Απόψεις

Η ελληνική οικονομία σε τροχιά σύγκλισης

(Από την Έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας  Ελλάδος)

Σύμφωνα με την έκθεση του  Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας για το 2024 (8/4/2025), η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να επιδεικνύει ισχυρή ανθεκτικότητα και να καταγράφει θετικές επιδόσεις. Το 2024 ο ρυθμός ανάπτυξης διαμορφώθηκε στο 2,3%, παραμένοντας στα ίδια επίπεδα σε σχέση με το προηγούμενο έτος και αισθητά υψηλότερος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Στην ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας συνέβαλαν κυρίως η ιδιωτική κατανάλωση, οι επενδύσεις και οι εξαγωγές υπηρεσιών.

Ειδική αναφορά γίνεται στον τομέα των επενδύσεων, ο οποίος παρουσιάζει ισχυρή δυναμική τα τελευταία χρόνια. Από το 2019 και μετά, οι επενδύσεις σημειώνουν σταθερή άνοδο, καλύπτοντας μέρος του σημαντικού επενδυτικού κενού που είχε δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους. Η συμβολή τους στον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης υπερβαίνει σημαντικά το μέσο όρο της ευρωζώνης, φθάνοντας μετά την πανδημία κατά μέσο όρο τις 1,6 ποσοστιαίες μονάδες, έναντι μόλις 0,3 ποσ. μον. στην ευρωζώνη.

Ιδιαίτερη σημασία δεν έχει μόνο ο όγκος, αλλά και η ποιοτική αναβάθμιση της σύνθεσης των επενδύσεων. Πριν από την κρίση χρέους, σχεδόν οι μισές ιδιωτικές επενδύσεις αφορούσαν την κατασκευή κατοικιών, ενώ οι παραγωγικές επενδύσεις παρέμεναν ανεπαρκείς, περιορίζοντας τις προοπτικές μακροπρόθεσμης ανάπτυξης. Σήμερα όμως η εικόνα έχει αντιστραφεί.  Περίπου τα 4/5 των ιδιωτικών επενδύσεων κατευθύνονται σε παραγωγικό κεφάλαιο και το υπόλοιπο 1/5 σε κατοικίες. Εφόσον αυτή η τάση διατηρηθεί και συνοδευτεί από περαιτέρω αύξηση του όγκου των συνολικών επενδύσεων, μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά στην αναδιάρθρωση του παραγωγικού υποδείγματος της χώρας.

Οι ξένες άμεσες επενδύσεις σημείωσαν σημαντική άνοδο το 2024, αγγίζοντας τα €6 δισεκ. (ή περίπου 2,5% του ΑΕΠ). Πρόκειται για το δεύτερο υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας εικοσαετίας. Συνολικά, η ενίσχυση των ξένων άμεσων επενδύσεων αντανακλά τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος μετά τις πρόσφατες αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας, αλλά και την ολοκλήρωση έργων αποκρατικοποιήσεων.

Ωστόσο, επιδείνωση κατέγραψε το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, με το έλλειμμα να διευρύνεται στο 6,4% του ΑΕΠ.

Σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή, το μεγάλο «αγκάθι» παραμένει για την Ελλάδα το τεράστιο εμπορικό έλλειμμα, αποτυπώνοντας τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας και παραγωγικότητας που επικρατούν στην ελληνική οικονομία.

Τα όσα ανακοίνωσε προ ημερών η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ)  δημιουργούν έντονο προβληματισμό.

Ειδικότερα, η Ελληνική Στατιστική Αρχή ανακοίνωσε την αύξηση του εμπορικού ελλείμματος κατά 10% στα επίπεδα των 31,5 δισ. ευρώ στο ενδεκάμηνο  Ιανουαρίου – Νοεμβρίου 2024. Η συνολική αξία των εξαγωγών κατά το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2024 ανήλθε στο ποσό των 45.869 δισ. ευρώ έναντι 47.278 δισ. ευρώ κατά το ίδιο διάστημα του έτους 2023, παρουσιάζοντας μείωση, σε ευρώ 3%.

Στον αντίποδα, η συνολική αξία των εισαγωγών, κατά το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 202 ανήλθε στο ποσό των 77,379 δισ. ευρώ, έναντι 75.948 δισ. ευρώ κατά το ίδιο διάστημα του έτους 2023, παρουσιάζοντας αύξηση, σε ευρώ, 1,9%.

Σύμφωνα με την έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας Ελλάδος, ο γενικός πληθωρισμός υποχώρησε περαιτέρω το 2024, φθάνοντας στο 3%. Παρ’ όλα αυτά, παρέμεινε υψηλότερος από το μέσο όρο της ευρωζώνης, κυρίως λόγω του επίμονου πληθωρισμού στις υπηρεσίες, που εμπόδισε την ταχύτερη αποκλιμάκωσή του. Ο πυρήνας του πληθωρισμού άρχισε να αποκλιμακώνεται, για πρώτη φορά μετά από δύο χρόνια, καθώς ο ρυθμός αύξησης των τιμών στα μη ενεργειακά βιομηχανικά αγαθά επιβραδύνθηκε αισθητά.

Στον τομέα εργασίας, η αύξηση  των αποδοχών των εργαζομένων το 2024 ήταν σημαντικά υψηλότερη σε σχέση με το 2023, ενισχύοντας ουσιαστικά το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Πιο συγκεκριμένα, οι συνολικές αμοιβές από εξαρτημένη εργασία αυξήθηκαν με ρυθμό 7,4%, ενώ οι αμοιβές ανά μισθωτό κατέγραψαν άνοδο της τάξεως του 6%. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν τρεις βασικοί παράγοντες: (1) η αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, (2) η επαναφορά των επιδομάτων προϋπηρεσίας (τριετιών) για τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα και (3) η περαιτέρω αύξηση του κατώτατου μισθού.

Ως προς τις δημοσιονομικές εξελίξεις, οι οποίες αποτελούν βασικό πυλώνα για τη διατήρηση της εμπιστοσύνης των αγορών και για τη συνολική σταθερότητα της οικονομίας, τα επιτεύγματα υπήρξαν εντυπωσιακά. Η συνετή δημοσιονομική πολιτική των τελευταίων ετών, σε συνδυασμό με τις εντατικές προσπάθειες για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, αποδίδει πλέον απτά και μετρήσιμα αποτελέσματα. Τα φορολογικά έσοδα αυξάνονται με μόνιμο τρόπο, μέσω της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης, και επιτυγχάνονται σταθερά υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα χωρίς την ανάγκη επιβολής περιοριστικών μέτρων. Η υπεραπόδοση των εσόδων έναντι των στόχων του Προϋπολογισμού επέτρεψε τη χρηματοδότηση πρόσθετων δημόσιων δαπανών για επενδύσεις και για στήριξη των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, το πρωτογενές πλεόνασμα για το 2024 αναμένεται να διαμορφωθεί  στο 3,5% του ΑΕΠ – επίπεδο σημαντικά υψηλότερο από τις προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού Σχεδίου και του Προϋπολογισμού. Το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος αναμένεται να υπερβεί τις πληρωμές τόκων, γεγονός που θα καταστήσει την Ελλάδα μια από τις ελάχιστες ευρωπαϊκές χώρες με πλεονασματικό προϋπολογισμό σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης. Ένας πλεονασματικός προϋπολογισμός συμβάλλει στις προσπάθειες ενίσχυσης της εθνικής αποταμίευσης, με θετικές επιδράσεις και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Το δημόσιο χρέος, ως ποσοστό του ΑΕΠ, συνεχίζει να αποκλιμακώνεται με γρήγορο ρυθμό, ξεπερνώντας τις επιδόσεις των περισσοτέρων κρατών-μελών της ευρωζώνης. Το 2024 η μείωση ήταν αισθητή όχι μόνο ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά και σε απόλυτους (ονομαστικούς) όρους. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, το χρέος της γενικής κυβέρνησης εκτιμάται ότι μειώθηκε κατά περίπου 10 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, σε σχέση με το 2023, στο 153,8% – το χαμηλότερο επίπεδο από το 2010. Σε σωρευτική βάση από το 2020, η Ελλάδα καταγράφει την ταχύτερη μείωση δημόσιου χρέους, μεταξύ των προηγμένων οικονομιών, πάνω από 50 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ μέσα σε μόλις τέσσερα χρόνια.

Όσον αφορά τις προβλέψεις για το 2025, σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να διατηρηθεί στο 2,3% και το 2025 – επίπεδο πολύ υψηλότερο από το μέσο όρο της ευρωζώνης. Η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις, θα συνεχίσουν να αποτελούν τις κινητήριες δυνάμεις της ανάπτυξης, ενώ η συμβολή του εξωτερικού τομέα εκτιμάται ότι θα είναι ουδέτερη. Η συνεχιζόμενη ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας θα συνοδευτεί από μια μικρή περαιτέρω αποκλιμάκωση της ανεργίας στο 9,9%.

Ο γενικός πληθωρισμός αναμένεται να υποχωρήσει ελαφρώς το 2025 στο 2,9%, ενώ ο δομικός πληθωρισμός (είναι αυτός που δεν λαμβάνονται υπόψη  τα τρόφιμα και, συγκεκριμένα, τα νωπά οπωροκηπευτικά προϊόντα, καθώς και τα καύσιμα – ενέργεια, επειδή αυτά είναι ευμετάβλητα και εποχικά), εκτιμάται ότι θα παραμείνει σταθερός. Ανοδική πίεση στις τιμές θα προέλθει κυρίως από την επιστροφή του ενεργειακού πληθωρισμού σε θετικά επίπεδα, καθώς και από την αναμενόμενη αύξηση του πληθωρισμού των υπηρεσιών. Αντίθετα, αποκλιμάκωση προβλέπεται στον πληθωρισμό των ειδών διατροφής και των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών.

Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών προβλέπεται να βελτιωθεί ως ποσοστό του ΑΕΠ, παραμένοντας ωστόσο σε υψηλό επίπεδο.

Τα δημοσιονομικά μεγέθη εκτιμάται ότι θα παραμείνουν σε υγιή επίπεδα και το 2025. Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα διαμορφωθεί στο 2,6% του ΑΕΠ. Παράλληλα, το δημόσιο χρέος προβλέπεται να συνεχίσει την πτωτική του πορεία, φθάνοντας στο 144,4% του ΑΕΠ.

Για την ελληνική οικονομία, η βασική πρόκληση παραμένει η διατήρηση ισχυρού ρυθμού ανάπτυξης και η επιτάχυνση της πραγματικής σύγκλισης προς το μέσο όρο της ΕΕ.

Η θετική πορεία της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια δεν αποτυπώνεται μόνο στους μακροοικονομικούς δείκτες. Εξίσου σημαντική είναι η πρόοδος που έχει συντελεστεί σε θεσμικό επίπεδο, η οποία αποτέλεσε πρόσθετο παράγοντα για τις αναβαθμίσεις της οικονομίας.

Παρ’ όλα αυτά, η κατάταξη της Ελλάδος σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες παραμένει χαμηλή,

Σε ένα διεθνές περιβάλλον όπου σωρεύονται νέες αβεβαιότητες, η υλοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων και η εμπιστοσύνη στους θεσμούς, αποτελούν προϋποθέσεις για την ενίσχυση της κοινωνικής ευημερίας.

Η Ελλάδα έχει την ιστορική ευκαιρία να ολοκληρώσει το μετασχηματισμό της οικονομίας της, συνεχίζοντας την πορεία σύγκλισης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Τα οφέλη των μεταρρυθμίσεων είναι πλέον εμφανή στην οικονομία, με μετρήσιμα και αδιαμφισβήτητα αποτελέσματα. Η διατήρηση της πολιτικής βούλησης για εφαρμογή αξιόπιστων μεταρρυθμιστικών πολιτικών είναι κλειδί, για να μετατρέψουμε τις κρίσεις σε ευκαιρίες, ώστε η χώρα να ξεπεράσει οριστικά τις διαχρονικές αδυναμίες της, και για να διαμορφώσουμε μια σύγχρονη, βιώσιμη, εξωστρεφή και ανταγωνιστική οικονομία.

 

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου