μολονότι η αγριόσαλπα και ο μαύρος γερμανός — φυτοφάγα είδη — ζουν στα παράκτια νερά του νησιού εδώ και πολλές δεκαετίες, συνεχίζουν να προκαλούν ανησυχία στην επιστημονική κοινότητα.
Η γεωγραφική τους εξάπλωση επεκτείνεται, ανταγωνίζονται αυτόχθονα είδη όπως η σάλπα και ο σκάρος και απειλούν με αποψίλωση τα σκληρά υποστρώματα και τα λιβάδια Ποσειδωνίας.
• Τα ξενικά είδη επηρεάζουν την τοπική ιχθυοπανίδα και τους επαγγελματίες αλιείς, εσείς έχετε φέρει σχέδιο για τον λαγοκέφαλο. Ποιες είναι οι βασικές κατευθύνσεις περιορισμού της εξάπλωσης αυτών των ειδών;
Πριν αναφερθώ στις βασικές κατευθύνσεις για τον περιορισμό της εξάπλωσης των ξενικών ειδών, θα πρέπει να τονίσω ότι οι επιπτώσεις των ειδών αυτών δεν είναι πάντα αρνητικές. Υπάρχει και η θετική πλευρά, όπως για παράδειγμα όταν κάποιο είδος είναι εδώδιμο και μπορεί να αποτελέσει νέο αλιευτικό πόρο, δηλαδή πηγή εσόδων για την τοπική κοινωνία. Αρκεί αυτό να μελετηθεί σωστά ως προς τη βιωσιμότητα της εκμετάλλευσής του και να προωθηθεί στις τοπικές ή/και στις ελληνικές, γενικότερα, αγορές.
Οι βασικές, λοιπόν, κατευθύνσεις είναι: Πρόληψη και έγκαιρη ανίχνευση, πρακτικές αφαίρεσης και συνεχούς αλιείας, δημόσια ευαισθητοποίηση και εκπαίδευση, χωρικός έλεγχος και προστατευόμενες ζώνες, ενίσχυση του νομοθετικού πλαισίου και δικτύων συνεργασίας, αποκατάσταση και υποστήριξη αυτόχθονων ειδών.
Η αποκατάσταση των οικοτόπων περιλαμβάνει -μεταξύ άλλων- την αναγέννηση των λιβαδιών Ποσειδωνίας (με ενεργές δράσεις φύτευσης) και των βενθικών οικοσυστημάτων, σε περιοχές που έχουν δεχθεί έντονη ανθρωπογενή πίεση.
Με τον τρόπο αυτό ενισχύεται η ανθεκτικότητα της φυσικής πανίδας απέναντι σε υφιστάμενες και μελλοντικές εισβολές. Πρακτική αυτής της κατεύθυνσης μπορεί επίσης να αποτελέσει η ενίσχυση τροφικών αλυσίδων με φυσικούς θηρευτές, που συμβάλλουν στον έλεγχο της υπεραφθονίας των εισβολικών ειδών. Όσον αφορά στον λαγοκέφαλο, το ΕΛΚΕΘΕ, μέσω του υποβληθέντος Διαχειριστικού Σχεδίου, εστιάζει: στην πρόληψη μέσω παρακολούθησης και ακριβούς αναγνώρισης, στην κάλυψη οικονομικών απωλειών μέσω κινήτρων για την αλίευση εισβολικών ειδών, στην εκπαίδευση αλιέων και κοινού, στην εξερεύνηση της εμπορικής αξιοποίησής του (φαρμακευτικά, καλλυντικά, βιοτεχνολογία, κ.λπ.), στην ενίσχυση περιοχών όπου τα αυτόχθονα είδη χρειάζονται στήριξη, και στη θέσπιση νομοθετικών περιορισμών και χρήσης προστατευόμενων ζωνών.
• Υπάρχει συνείδηση για τη βιωσιμότητα των αλιευμάτων; Ποιοι είναι οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι για τα αλιευτικά αποθέματα της περιοχής και ποιες περιοχές χρειάζονται προστασία μέσω ειδικών ζωνών ή παρεμβάσεων;
Πράγματι, στο ΝΑ Αιγαίο υπάρχει αυξανόμενη συνειδητοποίηση για τη βιωσιμότητα των αλιευμάτων, ιδίως μέσω προγραμμάτων που αφορούν στην αλιευτική διαχείριση και τη χρήση μοντέλων ECOPATH/EcoSIM για την αξιολόγηση των οικοσυστημάτων και τη διαμόρφωση σεναρίων μείωσης της αλιευτικής πίεσης. Παράλληλα, γίνονται προσπάθειες συνδιαχείρισης, με συμμετοχή των επαγγελματιών αλιέων σε τοπικά σχέδια ανάπτυξης και χρηματοδοτούμενα προγράμματα που συνδέουν την αλιεία με την τουριστική και περιβαλλοντική αειφορία.
Οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι για τα αλιευτικά αποθέματα στο ΝΑ Αιγαίο είναι η υπεραλίευση, καθώς περίπου το 70 % των στοχευόμενων αλιευμάτων και το 43 % των μη στοχευόμενων κατατάσσονται ως μη βιώσιμα αποθέματα στην περιοχή. Επιπλέον, η αδήλωτη, παράνομη και άναρχη αλιεία αποτελούν κρίσιμες απειλές που υπονομεύουν τις βιώσιμες πρακτικές, ενώ υφίστανται και καταστροφικές αλιευτικές μέθοδοι που επηρεάζουν τους εύθραυστους βενθικούς οικοτόπους.
Η κλιματική αλλαγή, μέσω της ανόδου της θερμοκρασίας της θάλασσας, επιταχύνει τη μετανάστευση ειδών, μειώνει τα αποθέματα αυτόχθονων ψαριών και επηρεάζει δυσμενώς το οικοσύστημα.
Τα εισβολικά είδη και ο ευτροφισμός επιβαρύνουν περαιτέρω τα οικοσυστήματα και μειώνουν την αναπαραγωγική βάση των αυτόχθονων ειδών. Στις περιοχές που χρειάζονται άμεση προστασία ανήκει αναμφίβολα το ΝΑ Αιγαίο. Βλέπω θετικά τη δημιουργία του νέου μεγάλου θαλάσσιου πάρκου, συνολικής έκτασης ~9.500 km², που ανακοινώθηκε στις 21 Ιουλίου 2025. Στο Αιγαίο ανήκει και η νήσος Γυάρος, γύρω από την οποία η θαλάσσια περιοχή ήδη υπόκειται σε περιορισμούς αλιευτικών δραστηριοτήτων.
Ο θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός και η εφαρμογή του θα αποτελέσουν ένα ολοκληρωμένο εργαλείο διαχείρισης και σχεδιασμού, με στόχο την οργάνωση της χρήσης των θαλάσσιων περιοχών κατά τρόπο που να ελαχιστοποιεί τις συγκρούσεις μεταξύ διαφορετικών δραστηριοτήτων (π.χ., αλιεία, τουρισμός, ναυτιλία, προστασία περιβάλλοντος).
• Πώς μπορεί η τοπική κοινωνία – ή ακόμα και ο τουρισμός – να συνδεθεί θετικά με την επιστημονική παρουσία του ΕΛΚΕΘΕ στη Ρόδο;
Η σύνδεση της τοπικής κοινωνίας και του τουρισμού με την επιστημονική δραστηριότητα του ΕΛΚΕΘΕ στη Ρόδο μπορεί να επιτευχθεί με διάφορους τρόπους, ώστε να ενισχυθεί η περιβαλλοντική συνείδηση, η βιώσιμη ανάπτυξη και το αμοιβαίο όφελος.
Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει εκπαιδευτικά και ενημερωτικά προγράμματα (π.χ., σεμινάρια, εργαστήρια, ημερίδες για αλιείς, επαγγελματίες του τουρισμού, σχολεία και το ευρύ κοινό), με στόχο την ενημέρωση για τη σημασία της βιώσιμης αλιείας και την προστασία των θαλάσσιων οικοσυστημάτων. Ιδιαίτερα σημαντική είναι και η προώθηση της «επιστήμης των πολιτών», μέσω της οποίας οι πολίτες (κάτοικοι και παραθεριστές) συμμετέχουν σε προγράμματα παρακολούθησης (π.χ., καταγραφή ψαριών, παρακολούθηση ποιότητας νερού, καταγραφή εισβολικών ειδών).
Με αυτόν τον τρόπο ενισχύεται η αίσθηση του «συνιδιοκτήτη» του θαλάσσιου περιβάλλοντος και αναπτύσσεται μια γέφυρα ανάμεσα στην επιστημονική κοινότητα και την κοινωνία. Μέσω της συνεργασίας με τοπικούς φορείς τουρισμού, μπορεί να προωθηθεί η εικόνα της Ρόδου ως «πράσινου» ή «οικολογικού» προορισμού, που σέβεται και προστατεύει το θαλάσσιο περιβάλλον. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί, για παράδειγμα, με την ανάπτυξη θεματικών εκδρομών ή καταδυτικού τουρισμού που εστιάζουν στην επιστήμη και την προστασία των θαλάσσιων ειδών — και όχι μόνο. Επιπλέον, έχουν ήδη προταθεί: η συνεργασία με τους αλιείς για την εφαρμογή βιώσιμων πρακτικών, η εκπαίδευση και παροχή επιστημονικών δεδομένων που βοηθούν στη βελτιωμένη διαχείριση των αλιευμάτων, η διοργάνωση ανοιχτών επιστημονικών ημερών, εκθέσεων και δράσεων περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης με τη συμμετοχή όλων των φορέων.
• Τι σας οδήγησε να ασχοληθείτε με την ιχθυολογία και ειδικά με το υποθαλάσσιο περιβάλλον και ποια είναι η πιο εντυπωσιακή παρατήρηση ή εμπειρία που έχετε ζήσει κατά τη διάρκεια της θητείας σας στον ΥΣΡ;
Η καταγωγή μου είναι από τη Λευκάδα, το μέρος όλων των καλοκαιρινών μου διακοπών έως την ενηλικίωσή μου. Ίσως ακουστεί κοινότυπο, αλλά πράγματι, η θάλασσα με γοήτευε από μικρό. Η επαφή μου με το υποθαλάσσιο περιβάλλον, κυρίως μέσα από τη μάσκα, με έφερνε σε επαφή με έναν αθέατο κόσμο που έκρυβε συνεχώς μία νέα έκπληξη, κάτι πρωτόγνωρο έως και μαγικό. Όταν συνειδητοποίησα ότι αυτός ο κόσμος είναι πολύτιμος όσο και εύθραυστος μου γεννήθηκε η ιδέα να τον υπηρετήσω.